Πολ Βερλαίν: Μίσος για τους εξουσιαστές και βαθύς θαυμασμός και πίστη σ’ αυτούς που έπεσαν με την Κομμούνα
Πρέπει να πούμε ότι ο Βερλαίν ποτέ δεν ξεστόμισε λόγια οργής για την Κομμούνα όπως κάνανε κάποιοι άλλοι Γάλλοι συγγραφείς μετά τη συντριβή της. Τον χαρακτήρισαν «βασιλιά των ποιητών». Αυτός ο βασιλιάς, όπως είναι γνωστό έζησε και πέθανε όπως ο τελευταίος ζητιάνος.
Όλη η ζωή του Βερλαίν έχει περάσει μέσα στην ποίησή του και θα ήταν αδύνατο να τον κατανοήσουμε βαθιά, αν προσπεράσουμε τα κοινωνικοπολιτικά ιδανικά του, καθώς επίσης και τις αιτίες που συνετέλεσαν στο ναυάγιό τους.
Τα πρώτα βήματα του Βερλαίν στη λογοτεχνική ζωή της Γαλλίας συμπίπτουν μ’ ένα απ’ τα πιο αισχρά καθεστώτα, στη χώρα το καθεστώς του Ναπολέοντα του III. Αν και ποτέ του δεν συμμετείχε ενεργά στην πολιτική, βρίσκεται ολόψυχα με το μέρος των δημοκρατών και των αγωνιστών της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της ισότητας.
Στα 1861 πριν καλά καλά κλείσει τα είκοσι του χρόνια εξυμνεί στα πρώτα του ποιήματα τους ήρωες -μάρτυρες των εξεγέρσεων του Ιούνη του ’32 και του Απρίλη του ’34. Τους ίδιους ήρωες για τους οποίους εκφράζεται με θαυμασμό ο Μπαλζάκ στο μυθιστόρημά του «Χαμένα όνειρα».
Στην ποίηση του Βερλαίν συνενώνονται ποιητικό εκείνοι οι δοξασμένοι αγωνιστικοί καιροί με την αισχρότητα των καιρών που ζει ο ίδιος μαζί με του γαλλικό λαό. Το δικό του κοινωνικό ιδανικό ξεπερνάει μια αλλαγή του πολιτικού συστήματος με κάποιο άλλο. Ονειρεύεται ένα μέλλον όπου όλοι οι άνθρωποι θα είναι ίσοι κοινωνικά.
Ήτανε νέοι με την ειρωνεία στο βλέμμα,
για κάθε ραδιούργο, για κάθε αφέντη μοχθηρό
ενάντια στο συμβιβασμό, γιατί μόνο
ο συμβιβασμένος σωπαίνει.Ήταν το ίδιο επικίνδυνο για το γαλλικό λαό
κι η μπότα η αυτοκρατορική
κι ο βασιλικός σκεμπές ντυμένος μέσ’ στη ρεντικότα…
Ας είναι όλοι αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι
κι η Γαλλία άλογο αδάμαστο θα γένει
κι ο ήλιος θα λάμψει για να μην
έρθουν πάλι συννεφιασμένες μέρες.Αυτοί ήθελαν δημοκρατία!!
Μέσα στις φλόγες, μέσ ’ στους καπνούς
κόκκινη κι όχι τρίχρωμη
και συνοφρύωναν τα μέτωπα
σαν τους θύμιζαν τα παλιά!
Γύρω στα 1860, πριν τον Γαλλοπρωσικό πόλεμο και την Κομμούνα, ο Βερλαίν συνεργάζεται με αντιπολιτευτικές εφημερίδες και περιοδικά.
Στο «Ρεβύ ντε προγκρές» περιοδικό που εκδίδεται απ’ τον μελλοντικό Κομμουνάρο Λουί Ξαβιέ ντε Ρικάρ, λίγο αργότερα (1867-1868) γράφει στη σατυρική εφημερίδα «Απετόν» που εκδίδεται από τον Ευγένιο Βερμέρς δραστήριο μέλος της Κομμούνας κι αυτός κι εκδότης της εφημερίδας των 72 ημερών «Περ Ντυσέν».
