«Προορισμός μου είναι ν’ ανάψω την καινούρια φωτιά…» – Δυο ποιήματα του Γιώργου Δ. Μπίμη
Θα ‘ρθουν ξανά σα φίλοι για να σου πουν/ πως η αγάπη δεν είναι ίδια παντού … Μην τους εμπιστευτείς…/ Θα σου μιλήσουν με παραβολές για να ξεγελάσουν τον πόνο σου/ κι όταν έρθει η δίσεκτη ώρα θα σου καρφώσουν πάλι/ το μαχαίρι πισώπλατα …/ Γιατί ο φασισμός δεν είναι απερισκεψία, αβλεψία/ ή αποχτημένη συνήθεια, ο φασισμός είναι ιδεολογία…
Με χαρά παρουσιάζουμε δυο ποιήματα που μας παραχώρησε ο ποιητής Γιώργος Δ. Μπίμης.
Ο Γιώργος Δ. Μπίμης γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο Βοιωτίας και ζει στη Λιβαδειά. Έχει φοιτήσει στην Πρότυπη Σχολή Εργοδηγών Μηχανολόγων της ΣΕΛΕΤΕ, στα ΤΕΙ του Πειραιά, στην Παιδαγωγική Σχολή της ΣΕΛΕΤΕ και στην Ταχύρρυθμη Σχολή εκπαίδευσης της ΔΕΗ στη Φλώρινα.
Είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Διαβάζει, μελετάει και γράφει ποίηση από την εφηβική του ηλικία. Εκτός από ποίηση ασχολείται με τη στιχουργική, το θεατρικό λόγο, το διήγημα και το μυθιστόρημα.
Έχει δημοσιεύσει ποίηση και στίχους επί σειρά ετών στον τοπικό τύπο και σε φιλολογικά περιοδικά, ενώ διακριθεί σε αρκετούς ποιητικούς διαγωνισμούς και στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από συνθέτες και τραγουδοποιούς όπως ο Παντελής Θαλασσινός, Εύα Φάμπα κ.ά.
Ο Γιώργος Δ. Μπίμης έχει εκδώσει τις παρακάτω ποιητικές συλλογές:
«Μνήμες της πέτρας και της Σιωπής…» (2015), «Τα Λυρικά» (2016) και «Ο Χρόνος κι οι Πληγές…» (2016).
***
Από την ποιητική μου συλλογή: «Ο Χρόνος κι οι Πληγές…»
ΑΪΛΑΝ ΣΕΝΟΥ
(ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΕΣ)
Tο κορμί μου είναι ένα σπασμένο καράβι που ταξιδεύει
πάνω στο κύμα
κι η ψυχή μου ένα λευκό σύννεφο ψηλά στον ουρανό…
Η πατρίδα μου, μια φτιασιδωμένη γριά μάγισσα,
που κρύβει στους κόρφους της αμύθητα πλούτη,
μα δε χαραμίζει μήτε δυο ψίχουλα χαράς για τους διαβάτες
που την εκλιπαρούν …
Έρημοι δρόμοι σε μια αναιμική ζωή, μ’ ερειπωμένα σπίτια
και γκρεμισμένα όνειρα…
Να φύγω θέλω, ν’ απλώσω φτερά και να πλανηθώ
στις μακρινές πολιτείες με τις φανταχτερές βιτρίνες
και τους πλατιούς δρόμους, να εξαγοράσω μιαν άλλη ζωή
με το έχει της ψυχής μου, για ν’ αποδιώξω απ’ τη μνήμη μου
τούτο το κακό όνειρο… Απλές προθέσεις ζωής,
σε μια αφέγγαρη νύχτα που δεν προσεγγίζει το φως
απ’ τα μυριάδες τρομαγμένα μάτια…
Σε ποιον ουρανό να πιστέψω; Σε ποιο θεό να ορκιστώ;
Μια μοίρα σκυθρωπή μ’ εξόρισε στο πουθενά
(ένας μικρός Χριστός νεκρός στ’ απόκρημνα βράχια
κάποιας ερημικής παραλίας) για να βιώσω τον απόλυτο πόνο,
το μαρτύριο, τη συντριβή και το θάνατο,…
Για να κερδοσκοπήσουν απ’ το αίμα μου οι φαύλοι,
οι έμποροι, οι μαστροποί και οι φονιάδες…
Kι οι μάνες που μεγαλώνουν τ’ αγγελούδια τους
