Πάμπλο Νερούδα: Ύμνος στον Κόκκινο Στρατό μπρος στο κατώφλι της Πρωσίας
Κι αύριο μην υψώσετε λάβαρο της συγγνώμης
για τα καταραμένα μπάσταρδα του λύκου και για τ’ αδέρφια του φιδιού
γι’ αυτούς που ήρθαν ως εδώ βαστώντας
μέχρι και το στερνό λεπίδι τους και ρήμαξαν το ρόδο.
Όταν ο Κόκκινος Στρατός εισβάλει στην Ανατολική Πρωσία (13 Ιαν. – 25 Απρ. 1945), ο Νερούδα τού αφιερώνει το ποίημά του Ύμνος στον Κόκκινο Στρατό μπρος στο κατώφλι της Πρωσίας. Είναι ο τρίτος ύμνος του, γραμμένος κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, για να αναδείξει το ηρωικό έπος της ΕΣΣΔ. Ο τέταρτος ύμνος –τρίτος με την αρίθμηση του ποιητή– γράφτηκε το 1949 (βλ. κατ.)
Στις 9 Μαΐου 1945, η σημαία της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών κυματίζει πάνω απ’ το Ράιχσταγκ.
Πάμπλο Νερούδα
Ύμνος στον Κόκκινο Στρατό μπρος στο κατώφλι της Πρωσίας (1944)
*
Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
*
Ύμνος στον Κόκκινο Στρατό μπρος στο κατώφλι της Πρωσίας
Πάμπλο Νερούδα
Ετούτος είναι ο ύμνος μέσα στο λυκαυγές, αυτός εδώ είναι ο ύμνος
ο βγαλμένος απ’ το ρόγχο του θανάτου, σάμπως ρυθμός
πρωτάκουστος ταμπούρλου ματωμένου,
που ανάβρυσε από τις πρωτόγνωρες χαρές όμοιος με το κλαρί
που ανθίζει μες στο χιόνι κι όμοιος με μια ηλιαχτίδα απάνω απ’ το ανθισμένο το κλαρί.
Κι αυτοί εδώ είναι οι στίχοι που άδραξαν το ρόγχο,
και συλλαβή τη συλλαβή εστείψανε τα δάκρυα σαν λερωμένο ρούχο
ως να στεγνώσει κι η τελευταία πικρή σταγόνα των λυγμών,
κι από όλο αυτό τον οδυρμό να πλέξει την πλεξούδα,
το σκοινί, τη σαλαμάστρα τη γερή που την αυγή κρατάει.
Αδέρφια μου, μπορούμε σήμερα να λέμε: Nα τη η αυγή που φτάνει·
τώρα μπορούμε τη γροθιά μας στο τραπέζι να χτυπήσουμε
εκεί που μέχρι χτες ακούμπαγε το μουσκεμένο απ’ τα δάκρυα μέτωπό μας.
Τώρα μπορούμε να κοιτάξουμε τον πύργο τον κρυσταλλικό
αυτής της ρωμαλέας χιονισμένης κορδιλιέρας μας
γιατί εκεί στης περηφάνιας τις κορφές με τα φτερά από χιόνι
στραφτοκοπά η άτεγκτη αντηλιά από ένα άλλο χιόνι απόμακρο
εκεί που έχουνε θαφτεί για τα καλά των εισβολέων τα νύχια.
Ο Κόκκινος Στρατός μπρος στο κατώφλι της Πρωσίας. Ακούστε, ακούστε!
Μαύροι, ταπεινωμένοι, ακτινοβολημένοι ήρωες απ’ το πεσμένο στέμμα!
Ακούστε, χωριά πετσοκομμένα και γκρεμισμένα κι έρημα!
Ακούστε, της Ουκρανίας οι κάμποι εκεί όπου περήφανο το στάχυ αναγεννιέται!
Ακούστε εσείς, οι μάρτυρες, οι κρεμασμένοι, ακούστε!
Κι εσείς οι πεθαμένοι κοκαλωμένοι μαχητές
κάτω απ’ τους πάγους με χέρια ακόμα γαντζωμένα στο ντουφέκι!
Ακούστε, κοπέλες και παιδιά της εγκατάλειψης! Ακούστε, ιεροί σποδοί
του Πούσκιν, του Τολστόι, του Πέτρου, του Σουβόρωφ!
Ακούστε, σε τούτα ’δω τα ύψη του μεσημβρινού, ακούστε πώς αντηχεί
και πώς τις πόρτες της Πρωσίας σφυροκοπάει σαν κεραυνός.
Ο Κόκκινος Στρατός μπρος στο κατώφλι της Πρωσίας. Πού να ’ναι τώρα
οι χολεριασμένοι φονιάδες, οι τυμβωρύχοι, οι νεκροθάφτες,
πού να ’ναι εκείνοι που τις μανάδες κρέμαγαν στα ελάτια,
πού να ’ναι τώρα οι τίγρεις με την μπόχα της εξόντωσης;
Βρίσκονται πίσω από τους τοίχους των σπιτιών τους τρέμοντας,
της τιμωρίας τον κεραυνό να περιμένουνε, κι όταν όλοι οι τοίχοι πέσουνε
θα δούνε να ’ρχεται το ελάτι, η παρθένα, ο μαχητής και το παιδί,
θα δούνε σκοτωμένους και ζωντανούς που θα ’ρχονται γι’ αυτούς, να τους δικάσουν.