Με μεγάλη χαρά αποδέχεται ο Βερλαίν την πτώση της δεύτερης αυτοκρατορίας και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας (4 Σεπτέμβρη 1870). Λίγο αργότερα κατατάσσεται στον 160ο λόχο της Εθνοφυλακής. Κατά τη διάρκεια του καθεστώτος της αυτοκρατορίας ο Βερλαίν έχει εμπιστευτική θέση στο Παρισινό Δημαρχείο. Μετά την ανακήρυξη της Κομμούνας, όταν ο Θιέρσος καλεί όλους τους υπαλλήλους ν’ αφήσουν την υπηρεσία τους με σκοπό να σαμποτάρουν το έργο των Κομμουυάρων, ο Βερλαίν παραμένει στο πόστο του και κάτι ακόμα· κάτω απ’ την προστασία δραστήριων μελών της Κομμούνας, μεταξύ των οποίων είναι ο Ντελεκλύζ, ο Ραούλ Ριγκό, ο Βέρμερς, η Κομμούνα του εμπιστεύεται διευθυντική θέση στον τύπο. Προκύπτει το ερώτημα: Έγραψε κάτι ο Βερλαίν τον καιρό της Κομμούνας, και τι;
Εάν κοιτάξουμε τις αυτοβιογραφικές του σημειώσεις «Εξομολογήσεις» (1895) θα δούμε ότι ο νους κι η καρδιά του δεν έμειναν αμέτοχοι αλλά αντανάκλασαν αυτό που αυτός έζησε. Μετά όμως απ’ τη μεγάλη πυρκαγιά – που ούτε το Δημαρχείο δεν ξεφεύγει, οι στίχοι του κι άλλα ντοκουμέντα κάηκαν. Ίσως μόνος του να τα κατάστρεψε για ν ’ αποκρύψει στοιχεία που θα τον εξέθεταν στην αντίδραση. Κρύβεται λίγες μέρες κι αφού βεβαιώνεται ότι δεν τον καταζητούν οι αρχές «νομιμοποιείται». Το τι ακολούθησε κατόπιν είναι γνωστό: Η φιλία του με τον Ρεμπώ, η περιπλάνηση στο Βέλγιο, η εθελοντική εξορία στο Λονδίνο, όπου έρχεται σ’ επαφή με τους Κομμουνάρους που είχαν απομείνει, κατόπιν έρχεται η φυλακή, η μεταμέλεια, η επιστροφή στο Παρίσι, η προσπάθειά του να ζήσει σαν τίμιος αστός, απ’ την αρχή ακολουθούν αποτυχίες, πάλι περιπλανήσεις και τελικά καταλήγει στα νοσοκομεία, στα καπηλειά, στη φτώχια, στη μιζέρια. Είναι πάντα αχώριστος με την «πράσινη νεράιδα» του που αργά αλλά σίγουρα θα τον καταστρέφει. Με μια τέτοια ζωή θα καταστρεφόταν κι ένας πιο δυνατός οργανισμός.
Σαν ειρωνεία της τύχης τον ίδιο καιρό (στο τέλος της δεκαετίας 1880) μετά τον θάνατο του Λεκόντ ντε Λιλ οι συμβολιστές και κάμποσοι παρνασσιστές τον ανακηρύσσουν «βασιλιά των ποιητών».
