Ποιητική τριλογία
“Πέντε οργιές της θάλασσας το κύμα
και εγώ δεμένος στο κατάρτι με σχοινιά,
δεν με κιοτεύει της καρδιάς το μαύρο κρίμα,
μήτε κι ο άνεμος που κόβει τα πανιά…”
Πηνελόπη.
Όρκο βαρύ θα κάνω στον καιρό,
όλα όσα σ’ ανήκουνε να τα κρατήσω,
παλάτια, βιος κι αίσθημα φλογερό
κι άμα γυρίσεις φως μου να στα δώσω πίσω.
Με χέρι αλάθευτο, με λιονταριού καρδιά,
να μάχεσαι στης ξενιτιάς τα μέρη,
σπαθί κι ασπίδα σου η αντρίκεια λεβεντιά
κι ότι ελπίσεις ο καιρός να σου το φέρει.
Κι αν οι θεοί σε αφορίσουνε
κι αν κύματα ορθώσουνε στο δρόμο σου,
μην τους αφήσεις να αφανίσουνε
το δίκιο, το γινάτι και το νόμο σου.
Κι αν σβήσουνε τα φώτα της γιορτής
και πάει αθρήνητη η νιότη στα χαμένα,
με το μαχαίρι θα ‘βγεις νικητής
με το σπαθί θα ‘ρθεις ξανά κοντά σε μένα.
Ο ήλιος, ο εξέχων βασιλιάς,
δούλους δε θέλει, δεν αντέχει τ’ άδικο.
Για θεσμοσύνη αν πονάς κι αν πολεμάς,
σκλάβος δεν θα ‘σαι, δεν θα ζεις σαν τον κατάδικο…
Ιφιγένεια.
Απ’ τις Μυκήνες στην Αυλίδα
το φως της θάλασσας κοιτάει,
γεμίζουν θάλασσα τα μάτια
και με ψυχή χίλια κομμάτια,
τη μαύρη μοίρα της ρωτάει…
Στο χώμα οι θνητοί ξοφλάνε
της ειμαρμένης τα γραμμένα
κι αγωνιούν και συζητάνε
και μετά δέους προσδοκάνε,
μπροστά στα πλοία τ’ αραγμένα.
“Πρίμος αγέρας να φυσήξει,
λευκά πανιά ν’ απλώσουμε
κι άμα προστάξουν οι θεοί
τη νιότη της θα δώσουμε,
την Τροία να αλώσουμε.”
Σκύβει ο μάντης στους καπνούς
μ’ άλλη απάντηση δεν δίνει.
Με ξόρκια, μάγια κι οιωνούς,
στα μαύρα ντύνει την ειρήνη,
για τ’ άγιο μίσος που δε σβήνει.
Ο χρόνος καίει σαν καμίνι
κι οι ώρες γίνονται αιώνες.
Κι απ’ τη θυσία τί θα μείνει;
Νεκρές, κομμένες ανεμώνες,
δάκρυα, της ψυχής σταγόνες…
Οδυσσέας.
Πέντε οργιές της θάλασσας το κύμα
και εγώ δεμένος στο κατάρτι με σχοινιά,
δεν με κιοτεύει της καρδιάς το μαύρο κρίμα,
μήτε κι ο άνεμος που κόβει τα πανιά…
Της Τροίας συλλογίζομαι το άδηλο αίμα,
τα κάστρα, τις φωτιές και τους καπνούς,
την μαύρη βία, το άδικο, το δολερό το ψέμα,
τη ματαιότητα που δεν τη βάνει ο νους.
Κι αν ελεήσουν οι θεοί να ‘ρθω στη γη,
ν’ αγγίξω της ψυχής σου το άγιο χώμα,
μύρο να βάλεις να μου γιάνεις την πληγή,
νερό να βρέξω το αρμυρό το στόμα.
Κι άμα χορτάσω έρωτα και η μέρα δύσει,
να μου ανάψεις μια φωτιά να ζεσταθώ
κι όσα στα ξένα γνώρισα κι απ’ όσα έχω ζήσει,
χίλιες αλήθειες Πηνελόπη θα σου πω.
Αυτός ο λάβρος πόλεμος δεν είχε νικητή
κι ας πέσανε μύριοι κάτω απ’ το μαχαίρι.
Για μιαν αγάπη ατίμητη, λιτή και θεμιτή,
μάτωσε της ειρήνης το άσπρο περιστέρι…
*Από την ποιητική συλλογή: “Μνήμες της Πέτρας και της Σιωπής”