Ο κυρίαρχος λαός
Την ψήφο μου χρειάζονται και είμαι εξουσία,
σε μία μονοήμερη, κουτσή δημοκρατία.
Απόψε νιώθω δυνατός και όλους τους διατάζω,
απ’ αύριο που θα ξεχαστώ, στη χύτρα μου θα βράζω.
Είμαι ο κυρίαρχος λαός, εγώ που όλα τα ξέρω,
είμαι εγώ που κυβερνάω, εγώ που υποφέρω.
Είμαι εγώ που στ’ όνομά μου, όλοι εγκληματούν,
με λιβανίζουν, μ’ εκμεταλλεύονται και με μισούν.
Είμαι εγώ μόν’ ο σοφός κι έτσι τα πάντα κρίνω,
πίνω και το γλυκό κρασί, μα και φαρμάκια πίνω.
Ξέρω στην κόλαση να ζω, ξέρω και να πεθαίνω,
παράδεισο ονειρεύομαι, ξέρω και να υπομένω.
Υπέρ βωμών και εστιών, το αίμα μου το χύνω,
το πνεύμα μου αθάνατο, αλλά τα φώτα σβήνω.
Επιρρεπής και ασταθής, ο άνεμος με σπρώχνει,
δεν έχω τόπο να σταθώ, από παντού με διώχνει.
Την ψήφο μου χρειάζονται και είμαι εξουσία,
σε μία μονοήμερη, κουτσή δημοκρατία.
Απόψε νιώθω δυνατός και όλους τους διατάζω,
απ’ αύριο που θα ξεχαστώ, στη χύτρα μου θα βράζω.
Είμαι στυγνός σα δικαστής, μου λένε και δικάζω,
μπερδεύω αθώο με φονιά και όλα τα σαρκάζω.
Σε μια οθόνη προσκυνώ, μου λέει και σας λέω,
μα τραγουδώ τον πόνο μου και στη σιωπή μου κλαίω.
Ψάχνω να βρω τι γίνεται, ο διπλανός μού φταίει,
μια φλόγα έχω στην καρδιά, τα δάση μου τα καίει.
Κι όταν όλα τελειώσουνε θα έχω κάνει κέντα
και μια νύχτα στα κρυφά, θα ρίξω τα τσιμέντα.
Λες πως δεν είμαι ικανός, κυρίαρχος για να ‘μαι,
έχω μονάχα στο μυαλό, ότι πιούμε – ότι φάμε.
Να παραδίδω τα κλειδιά, χωρίς αντιλογία
και «χαίρε, ω, χαίρε» να ζητώ, μισή ελευθερία.
Σε όλους έδωσα το φως μα έμεινα στο σκοτάδι
και ψάχνω δρόμο για να βρω αυτό το κρύο βράδυ.
Αλλά ο δρόμος δεν περνά απ’ το αρχαίο κλέος,
χάσκει από κάτω ο γκρεμός και μ’ έχει πιάσει δέος.
Κάποτε έβγαζα βροντή, φωνή από τα στήθια,
μα τόσα χρόνια πέρασαν και μου ‘γινε συνήθεια,
σαν το ζητιάνο στη γωνιά, το απλωμένο χέρι
και όλους να παρακαλώ, καθείς κάτι να φέρει.
Το μπαλωμένο ρούχο μου, η δόξα κι η τιμή μου,
οι θεωρίες σπίτι μου, μα τρύπια η σκεπή μου.
Με πουλάν, μ’ αγοράζουνε, αλλά εγώ κοιμάμαι,
ξένος μέσα στον τόπο μου, σε λίγο μοιάζω να ‘μαι.
Πες μου ποιόν να συμβουλευτώ, αφού όλα τα ξέρω;
Στο μύλο ποιού αφεντικού, εγώ νερό να φέρω,
που δε μου ρίχνουν μια ματιά, δε με υπολογίζουν;
Το είναι μου για λίγα ευρώ, στην πλάστιγγα ζυγίζουν.
Κυρίαρχος επαίρομαι, αν είμαι πια δεν ξέρω.
Μια πλαστή ταυτότητα μου δίνουνε και φέρω.
Από τ’ ανέσπερο το φως, δεν κράτησα λιγάκι.
Έπιασε κρύο, παγωνιά και πέφτει το βραδάκι.
[Ελπίζω ο κυρίαρχος (;) λαός να ξαναγίνει κυρίαρχος και όχι θεατής κι επαίτης.]
Άρης Κωνσταντίνου
Φωτογραφία: Konstantinos Tsakalidis / SOOC