Ο κομμουνιστής Ναπολέων Λαπαθιώτης και το “Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου”
Συνεργάστηκε με τον παράνομο «Ριζοσπάστη»: «Ο κομμουνισμός είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ’ αυτό, δεν της απομένει παρά η επιστροφή στο σκοτάδι και την αποκτήνωση». Στα 1932 δημοσίευσε στο περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι το πεζό ποίημα «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου».
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, με το έργο του και με τη ζωή του πήγε κόντρα στις συμβάσεις του καιρού του.
Μέλος πλούσιας και καλλιεργημένης οικογένειας γεννήθηκε στις 31 του Οκτώβρη 1888.
Σπούδασε νομικά, ζωγραφική και πιάνο, αλλά αφιερώθηκε στην ποίηση. Το 1897 άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων».
Ο Λαπαθιώτης θαύμαζε τον Όσκαρ Ουάιλντ. Ήταν φοιτητής ακόμα, το 1905, όταν εμφανίστηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους από τις σελίδες του περιοδικού Νουμάς.
Το 1916 θα δημοσιευτεί στο Ριζοσπάστη το ποίημά του «Κραυγή». Στη συνέχεια ταξιδεύει στην Αίγυπτο, όπου θα γνωρίσει τον Καβάφη.
Το 1927 ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δημοσιοποιεί ότι ασπάστηκε την κομμουνιστική ιδεολογία, ενώ με γράμμα του προς τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών θα ζητήσει τον αφορισμό του, αφού, όπως γράφει: «η χριστιανική θρησκεία όπως επίσης και κάθε άλλη θρησκεία μου έχει αποβή τελείως περιττή» (το γράμμα δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη).
Ο θάνατος της μητέρας του, το 1937, θα τον κλονίσει ψυχολογικά. Το 1939 τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή. Η Κατοχή τον βρίσκει πάμφτωχο και εξουθενωμένο από τις καταχρήσεις. Όταν πεθαίνει ο πατέρας του, για να επιβιώσει αναγκάζεται να πουλάει τα βιβλία του και άλλα προσωπικά του αντικείμενα. Αυτό δεν θα τον αποτρέψει από το να φιλοξενήσει πολλούς ΕΛΑΣίτες στο σπίτι του, ενώ τα όπλα του πατέρα του (ήταν στρατιωτικός) θα τα παραδώσει στον ΕΛΑΣ Εξαρχείων.
Στις 7 του Γενάρη 1944 έδωσε τέλος στη ζωή του, αυτοκτονώντας με περίστροφο. Για να καλυφτούν τα έξοδα της κηδείας του χρειάστηκε να γίνει έρανος μεταξύ φίλων του λογοτεχνών.
Ο κομμουνιστής Λαπαθιώτης
Το 1999 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα το βιβλίο του σκηνοθέτη-συγγραφέα Τάκη Σπετσιώτη «Χαίρε Ναπολέων», δοκίμιο για την τέχνη του Ν. Λαπαθιώτη. Σε συνομιλία του με τον ποιητή Γιώργο Κακουλίδη (δημοσιεύτηκε στη στήλη του Γ.Κ. στον Ριζοσπάστη, στις 11/5/2000) ο Τ. Σπετσιώτης μεταξύ άλλων θα πει:
«Ο Λαπαθιώτης ανήκε σε μια αστική τάξη, που δεν είχε βαθιά παράδοση στην Ελλάδα. Καθώς στη χώρα μας δεν υπήρχε βιομηχανική επανάσταση και γνήσια αστική τάξη, αλλά μόνο εισαγωγή της ψυχολογίας του αστισμού, ακόμη και τα λίγα τζάκια στα οποία ανήκε η οικογένειά του, μαϊμούδιζαν τους Ευρωπαίους, Γάλλους και Ιταλούς. Το γούστο αυτής της τάξης τον απωθούσε, γι’ αυτό και λαϊκοποίησε την ποίησή του.»
«Ο Λαπαθιώτης ασπάστηκε την κομμουνιστική ιδεολογία τη δεκαετία του ’20. Ο Τάσος Βουρνάς αναφέρει ότι από τα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου ο ποιητής παρακολουθούσε ανοιχτά συγκεντρώσεις «παράνομων». Στα 1929 διαπληκτίστηκε με τον λόγιο φίλο του Χαρίλαο Παπαντωνίου για μια φράση του «επιπολαία και ανευλαβή προς την κομμουνιστική ιδεολογία», όπως αναφέρει σε επιστολή του στο περιοδικό Μπουκέτο. Συνεργάστηκε με τον παράνομο «Ριζοσπάστη»: «Ο κομμουνισμός είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ’ αυτό, δεν της απομένει παρά η επιστροφή στο σκοτάδι και την αποκτήνωση». Στα 1932 δημοσίευσε στο περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι το πεζό ποίημα «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου».
