Ο παπάς της Αποκριάς…
Ένα σατιρικό ποίημα για την Αποκριά.
Εγώ σε πήρα παπαδιά, σ’ έχρισα πρεσβυτέρα,
το γέννημα των σπλάχνων μου παπά να ‘χει πατέρα.
Κι ήσουν σεμνή και ταπεινή, στεφάνι πριν σου βάλω,
μα τώρα που ξεσάλωσες, πια δε σ’ αντέχω άλλο…
Στης εκκλησιάς το πλήρωμα σ’ έδειχνα με καμάρι
κι εσύ τη μέση κούναγες με σκέρτσο και με χάρη.
Κι ήσουν για μένα καύχημα, ιέρισσα κι αγία
και σου ‘βαλα κι εικόνισμα δίπλα στην Παναγία.
Στα νύχια σαν τη μάγισσα, τις νύχτες περπατούσες,
εγώ βαριά κοιμόμουνα κι εσύ το ξενυχτούσες.
Άνδρες πιστοί και χριστιανοί, ξάπλωναν στο μιντέρι
σαν τους Αγάδες, μα κανείς δε μου ‘δωσε χαμπέρι.
Μπέρτα φορούσες διάφανη στα ξέσκεπα τα στήθη
και μια θεούσα κραύγασε: ‘’το πάθος αναστήθη!’’
Καταμεσής στη δημοσιά, σου ‘χα πολύ γινάτι,
μ’ ένα φαντάρο φλέρταρες και του ‘κλεινες το μάτι.
Κι ένας τσοπάνης πονηρός σου κούνησε τη γκλίτσα,
σε σίμωσε, σε χάιδεψε και σ’ είπε φοραδίτσα!
Κι εσύ τη μπέρτα τ’ άνοιγες και τ’ ουρανού την πόρτα
όταν στο λόγγο έβγαινες για να μαζέψεις χόρτα.
Τα κέρατά μου τα ‘σπασα και μου ‘ρθε να κρεπάρω
όταν σε είδα μια βραδιά να ψάχνεις τον κουμπάρο.
Κι όλο βιγλίζω τα παιδιά, δε μου ‘μοιασε κανένα,
τρεις κόρες έχω και δυο γιούς μα είναι όλα ξένα…
Προσέλαβα στην εκκλησιά κι έναν αφράτο διάκο
κι αυτός ο αχαΐρευτος μου έσκαψε το λάκκο.
Νύμφη σε λέει ανύμφευτη και πάνω σου κολλάει
κι όταν εγώ ιερουργώ στο στόμα σε φιλάει.
Κι επικαλείται το Χριστό και τ’ άγιο Του το πάθος,
μα εγώ που βλέπω μακριά κάτι μου βγαίνει λάθος.
Σκέφτομαι και φιλοσοφώ, ψάχνω να βρω ποιος σφάλει,
π’ όταν με δουν οι χριστιανοί κουνάνε το κεφάλι.
Πολέμησα σα σύζυγος για να μη γίνω τέως
μα της ντροπής το κέρατο το είδα τελευταίος…
Κάθε καμπάνα και παπάς κάθε εκκλησιά και διάκος,
που ‘σαι μανούλα μου να δεις πόσα χωράει ο σάκος.
Μες στη μαστούρα μου ξυπνώ απ’ το πολύ λιβάνι
και καταριέμαι τη στιγμή που πιάστηκα χαϊβάνι.
Στ’ αλισβερίσι της ζωής που αχολογούν τα πάθη,
όσο σοφός κι αν γεννηθείς πάντα θα κάνεις λάθη.
Αίμα το πάθος στο κορμί κι αμφίστομο μαχαίρι,
τραχιά φωτιά π’ απόδρασε απ’ του θεού το χέρι…