δίπλα στο τόπο της θυσίας, πως μπορούν κι αποξεχνιούνται
στον αρυτίδωτο ύπνο, πως η ανία κι η πλήξη,
ο δισταγμός κι η ανελέητη μοναξιά δε γίνονται εφιάλτες
στη νοσηρή τους ματαιότητα;
Θα ‘ρθουν ξανά σα φίλοι για να σου πουν
πως η αγάπη δεν είναι ίδια παντού … Μην τους εμπιστευτείς…
Θα σου μιλήσουν με παραβολές για να ξεγελάσουν τον πόνο σου
κι όταν έρθει η δίσεκτη ώρα θα σου καρφώσουν πάλι
το μαχαίρι πισώπλατα …
Γιατί ο φασισμός δεν είναι απερισκεψία, αβλεψία
ή αποχτημένη συνήθεια, ο φασισμός είναι ιδεολογία…
…………………………………………………………….…………………
Kι όταν ξημερώσει και σκουπίσετε τα δάκρυα
και τους ίσκιους των ματιών σας, τότε θ’ αντικρίσετε
στην άκρη του ορίζοντα το λευκό σύννεφο,… και θα ‘μαι εγώ!…
Κι άμα θα φεγγίσει η δική μου μέρα, θα επιστρέψω ξανά
στο χώμα που το σαπίζει η βροχή,
γιατί προορισμός μου είναι ν’ ανάψω την καινούρια φωτιά,
Αλλά τότε δε θα ’μαι το πρόβατο,
θα ‘μαι ο βοσκός κι εγώ θ’ αποφασίζω, για τη ζωή και για το θάνατο,
για την αγνότητα και την αμαρτία, για τη μεταμέλεια και για την εκδίκηση…
Και μέσα στις υγρές παλάμες μου θα σφίγγω με πείσμα
ένα ματωμένο μαχαίρι,…
***
Από την ποιητική μου συλλογή: «Μνήμες της Πέτρας και της Σιωπής…»
ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ…
Στην άγονη νύχτα, σαλπίσματα, φωνές, ομοβροντίες…
Το ήξερες πως έφτασε η ώρα της φριχτής περιπέτειας…
Με το φανέρωμα του ήλιου οι δήμιοι
με τη σκληρή επιβαλλόμενη ευγένεια
σου έδωσαν το μαύρο μαντίλι να δέσεις τα μάτια σου,
δεν το δέχτηκες, γιατί εσύ δεν ήθελες
να παραδεχτείς την ήττα …
Το ήξερες,
ωστόσο πήγες με σίγουρο βήμα και στάθηκες
μπροστά στον γκρεμισμένο μαντρότοιχο
με τα χέρια πρησμένα απ’ τις χειροπέδες…
Σ’ ένα χρόνο επάλληλο, μπροστά στο έξαλλο πλήθος,
κοίταξες μ’ αθόλωτο μάτι την ομορφιά του κόσμου
που αυγάζει κάθε ξημέρωμα και νικά τη φρόνηση…
Επιστροφή στο κενό, στα πιο ακριβά ενθύμια,
στη μάνα σου, στ’ αδέρφια σου,
στους απλούς ανθρώπους της γης
που χάνονται ανυποψίαστοι στη σκοτεινή αβεβαιότητα
της καινούριας μας οδύνης…
Το ήξερες,
ότι η άγρια αναμέτρηση θα έφτανε στο τέλος της…
Κι όταν θα βροντούσαν οι κάνες των όπλων
θα πρόφταινες μονάχα να δεις τη μικρή σπίθα
που σμίγει τη ζωή και το θάνατο…
Το ήξερες,
πως θα έσβηνε για πάντα το λιγνεμένο φως
του άδολου πρωινού
και το σκοτάδι θα ξεδιπλωνόταν μέσα στα χαλάσματα
τη στιγμή που το αίμα θα άχνιζε πάνω
στο στοιχειωμένο χώμα…
Το έγκλημα θα συντελεστεί…
Και μια ελπίδα θα χαθεί δίχως κραυγές,
για να ξεχωρίσουν οι γενναίοι απ’ τους δειλούς,
για να γίνει η θυσία σου μια ένοχη σιωπή
στο αγέρα της γης που δε λέει να κοπάσει…
Πάει πολύς καιρός σύντροφε που λείπεις …
Στην ερημιά των δρόμων που η ζωή σκορπίζεται,
θυμάμαι πάντα μια ημερομηνία,
μια νιότη που δε πρόφτασε ν’ ανθίσει
κι ένα ανθρώπινο όνομα …
Γιώργος Δ. Μπίμης