“Όχι συμπόνια, κλάμα, οργή. Ντροπή σου, μάνα Ελλάδα!” – 2 ποιήματα για τον κομμουνιστή επαναστάτη Τάκη Φίτσο
“…Απ’ εξορία, φυλακή, όλα τα χρόνια πήγες
και πριν προλάβεις να χαρείς
πάλι στα ξερονήσια.
Το κόμμα που σ’ άνδρωσε το τίμησες πολύ,..”
Το πρωί της 16 του Απρίλη 1949 εκτελέστηκε στη Χαλκίδα μαζί με ακόμα εφτά αγωνιστές και αγωνίστριες (δείτε εδώ) ο κομμουνιστής δημοσιογράφος Τάκης Φίτσος, ηρωική μορφή του εργατικού – επαναστατικού κινήματος, διευθυντής του Ριζοσπάστη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και Γραμματέας του ΕΑΜ στη Στερεά.
Ο Τάκης Φίτσος γεννήθηκε το 1904 στην Υπάτη Φθιώτιδας. Σπούδασε νομικά στρην Αθήνα και συνδέεται με τη δημοσιογραφία αλλά και τα Γράμματα, στέλνοντας διηγήματά του στο περιοδικό «Νουμάς». Ανήκει στη φιλολογική «Συντροφιά» με Βάρναλη, Ανθία, Βέλτσο και άλλους προοδευτικούς διανοούμενους. Εντάσσεται στο ΚΚΕ και το διάστημα 1922-23 αναδείχνεται αρχισυντάκτης στο περιοδικό «Νεολαία» της ΟΚΝΕ και μετά στον «Ριζοσπάστη».
Για την επαναστατική του δράση φυλακίζεται στην Αίγινα, στη Γαύδο, στέλνεται από τη μεταξική δικτατορία στην Ακροναυπλία. Μεταφέρεται στο στρατόπεδο Κατούνας στην Ήπειρο και στο Λαζαρέτο. Απελευθερώνεται το 1943. Από την Κέρκυρα περνάει στη Ρούμελη, όπου συναντιέται με τον Άρη Βελουχιώτη. Αναλαμβάνει Γραμματέας του ΕΑΜ στη Στερεά, και με την ίδρυση της κυβέρνησης του βουνού, το 1944, τοποθετείται πρόεδρος της Διοίκησης. Μετά τη Βάρκιζα προσφέρει τις υπηρεσίες του στον «Ριζοσπάστη» στην Αθήνα. Το 1947 στέλνεται εξόριστος στην Ικαρία. Το 1948 μεταφέρεται στη Χαλκίδα, όπου καταδικάζεται από το Έκτακτο Στρατοδικείο σε θάνατο.
«Η απέραντη αγάπη του στο λαό και στην Ελλάδα, η πίστη και αφοσίωση στο κόμμα του, ο αλτρουισμός απέναντι στους συντρόφους και σε κάθε συνάνθρωπο, οι αρετές του σαν Ανθρώπου, τον είχαν κάνει ένα μεγάλο παράδειγμα για όσους τον γνώριζαν… Ο Τάκης Φίτσος ήταν μια αγνή μορφή. Ποτέ δεν αυτοπροβλήθηκε, αν και από τους πρωτεργάτες του λαϊκού κινήματος, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για την ανάδειξή του» γράφει ανάμεσα σε άλλα ο Γιώργης Μωραΐτης για τον Τάκη Φίτσο (δείτε εδώ σχετικό αφιέρωμά μας).
Στο εξαιρετικό βιβλίο-λεύκωμα του ζωγράφου Ηλία Φέρτη, «Μνήμες της Κατοχής» (εκδ. Ιωλκός, 2003), βρήκαμε το παρακάτω ποίημα που είναι αφιερωμένο από τον Φέρτη στη μνήμη του Τάκη Φίτσου, όπως άλλωστε και ολόκληρο το βιβλίο. Λόγω του ότι το ποίημα δεν φέρει υπογραφή άλλου, εικάζουμε ότι είναι του συγγραφέα.
ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ
Ονειροπόλος σαν ξεκίναγες απ’ τη Λαμία
το δύσβατο το δρόμο ν’ ανεβείς· φλουτάν,
μαύρη γραβάτα ανέμιζε
κ’ ήσουν γεμάτος ποίηση και ιδανικά
τότες που έγραφες στο περιοδικό ” Νουμάς”.
Ήσουνα νέος με ζωή ήσουν πρωτοπορία
κι όταν οι γνώριμοι σε ρώταγαν πώς τρως;
απάνταγες γιομάτος απορία
μ’ εκείνο το χαμόγελο
“μα ό,τι μου δώσει ο λαός”.
Έτσι της νιότης σου η ζωή περνούσε ανελεύθερα
εσύ π’ αγωνιζόσουνα για την ελευθερία,
κατακαημένε αφανή αγωνιστή,
μεγάλε Τάκη Φίτσο.
Απ’ εξορία, φυλακή, όλα τα χρόνια πήγες
και πριν προλάβεις να χαρείς
πάλι στα ξερονήσια.
Το κόμμα που σ’ άνδρωσε το τίμησες πολύ,
σαν είπες στην Ασφάλεια πως τόχες πάν’ απ’ όλα
κι αργά που σε δικάσανε είπες στους στρατοδίκες,
πως αν σε ξοδεύανε, έρχονται άλλοι πίσω,
χιλιάδες άλλοι να καθίσουν στο σκαμνί
να σ’ αντικαταστήσουν.
Λυπάμαι που δεν πρόλαβες ν’ αλλάξεις και τα ρούχα
ως νείροσαν κι ήτανε ο ύστατος καημός σου
σε καθαρά σεντόνια ξαπλωτός να κοιμηθείς.
Χαράματα σε πήρανε, Μεγάλη Παρασκευή,
οι σταυρωτήδες χριστιανοί
και σε ξαπλώσανε χορεύοντας στη γη.
Για τον Τάκη Φίτσο έχει γράψει ένα ποίημα ο μεγάλος μας ποιητής Κώστας Βάρναλης, (συλλογή “Οργή λαού”):
Τάκης Φίτσος
Με το πικρό χαμόγελο και τα σφιγμένα χείλη
βουβά τον ίσκιο σου έλιωνες στην πολιτεία των τάφων.
Εδώ σε θάβουν ζωντανόν αν θέλεις να ’σαι τίμιος.
Παιδί σε χτίσαν, γέρασες χωρίς σταλιά να ζήσεις.Μήνες και χρόνια μέτραγες, δεκάχρονα κατόπι,
κι όλο η πηγάδα βάθαινε κι αψήλωνεν ο τοίχος,
παρηγοριά και μάθημα φτωχολαού δεμένου.
Και μιαν αυγή ανοιξιάτικην, που ανάκραζεν αγάπη,
τρυφερά σ’ αγκαλιάσανε οι αδερφομάχοι αγγέλοικαι σε φορτώσανε. Κανείς δεν άκουσε τα βόλια.
Και τώρα, μέσα στο σωρό τα κόκαλα, μην ψάχνεις
να ξεχωρίσεις τα δικά σου: είν’ όλα καθενού!Όχι συμπόνια, κλάμα, οργή. Ντροπή σου, μάνα Ελλάδα!