“Ό,τι εμείς ονειρευτήκαμε, μια θάλασσα το έχει πια σκεπάσει”
“…ονειρευτήκαμε κι εμείς μια ακτή
μια που σε παίρνει ο ύπνος γλυκά
φανταστήκαμε την άμμο στα δάχτυλα
τα ρούχα τα στεγνά
και την σιωπή ενός σπιτιού
που όλοι κοιμούνται ήσυχοι…”
σαν ατενίζεις τη θάλασσα
και κάποιον κρατάς αγκαλιά
σαν κοιτάς την απέραντη αυτή ομορφιά
και τις σημαδούρες που σε οριοθετούν
κάποιον θεό ευχαριστείς για εκεί που βρίσκεσαι
μα εμάς μην μας ξεχνάς
ονειρευτήκαμε κι εμείς μια ακτή
μια που σε παίρνει ο ύπνος γλυκά
φανταστήκαμε την άμμο στα δάχτυλα
τα ρούχα τα στεγνά
και την σιωπή ενός σπιτιού
που όλοι κοιμούνται ήσυχοι
δεν σύραμε για δόξα σε ηπείρους άγνωστες
δεν αφήσαμε την πατρίδα μας για πλούτη
απλά φύγαμε για έναν κόσμο
που είπαν πως είναι θαυμαστός
κι ανθρώπινος πέρα από κάθε φαντασία
αυτό ονειρευόμασταν
φορτωμένοι μ’ άδειες τσέπες
φορτωμένοι σ’ ένα πλοιάριο
που έτριζε απ’ το βάρος
σφιχταγκαλιασμένοι και «όλα θα πάνε καλά»
κι εσύ αγνοείς το συναίσθημα εκείνο
αγνοείς την ανάγκη
απαισιόδοξοι σαφώς
καμία προσμονή για κόκκινα χαλιά
ή ξεφαντούρια εύθυμα
για μια άφιξη ανθρώπων
που δεν μοιάζουνε μ’ εσάς
μα η ελπίδα υπαρκτή… πάντα υπαρκτή
ναι…
Άνθρωποι! Φανταζόμουν
κάποιος να φωνάζει απ’ τη στεριά
κι αυτό θα μου αρκούσε
Άνθρωποι! ν’ ακούσω
και θα ‘χα πειστεί πως ο κόσμος τούτος ακόμη δεν ματαιώθηκε
μα όχι…
καταλήξαμε:
νεκροί
αγνοούμενοι
διασωθέντες
μονάδες που προστίθεται σε στατιστικές
ναι… Άνθρωποι! όμως ποτέ δεν άκουσα…
και όλα καταλήγουνε στον ίδιο τόπο είπε ο Εκκλησιαστής
χους εις χουν
μα κανένα χώμα εμάς δεν μας σκεπάζει
σε κανένα μνήμα δεν θα γραφτεί το όνομά μας
μονάδες που προστίθενται ακόμη
καθώς η ανθρωπιά μηδενίζεται
οπότε… μην μας ξεχνάτε
αυτό μονό ζητώ:
σαν ατενίζεις το Ιόνιο
και το κύμα νωθρό που σκάει
τράβα τη ματιά λιγάκι παραπέρα
σε μια Μεσόγειο ανοιχτή
εκεί που οι αφροί σχηματίζουνε σταυρούς
και που οι θρήνοι βγαίνουν πνιχτοί
ναι… μην αποστρέψεις το βλέμμα
απ’ αυτό που δεν απέμεινε τίποτα
και σώματα – μη φοβάσαι – δεν θα ξεβράσει η θάλασσα
τούτος ο θάνατος κι ο πόνος κι η ντροπή
κείτονται μακριά
και δεν θα περάσουν τις σημαδούρες σου
οπότε έλα στα ρηχά
βούτα τα χέρια μέσα
γέμισε τη φούχτα σου
και γεύσου το νερό
δες πως έχει αλμυρίσει από τον θάνατο
πέσε στα γόνατα
βούτα το κεφάλι
μάθε το συναίσθημα
πάρε μια γεύση
σήκω για μια ανάσα βαθιά
υποκρίσου ότι είσαι εμείς
προσποιήσου ότι τα καταφέραμε
ανάπνευσε για εμάς
ονειρεύσου για εμάς
και τούτη την αλμύρα στο στόμα μην ξεχάσεις
εμάς… μην μας ξεχάσεις
γιατί ό,τι εμείς ονειρευτήκαμε
– Ζωή, Ζωή, Ζωή! –
μια θάλασσα το έχει πια σκεπάσει.
Ηλίας Κοντανδριόπουλος