Αυτός ο βασιλιάς, όπως είναι γνωστό έζησε και πέθανε όπως ο τελευταίος ζητιάνος. Όποιες και νάναι οι μεταπτώσεις της προσωπικής του ζωής, όσο κι αν κλονιζόταν ποτέ δεν άλλαξε τα νεανικά δημοκρατικά ιδανικά του. Ποιος ξέρει, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αν η Κομμούνα κέρδιζε, τότε θάχε τη δυνατότητα να στρέψει σ’ άλλη κατεύθυνση και την προσωπική του μοίρα και την ποιητική του δημιουργία. Πρέπει να πούμε ότι ο Βερλαίν ποτέ δεν ξεστόμισε λόγια οργής για την Κομμούνα όπως κάνανε κάποιοι άλλοι Γάλλοι συγγραφείς μετά τη συντριβή της. Υπάρχουν ντοκουμέντα που το επιβεβαιώνουν αυτό. Στο «κάποτε κι όχι από παλαιό» (1885) έκδοσε ποιήματα γραμμένα σε διάφορες εποχές – πριν την Κομμούνα και μετά – όπου μαρτυρούν ότι οι μνήμες των κοινωνικών ελπίδων εκείνου του καιρού είναι ζωντανές ακόμα γι’ αυτόν. Απόδειξη γι’ αυτό είναι το ποίημά του «Οι νικημένοι». Το ποίημα αποτελείται από 4 μέρη, όπου τα 2 πρώτα γράφτηκαν το 1867, τα τελευταία στο Λονδίνο το 1872, τότε που ο Βερλαίν κι ο Ρεμπώ συνδέονται με την προσφυγιά της Κομμούνας στην πρωτεύουσα της Αγγλίας. Το περιεχόμενο είναι πολύ συγκεκριμένο και ζωντανό. Ο ποιητής μιλάει στο όνομα όλων των ηρώων – μαρτύρων της Κομμούνας, των σκοτωμένων, των προσφύγων, των φυλακισμένων, των εξόριστων της Νέας Καληδονίας. Το ποίημα διατηρεί το πνεύμα της Κομμούνας: Μίσος για τους εξουσιαστές και βαθύς θαυμασμός και πίστη σ’ αυτούς που έπεσαν. Το πιο σπουδαίο όμως είναι η διάχυτη ελπίδα. Με λίγα λόγια, η Κομμούνα είναι ζωντανή, κανείς δεν έπεσε άσκοπα, η τιμωρία θάναι αναπόφευκτη.
«Αυτοί μας αλυσόδεσαν
για τα σίδερα υπάρχουν όμως λίμες
και σαν οι αλυσίδες πέσουν απ’ τα κορμιά μας
μ’ αυτές τα κεφάλια των νικητών θα σπάσουμε».
Η τελευταία στροφή του τρίτου μέρους και ειδικά ο τελευταίος στίχος είναι παράφραση της Διεθνούς.
Και ξανά μάχη και ίσως νίκη,
αλλά φοβερή μάχη και μεγάλος θρίαμβος
κι όπως εκείνη τη φορά το δίκιο θάναι αρχηγός
κι αυτή η φορά θάναι στ ’ αλήθεια η τελευταία.
Κάνει μεγάλη εντύπωση η ακριβής και καθαρή γλώσσα. Εδώ δεν υπάρχει κανένα ίχνος απ’ τους «χρωματισμούς» του Βερλαίν.
Ακόμα και προς το τέλος της 10ετίας του ’80 αρχές του ’90, όταν η προσωπική του ζωή κατρακυλάει μέχρι το κατώφλι του αδιέξοδου, ράκος απ’ το πιοτό και τις αρρώστιες, περνώντας από το καπηλειό στο νοσοκομείο κι από ’κει πάλι στο πιοτό, ακόμα και τότε γράφει. Γράφει στίχους που ξεχειλίζουν από οργή για την αστική Γαλλία κι αγάπη, θαυμασμό για την Κομμούνα.
Στα 1886 γράφει την «μπαλάντα προς τιμή της Λουίζ Μισέλ». Είναι για τη μεγάλη αγωνίστρια της Κομμούνας «ισότιμη με τη Ζαν ντ ’ Αρκ». Ο Βερλαίν την γνώριζε προσωπικά. Τον Δεκέμβρη του 1895 πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του, ένα μήνα σχεδόν πριν απ’ αυτή τη στιγμή γράφει το «Θάνατο». Αυτό είναι ίσως η τελευταία του ποιητική δημιουργία. Αυτό σε μεγάλο βαθμό είναι ο ποιητικός και προσωπικός του ισολογισμός και συγχρόνως η ψυχική του διαθήκη. Το βασικό πνεύμα που το διαπερνά είναι:
«Δεν υπάρχει ποίηση δίχως ζωή, και δεν μπορεί να είναι ζωή αυτό που δεν ξεχειλίζει από αγώνα, και δεν είναι αγώνας αυτός όπου δεν είναι αναγκαίο ν ’αστράψει το ατσάλι.
Να μιλήσουν τα όπλα! Οι βρωμιές σας θα γίνουν για μας, η ζωή που επιτέλους θ’ ανθίσει ως το τέλος, αν χρειάζεται και με σπαθιά».
*Από το βιβλίο των Α. Πέσεφ – Λ. Στεφάνοβα “Η λογοτεχνία της Παρισινής Κομμούνας” (εκδ. 11ο Φεστιβάλ ΚΝΕ – Οδηγητή, Αθήνα 1985)