Πέρα απ’ όλα αυτά, ο Λαπαθιώτης έζησε με λαϊκό κόσμο, ανθρώπους της εργατικής τάξης και της βιοπάλης, σε όλη του τη ζωή, στις περιπλανήσεις του στο λεκανοπέδιο της Αττικής, όπου, σύμφωνα με τον Γιώργο Τσουκαλά, «άφηνε στη μέση τη συζήτηση που είχε μ’ έναν λόγιο φίλο του και γυρνούσε στον Μενιδιάτη φίλο του, ρωτώντας τον για τα αμπέλια και τα πρόβατά του». Στην Κατοχή, ο Λαπαθιώτης φιλοξένησε πολλούς του ΕΛΑΣ στο σπίτι του, και στον ΕΛΑΣ Εξαρχείων έδωσε τα όπλα του πατέρα του, του στρατηγού.»
Κλείνοντας αυτή τη μικρή αναφορά μας στον ποιητή, μεταφέρουμε το “Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου” (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι, τον Φλεβάρη του 1932, πηγή: ΑΣΚΙ):
Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου
…Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι –ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης– οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι –και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μηγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!…
***
Φτάνουν απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δόσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής —με τα θαμπά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση…
***
Ξεμπουκάρουν απ’ όλες τις μεριές —και φτάνουν, όλο φτάνουν, όλο φτάνουν — σέρνοντας τις θολές τους τις καρδιές, με την ακατάλυτη στοργή, και με τ’ ανεξερεύνητα τα μίση— για να σε μάθουν πράματα μεγάλα—πράματα μεγάλα κι’ αλησμόνητα, που θα τ’ ακούσεις μια φορά για πάντα, που θα τα νιώσεις μια φορά για πάντα, και πια δε θα μπορείς να τα ξεχάσεις…
***
Έρχονται τώρα, με σφιγμένα δόντια και μ’ ανταριασμένα τα μαλλιά, να σε πατήσουν με τ’ αγροίκα πόδια τους, να σε ποδοκυλίσουν αδυσώπητα, μέσ’ στο χρυσό σου τραγικό παλάτι —να σπάσουν τη φαρμακερή καρδιά σου, με το θυμό που σπάνε τ’ αποστήματα —να σ’ αφανίσουν τώρα, μια για πάντα— να σβήσεις απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, για το κρίμα που τους έχεις κάνει, να τους αναθρέψεις με το μίσος, και με το μαύρο βόγγο στην ψυχή…
***
Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι —κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι— που μέρα νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν δουλικά τη φτέρνα— πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό…
***
Ξυπνούν οι σκλάβοι απ’ όλες τις μεριές, να σε ξεσκίσουν με τα μαύρα νύχια τους, γιατί πεινούσαν και διψούσανε γι’ αγάπη —και συ τους πότιζες, δεν ξαίρω πόσα χρόνια, τους πότιζες με ξύδι και χολή…
***
Γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, το πράμα αυτό πού κράζουν ουρανό, θα ξαναγίνει πάλι γαλανό· γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, θα τραγουδήσουν πάλι τα πουλιά, και θα μοσκοβολήσουν τα ρόδα· γιατί τότε μόνο θ’ ακουστεί το καθαρό τραγούδι του αηδονιού, και τ’ άστρα, που είναι σκόρπια στο διάστημα, θα ξαναβρούνε την παλιά τους όψη! Τότε κι’ η Στοργή θα κατεβεί, να φιλήσει στα χείλη τους ανθρώπους…
***
Γιατί μόνο τότε, μόνο τότε, μόλις χαθείς αγύριστα, για πάντα, και τα κλαμένα βλέφαρα στεγνώσουν, και γίνουν ιλαρά τα μάτια πάλι— τότε μονάχα θα ξανακουστεί, μεσ’ απ’ τα μαύρα βάθη της αβύσσου, χαρμόσυνη, λαμπρή κι’ αγγελική, μια φοβερή κι απέραντη φωνή —φωνή της μακρυνής κι’ ακατανόητης, τώρα, Σοφίας τής Δημιουργίας…