“Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο” – Ποίημα του Γ. Μπίμη
Κι όταν σ’ έστησαν στον τοίχο δε δείλιασες. Έσφιγγες
ακόμα μες στα χέρια σου εκείνο το κόκκινο γαρίφαλο
του μέλλοντος…
Αντίκρισα τη μορφή σου πάνω σε σχισμένες αφίσες…
Ένα χαμόγελο ζεστό και σίγουρο, που οδηγεί πιο πέρα
απ’ το σήμερα, πιο πέρα απ’ τους νυχτωμένους δρόμους
κι απ’ τα σκοτεινά σοκάκια της εργατικής μας συνοικίας…
Αύριο τα παιδιά θα ‘χουν μια αυλή αδερφέ μου,
θα έχουν ένα δέντρο να ξαπλώνουν στον ίσκιο του…
Θα έχουν τη σχολική τους τσάντα, το Αλφαβητάρι,
θα μάθουν τα πρώτα γράμματα… Αύριο τα παιδιά
θα διαβάζουν ποιήματα κάτω από τις αχτίδες
του φεγγαριού!…
Εσύ το ξέρεις γι’ αυτό χαμογελάς, εσύ το ήξερες πάντα
γι’ αυτό χαμογελούσες κι όταν οι άλλοι λυσσούσαν
γύρω σου, όταν μούγκριζαν οι λυκάνθρωποι, αυτοί
που διψούσαν για αίμα -οι πληρωμένοι κι οι εκτελεστές-
αυτοί που σκοτώνουν την ομορφιά
όπου κι αν τη συναντήσουν, εσύ ονειρευόσουν
έναν άλλο κόσμο, δικαιότερο, αγνότερο και πανανθρώπινο…
Κι όταν σ’ έστησαν στον τοίχο δε δείλιασες. Έσφιγγες
ακόμα μες στα χέρια σου εκείνο το κόκκινο γαρίφαλο
του μέλλοντος…
Ήξερες πως οι σφαίρες ανοίγουν πληγές,
ήξερες πως οι σφαίρες σκοτώνουν το σώμα
όμως η ιδέα – το ‘ξερες- απομένει ανέγγιχτη…
Γιατί είναι πάνω από τα αποσπάσματα γιατί στέκεται
πάνω απ’ το παρόν, πάνω απ’ το παρελθόν
κι απ’ το μέλλον…
Η ιδέα δεν πεθαίνει!…
Τώρα το ξέρουν κι εκείνοι που κρατούσαν το θάνατο,
τα παιδιά που παίζουν αμέριμνα στα λασπόνερα,
οι μανάδες κι οι γριές, οι εργάτες της φάμπρικας,
όλοι το ‘μαθαν!…
Όλος ο κόσμος βουλιάζει στη λάσπη αδερφέ μου…
Ο κόσμος της ανάγκης, ο κόσμος της δημιουργίας,
ο κόσμος της ελπίδας…
Εσύ το φώναζες πάντα μαζί με χιλιάδες στόματα
κι όταν σε χτύπησαν δεν έφυγες, έμεινες εκεί,
δεν έκαμες ούτε ένα βήμα πίσω!…
Αγαπούσες πολύ τη ζωή, αψηφούσες πολύ το θάνατο
-ένα θάνατο αξιοπρεπή κι αντρίκειο αποζητούσες-
κι όταν έπεφτες χτυπημένος στο χώμα οι άλλοι
φοβήθηκαν περισσότερο, οι άλλοι έσκυψαν περισσότερο
κι εσύ χαμογελούσες ακόμα κρατώντας στα χέρια σου
κείνο το κόκκινο γαρίφαλο του μέλλοντος…
Δάκρυ δε φάνηκε στα μάτια σου, κραυγή δεν έφτασε
στα χείλη σου!…
Σε εκείνους που σου φώναζαν και σε καλούσαν, είπες:
Φεύγω όμως δεν πάω μακριά, θα είμαι πάντα κοντά σας,
θα ‘μαι δίπλα σας μέχρι να χαράξει η μέρα
που θ’ ακουστεί ξανά στη στράτα το βήμα της λευτεριάς!…
Πέρασε καιρός σύντροφε…
Κάτω απ’ τη σχισμένη αφίσα κάτι παιδιά έγραψαν
με κόκκινα γράμματα: ΗΡΩΑΣ!…
Γιώργος Δ. Μπίμης.
Από την Ποιητική μου Συλλογή:
‘’Μνήμες της Πέτρας και της Σιωπής.’’