Ακούστε, Τσεχοσλοβάκοι! Ετοιμάστε τα πιο γερά σκοινιά
και τις κρεμάλες, και του Λίντιτσε τις στάχτες
για να τις χώσετε αύριο μες στο λαρύγγι των δημίων:
Ακούστε, ανυπόμονοι εργάτες της Γαλλίας, ετοιμάστε τ’ αθάνατα ποτάμια σας
για να παρασύρουνε τους πνιγμένους επιδρομείς.
Ετοιμάστε την εκδίκηση, Ισπανοί, πίσω απ’ τη σιέρα,
δίπλα στην ακτή του φλεγομένου Νότου
και καθαρίστε τη μικρή τη σκουριασμένη καραμπίνα γιατί
η ώρα έφτασε.
Αυτός εδώ είναι ο ύμνος της μέρας που γεννιέται και της νυχτιάς που χάνεται.
Ακούστε το καλά, κι ας υψωθεί μέσ’ απ’ τη συντριβή εκείνη η σταθερή φωνή
που δεν θα συγχωρήσει, κι αυτό το χέρι που χωρίς να τρέμει τιμωρεί.
Και πριν αρχίσουν αύριο οι κλάψες της ανθρώπινης συμπόνιας
θα ’χετε ακόμα τον καιρό για να γνωρίσετε τα χώματα τα ποτισμένα με αίμα μαρτυρίου.
Κι αύριο μην υψώσετε λάβαρο της συγγνώμης
για τα καταραμένα μπάσταρδα του λύκου και για τ’ αδέρφια του φιδιού,
γι’ αυτούς που ήρθαν ως εδώ βαστώντας
μέχρι και το στερνό λεπίδι τους και ρήμαξαν το ρόδο.
Ετούτος είναι ο ύμνος της Άνοιξης που είχε κρυφτεί
κάτω απ’ τη ρούσικη τη γη, κάτω από δάση
τάιγκας κι από χιόνι, ετούτοι είναι οι στίχοι
που απ’ τη θαμμένη ρίζα στο λαρύγγι ανεβαίνουνε.
Μέσα απ’ τη ρίζα που τη σκέπασε η τόση μαύρη αγκούσα, μεσα απ’ το μίσχο
που τον τσάκισε της γης ο πιο πικρός χειμώνας
τούτης της γης ο πιο αιματόβρεχτος χειμώνας.
Αλλά οι καιροί διαβαίνουνε, κι από τα έγκατα της γης
καινούργιας Άνοιξης το βήμα ακούω τώρα.
Για δείτε τα κανόνια πώς λουλουδιάζουνε στο έμπα της Πρωσίας.
Για δείτε τα οπλοπολυβόλα και τα τανκς
που κάνουνε απόβαση τούτη την ώρα στη Μαρσίγια.
Ακούστε της Γιουγκοσλαβίας την τραχιά καρδιά
πώς πάλλεται ξανά μέσα στο στραγγισμένο από αίμα στήθος της Ευρώπης.
Των Ισπανών τα μάτια είναι στραμμένα κατά ’δω, στο Μεξικό και στη Χιλή,
γιατί ελπίζουνε πως τα περιπλανώμενα αδέρφια τους θα επιστρέψουν πάλι.
Κάτι ακούγεται στον κόσμο, σαν μια ανάσα που πιο πριν
δεν έφτανε σ’ εμάς μέσα απ’ του μπαρουτιού τα κύματα.
Ετούτος ’δω είναι ο ύμνος για όλο αυτό που γίνεται, για κείνο που θα γίνει.
Είναι ο ύμνος της βροχής που έπεσε στον κάμπο
σαν ένα δάκρυ θεόρατο από μολύβι και αίμα.
Σήμερα που ο Κόκκινος Στρατός σφυροκοπάει την πόρτα της Πρωσίας
θέλησα να υψώσω για εσάς, για όλη την οικουμένη,
τούτον τον ύμνο από στίχους ζοφερούς,
ώστε το φως ν’ αξιωθούμε το ερχόμενο.
Τρίτη Επίγεια Κατοικία –Ενότητα V (1935-1945), 1947
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 24 Φεβρουαρίου 2020
Ο Κόκκινος Στρατός Εργατών και Αγροτών, ιδρύθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1918 με διάταγμα του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού, αμέσως μετά την επικράτηση της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, που είχε σαν συνέπεια τη διάλυση του ρωσικού αυτοκρατορικού στρατού και ναυτικού, αλλά και όλων των θεσμών της τσαρικής Ρωσίας.
Ωστόσο, ημέρα του Κόκκινου Στρατού ορίστηκε η 23 Φεβρουαρίου 1918, μετά τις νικηφόρες μάχες κατά των Γερμανών στις περιοχές Νάρβα και Πσκοβ.
Ο Κόκκινος Στρατός γεννιέται και ολοκληρώνεται με τη διάλυση των γερμανικών ορδών, αφού στις 25 Φεβρουαρίου 1946, ένα χρόνο σχεδόν μετά τη Μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη, μετονομάστηκε σε Σοβιετικό Στρατό.
Δείτε και:
*
Άλλες μεταφράσεις του Μπ. Ζ.
Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο
*
Canto al Ejército Rojo a su llegada a las puertas de Prusia
Pablo Neruda
Este es el canto entre la noche y el alba, éste es el canto
salido desde los últimos estertores como desde el cuero
golpeado de un tambor sangriento,
brotado de las primeras alegrías parecidas a la rama
florida en la nieve y al rayo del sol sobre la rama florida.
Éstas son las palabras que empuñaron lo agònico,
y que sílaba a sílaba estrujaron las lágrimas como ropa manchada
hasta secar las últimas humedades amargas del sollozo,
y hacer de todo el llanto la trenza endurecida,
la cuerda, el hilo duro que sostenga la aurora.
Hermanos, hoy podemos decir: el alba viene,
ya podemos golpear la mesa con el puño
que sostuvo hasta ayer nuestra frente con lágrimas.
Ya podemos mirar la torre cristalina
de nuestra poderosa cordillera nevada
porque en el alto orgullo de sus alas de nieve
brilla el fulgor severo de una nieve lejana
donde están enterradas las garras invasoras.
El Ejército Rojo en las puertas de Prusia. Oíd, oíd!
oscuros, humillados, héroes radiantes de corona caída,
oíd, aldeas deshechas y taladas y rotas,
oíd, campos de Ucrania donde la espiga puede renacer con orgullo,
oíd!, martirizados, ahorcados, oíd!, guerrilleros muertos tiesos
bajo la escarcha con las manos que muerden todavía el fusil,
oíd, muchachas, niños desamparados, oíd, cenizas sagradas
de Pushkin y Tolstòi, de Pedro y Suvorov,
oíd, en esta altura meridiana el sonido
que en las puertas de Prusia golpea como un trueno.
El Ejército Rojo en las puertas de Prusia. Dònde están
los encolerizados asesinos, los cavadores de tumbas,
dònde están los que del abeto colgaron a las madres,
dònde están los tigres con olor a exterminio?
Están detrás de los muros de su propia casa temblando,
esperando el relámpago del castigo, y cuando todos los muros caigan
verán llegar al abeto y a la virgen, al guerrillero y al niño,
verán llegar a los muertos y a los vivos para juzgarlos.
Oíd, checoslovacos, preparad las tenazas
más duras y las horcas, y las cenizas de Lídice
para que sean tragadas por el verdugo mañana:
oíd, impacientes trabajadores de Francia, preparad vuestros ríos inmortales
para que naveguen en ellos los invasores ahogados.
Preparad, la venganza, españoles, detrás de la sierra
y junto a la costa del sur ardiente
limpiad la pequeña carabina oxidada porque
ha llegado el día.
Éste es el canto del día que nace y de la noche que termina.
Oídlo bien, y que del sufrimiento endurecido salga la voz segura
que no perdone, y que no tiemble el brazo que castigue.
Antes de empezar mañana las cantigas de la piedad humana
tenéis tiempo aún de conocer las tierras empapadas de martirio.
No levantéis mañana la bandera del perdòn
sobre los malditos hijos del lobo y hermanos de la serpiente,
sobre los que llegaron hasta el último filo del cuchillo y arrasaron la rosa.
Este es el canto de la primavera escondida
bajo las tierras de Rusia, bajo las extensiones
de la taiga y la nieve, ésta es la palabra
que sube hasta la gargarita desde la raíz enterrada.
Desde la raíz cubierta por tanta angustia, desde el tallo quebrado
por el invierno más amargo de la tierra, por el invierno
de la sangre en la tierra.
Pero las cosas pasan, y desde el fondo
de la tierra la nueva primavera camina.
Mirad los cañones que florecen en la boca de Prusia.
Mirad las ametralladoras y los tanques que
desembarcan en esta hora en Marsella.
Escuchad el corazòn áspero de Yugoslavia
palpitando otra vez en el pecho desangrado de Europa.
Los ojos españoles miran hacia acá, hacia México y Chile,
porque esperan el regreso de sus hermanos errantes.
Algo pasa en el mundo, como un soplo que antes
no sentíamos entre las olas de la pòlvora.
Éste es el canto de lo que pasa y de lo que será.
Este es el canto de la lluvia que cayò sobre el campo
como una inmensa lágrima de sangre y plomo.
Hoy que el Ejército Rojo golpea las puertas de Prusia
he querido cantar para vosotros, para toda la tierra,
este canto de palabras oscuras,
para que seamos dignos de la luz que llega.
Tercera Residencia – V, 1935-1945 (1947)
En P. Neruda, Obras completas. Vol. 1, Tercera edición. Buenos Aires: Losada
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback