«Σαν να είναι ο κόσμος πολύ μικρός και ο Γκάτσος πολύ μεγάλος…» – Η Αγαθή Δημητρούκα και ο Μανώλης Μητσιάς μιλούν με αφορμή τη «μετακόμιση» του αρχείου του Γκάτσου στο Harvard
Στις 14 του Οκτώβρη, οι δυο τους θα βρεθούν στο εμβληματικό πανεπιστήμιο της Βοστόνης για να γιορτάσουν την εγκατάσταση του αρχείου του Νίκου Γκάτσου με τη συναυλία «Ο Γκάτσος που αγάπησα», στην οποία συμμετέχει απαγγέλοντας και ερμηνεύοντας τα τραγούδια του και η Καρυοφιλλιά Καραμπέτη.
«Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή» τονίζει ο Ιπποκράτης ξεκινώντας τους «Αφορισμούς» του. Όποτε επιβεβαιώνεται η ρήση, όποτε, δηλαδή, υπάρχει η τύχη μιας τέχνης που ξεπερνά τον χρόνο, μένει μια τέχνη που επιβιώνει με διάφορους ανάδοχους γονείς, μια τέχνη άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο τυχερή στα χέρια συγγενών κοντινών και μακρύτερων. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το έργο του Νίκου Γκάτσου νίκησε τον χρόνο. Αν ο ίδιος γεννήθηκε δυο φορές (υπάρχουν δύο εκδοχές για το έτος γέννησής του, το 1911 και το 1914), το έργο αυτού του κομβικού για την ελληνική λογοτεχνία, το ελληνικό τραγούδι και το θέατρο ποιητή αναγεννάται συνέχεια.
Φύλακας-άγγελος αυτού του έργου, κατά παραγγελία του Γκάτσου, είναι η σύντροφός του, Αγαθή Δημητρούκα. Στιχουργός και μεταφράστρια η ίδια (έχει κάποιες αντιρρήσεις με τον χαρακτηρισμό «ποιήτρια» και από σεβασμό της τον στερώ), έχει προστατεύσει το έργο του με εξαιρετική επιμέλεια, και προσφάτως διασφάλισε την επιβίωση και ιστορική μελέτη του αρχείου του Νίκου Γκάτσου, το οποίο βρήκε στέγη στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Αυτή η «μετακόμιση» αποτέλεσε τη βάση για μια συζήτηση με την ίδια και με τον Μανώλη Μητσιά, άλλο σπουδαίο φύλακα του έργου του -δικαιωματικά, καθώς έχει ερμηνεύσει τα περισσότερα από τα τραγούδια του ποιητή.
Στις 14 Οκτωβρίου, οι δυο τους θα βρεθούν στο εμβληματικό πανεπιστήμιο της Βοστόνης για να γιορτάσουν την εγκατάσταση του αρχείου του Νίκου Γκάτσου με τη συναυλία «Ο Γκάτσος που αγάπησα», στην οποία συμμετέχει απαγγέλοντας και ερμηνεύοντας τα τραγούδια του και η Καρυοφιλλιά Καραμπέτη.
Πώς βρήκε τη στέγη του στην Αμερική το αρχείο Γκάτσου; Υπήρχαν «ανταγωνιστές» από την Ελλάδα για την απόκτησή του;
Όλα ξεκίνησαν από το αίσθημα ευθύνης που έχω απέναντι στο έργο του Γκάτσου και τον μύθο του. Βλέποντας τα χρόνια να περνούν απευθύνθηκα σε κάποιους φορείς οι οποίοι δεν έδειξαν ή δε με έπεισαν για το ενδιαφέρον τους. Θυμήθηκα ότι κάποτε ο Νάνος Βαλαωρίτης είχε προτείνει στον ίδιο τον Γκάτσο να έδινε ό,τι εκείνος έκρινε σε κάποιο αμερικανικό πανεπιστήμιο. Ο Γκάτσος αρνήθηκε λέγοντας πως δεν τον ενδιέφερε η υστεροφημία και δεν κρατούσε χειρόγραφα παρά μόνο σημειώσεις για μελλοντικά έργα. Και πράγματι, όταν δακτυλογραφούσε π.χ. τους τελικούς στίχους ενός τραγουδιού, το χειρόγραφο το έσκιζε.
Έτσι, συμβουλεύτηκα πρώτα τον κ. Βαλαωρίτη, ο οποίος μου υπέδειξε την Αμερική, κι έπειτα τον Κολομβιανό ποιητή Αρμάντο Ρομέρο, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Σινσινάτι, ο οποίος μου τόνισε τη φροντίδα που έχουν αντίστοιχα αρχεία στα αμερικανικά πανεπιστήμια.
Εκείνο τον καιρό παρακολουθούσα σχεδόν ανελλιπώς τις εκπομπές του Μάκη Προβατά, ο οποίος φιλοξενούσε τακτικά τον Παναγιώτη Ροϊλό, καθηγητή στην έδρα «Γιώργος Σεφέρης» του Harvard. Ζήτησα από τον Μάκη, καθότι φίλος, να με φέρει σε επαφή με τον καθηγητή, ο οποίος έδειξε ενδιαφέρον και μετέφερε την πρόθεσή μου στην κυρία Rhea K. Lesage, υπεύθυνη της Βιβλιοθήκης Ελληνικών Σπουδών του Harvard. Η κυρία Lesage ανταποκρίθηκε αμέσως με ενθουσιασμό κι εγώ άρχισα να ζω βήμα βήμα την πραγματοποίηση ενός από τα μεγαλύτερα όνειρά μου. Το άλλο μου όνειρο που έχει σχέση με τον Γκάτσο είναι, βέβαια, η αναστήλωση του πατρικού του, αλλά για να πραγματοποιηθεί θέλει ακόμα πολλή δουλειά και προσπάθεια.
Τι σημαίνει ότι το Harvard αποκτά το «αρχείο Γκάτσου»; Κατά πόσο εξαντλείται το αρχείο του στη δωρεά, και τι έργα ή άλλα στοιχεία παραμένουν στα χέρια σου;
Το ότι το Harvard αποκτά το «αρχείο Γκάτσου» σημαίνει ότι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο του κόσμου θα φιλοξενεί έναν πολύ καλό πρεσβευτή της ελληνικής γλώσσας. Κι επίτρεψέ μου να σου πω ότι αυτός ήταν ένας εξίσου σημαντικός λόγος που μ’ έκανε να στραφώ προς το εξωτερικό. Ως συγγραφέας πονάω τη γλώσσα μου. Κι όπως ο ίδιος ο Γκάτσος πίστευε και συχνά το έλεγε «για μας που γράφουμε πατρίδα μας είναι η γλώσσα».
Έχουν δοθεί τα πάντα, και το παραμικρό χαρτάκι με μια λέξη ή ένα στίχο, δακτυλόγραφα με παραλλαγές ή διορθώσεις, φωτογραφίες, γράμματα, κάρτες, δίσκοι και δισκάκια βινυλίου, θεατρικά προγράμματα, το μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων, κάποια ντοκουμέντα και, φυσικά, οι πρώτες εκδόσεις των βιβλίων του και όλη η μικρή σχετικά αλλά «πολυθεματική» βιβλιοθήκη του. Για μένα κράτησα μια γνωστή φωτογραφία που του είχα τραβήξει η ίδια στο παράθυρο και μια «Αμοργό» του 1987 με αφιέρωση.
Θα ήθελα να σταθώ για λίγο στη διαδικασία γιατί τα πράγματα δεν έγιναν από τη μία μέρα στην άλλη. Μετά την εκδήλωση ενδιαφέροντος, χρειάστηκε να περιγράψω λεπτομερώς το αρχείο. Μήνες ολόκληρους μετρούσα διαστάσεις χαρτιών, αριθμό στίχων ή λέξεων και σελίδων, προσδιόριζα χρονικά τα χειρόγραφα και τα αντιστοιχούσα θεματικά, κατέγραφα τίτλους βιβλίων και, μαθαίνοντας τη σχετική ορολογία, έκανα έναν κατάλογο κάπου σαράντα πέντε σελίδες. Μεγάλο σχολείο η όλη διαδικασία. Πέρα από τη θεραπεία της ψυχής που συνεπάγεται για μένα η ενασχόλησή μου με το έργο του Γκάτσου (το ίδιο μου συμβαίνει κι όταν καταπιάνομαι με έργα του Λόρκα ή με τον «Δον Κιχώτη»), ένιωθα τη χαρά ότι ανακάλυπτα καινούρια πράγματα (φαντάσου οι ερευνητές τι έχουν να ανακαλύψουν) και την ικανοποίηση ότι ανταποκρινόμουν στον αμερικανικό ρεαλιστικό τρόπο δουλειάς: αυτό είναι, αυτό λέμε και τίποτα παραπάνω, και πάντα στον συμφωνημένο χρόνο.
Κατά πόσο διαθέσιμο θα είναι το αρχείο μέσω του Harvard; Θα ψηφιοποιηθεί; Θα είναι διαθέσιμο μόνο σε ερευνητές; Και πώς θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτό οι εκτός Αμερικής;
Αυτός είναι ο σκοπός. Να συντηρηθεί και να ψηφιοποιηθεί ώστε να είναι διαθέσιμο σε κάθε ενδιαφερόμενο. Το πώς δεν το ξέρω. Δεν έχω την τεχνογνωσία ούτε είναι δική μου δουλειά. Ξέρω απλώς ότι θα γίνει σύντομα.
Με τον Γκάτσο, και μέσω της αφοσίωσής του στο τραγούδι, ο ποιητικός λόγος στην Ελλάδα γίνεται δημόσιος και λαϊκός, με την έννοια μιας υπερταξικής απήχησης. Κατά πόσο δημόσιο μπορεί να είναι το αρχείο του; Και κατά πόσο νομίζεις ότι ήθελε ο ίδιος να γίνει δημόσιο;
Όσο δημόσιο μπορεί να είναι το αρχείο ενός ποιητή που ο λόγος του εξακολουθεί να έχει αυτή την υπερταξική απήχηση που επισημαίνεις. Μια απήχηση η οποία αποδεικνύεται περίτρανα με την επιτυχία της συναυλίας «Ο Γκάτσος που αγάπησα». Ξεκινήσαμε τα Χριστούγεννα του 2016 για τρεις βραδιές στην αίθουσα του «Παρνασσού» κι έχουν δοθεί ως τώρα τριάντα τρεις συναυλίες σε όλη την Ελλάδα, δύο στην Κύπρο, η τριακοστή έκτη θα δοθεί στο Harvard, στο Sanders Theatre στις 14 του μήνα, και συνεχίζουμε.
Με ρωτάς κατά πόσο νομίζω ότι ήθελε ο ίδιος να γίνει το αρχείο του δημόσιο. Ξέρω καλά ότι δεν ήθελε ν’ αφήσει κανένα ίχνος επί της γης πέραν του έργου του, κι όπως είπα και παραπάνω, δεν τον ενδιέφερε η υστεροφημία. Όμως, πες μου, δε θα διέπραττα έγκλημα αν εξαφάνιζα πράγματα που ο ίδιος δεν είχε καταστρέψει; Κι έτσι, αντί για την εξαφάνισή τους, επιδίωξα την πιο λαμπρή φανέρωσή τους!
Είσαι από τις πιο σημαντικές και παραγωγικές Ελληνίδες μεταφράστριες, είσαι και κατ’ επιθυμία του βασική «μεταφράστρια» του Γκάτσου. Πώς μεταβάλλεται αυτή η δεύτερη ιδιότητα με την εγκατάσταση του αρχείου του στο Χάρβαρντ, και πώς αισθάνεσαι για αυτό;
Τη δεύτερη ιδιότητα που μου αποδίδεις την αντιλαμβάνομαι ως διττή: προς τα έξω, με αποδέκτη τον κόσμο, και προς τα μέσα, με αποδέκτη εμένα την ίδια. Η προς τα μέσα δεν αλλάζει ποτέ, απλώς βελτιώνεται. Η προς τα έξω, ολοκληρώθηκε από μέρους μου με την αναθεωρημένη έκδοση του συνόλου των τραγουδιών του. Τώρα, αισθάνομαι σαν να κοιτάζω από τον προσωπικό μου βράχο τα πλεούμενα που προσεγγίζουν στο λιμάνι.
Μιλώντας για μεταφράσεις, τι σημαίνει ο Γκάτσος στο εξωτερικό, και εν προκειμένω στην Αμερική; Μεταφράζεται ως τραγούδι η σημασία που έχει στην ελληνική γλώσσα το τραγούδι του, και ποιος έχει αναλάβει αυτό το έργο;
Πολύ σύνθετες οι ερωτήσεις σου. Επίτρεψέ μου να τις «επιμερίσω» κάπως.
Μιλώντας για μεταφράσεις, περιμένουμε από τον ισπανικό οίκο Cátedra, με διάδοση σε όλες τις ισπανόφωνες χώρες, έναν τόμο που θα περιλαμβάνει τα ποιήματα «Αμοργός», «Ο ιππότης και ο θάνατος», «Ελεγείο», «Το τραγούδι του παλιού καιρού», «Μαύρος ταύρος μπήκε στο χορό», «Ωδή στο Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα» και «Μνήμη θανάτου» σε μετάφραση και σχολιασμό των Αρμάντο Ρομέρο και Βιθέντε Φερνάντεθ.
Τι σημαίνει ο Γκάτσος στο εξωτερικό, και εν προκειμένω στην Αμερική; Δεν ξέρω. Περιμένω να το μάθω. Πάντως, για όσους από το εξωτερικό τον επισκέπτονταν, σήμαινε πολλά.
Γενικά, το τραγούδι δε μεταφράζεται εύκολα ως τραγούδι, ιδίως το ποιητικό. Του Γκάτσου είναι σχεδόν αμετάφραστο, όπως και η σημασία που έχει στην ελληνική γλώσσα. Μαθητεύοντας κοντά του, έμαθα ότι τα λόγια ενός τραγουδιού, όταν δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε τη μελωδία, δηλαδή το ίδιο μέτρο, τα μεταφράζουμε σε ελεύθερο στίχο. Όταν ακολουθούμε τη μελωδία του, κάνουμε έναν συγκερασμό του αισθήματος που αυτή μας δίνει με το αίσθημα που μας δίνουν οι στίχοι και με τα όσα αφηγούνται. Για τους στίχους του Γκάτσου φαντάζομαι και μια τρίτη εκδοχή: να μεταφράζονται σύμφωνα με τους κανόνες μετρικής της κάθε γλώσσας και να μελοποιούνται εκ νέου από ομόγλωσσους συνθέτες.
Αγχώνεσαι ποτέ ότι δεν έχεις μιλήσει αρκετά ή ότι έχεις μιλήσει πολύ για τον Γκάτσο, το έργο του ή τον ίδιο;
Πάντα έχω τον φόβο ό,τι μιλάω πολύ, αλλά όταν με ρωτάνε δεν μπορώ ν’ αρνηθώ ν’ απαντήσω.
Ποια διαχείριση σου είναι πιο δύσκολη μετά από τόσα χρόνια: Του Γκάτσου ως αντικειμένου ερεύνης, του Γκάτσου ως στιχουργού που ακόμα τραγουδιέται και παίζεται στα ραδιόφωνα, ή του Γκάτσου ως μιας προσωπικής απουσίας; Για ποια σε προετοίμασε περισσότερο ο ίδιος;
Σαφώς της προσωπικής απουσίας, για την οποία με προετοίμασε κάπως αλλά, όπως φαίνεται, όχι αρκετά.
Βρήκε στέγη το αρχείο του Γκάτσου, βγήκε και η οριστική έκδοση όλων των τραγουδιών του από τον Πατάκη. Αισθάνεσαι καθόλου ότι μπορείς να ηρεμήσεις;
Να ηρεμήσω; Με τόσα προσωπικά προβλήματα σε τόσο δύσκολα χρόνια για την Ελλάδα; Δεν είναι δυνατόν. Απλώς αισθάνομαι σαν να διακρίνω την πόρτα του Παράδεισου κοιτάζοντας από κάποιον φεγγίτη της Κόλασης.
Αστειευόμενη, έκανες με τον Παναγιώτη Ροϊλό μια «μοιρασιά» που θέλω να μου αναλύσεις. Είπες πως στις συζητήσεις σας για το αρχείο, εσύ θα μιλάς για τα συναισθηματικά και εκείνος για όλα τα υπόλοιπα. Πού βρίσκεται περισσότερο ο Γκάτσος, και τι αντανακλάται περισσότερο στο αρχείο που αποκτά το Harvard;
Ναι, είναι η «μοιρασιά» που είχα κάνει και με τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη, όταν, πριν από χρόνια, μας κάλεσε στην εκπομπή του ο Βασίλης Βασιλικός. Ενστικτωδώς, από παιδάκι, σέβομαι τη γνώση και τους γνώστες. Ο κόσμος, όμως, και πολλοί δημοσιογράφοι προτιμάνε το συναίσθημα, κι αν αυτό συνοδεύεται από μια ελάχιστη γνώση από «πρώτο χέρι», όπως συμβαίνει στην περίπτωσή μου, ο επιστήμονας παραγκωνίζεται, η έρευνα φιμώνεται και το έργο βλάπτεται. Δε θα ήθελα ποτέ να βλάψω το έργο του Γκάτσου ή τον μύθο του, τη φήμη του, το όνομά του. Εξάλλου, δε χρησιμοποιούμε το όνομα του Θεού επί ματαίω. Γι’ αυτό, λοιπόν, στην ίδια ερώτηση θα σου απαντήσουν επιστημονικά, όταν εκείνοι κρίνουν, η Rhea K. Lesage, ο Παναγιώτης Ροϊλός ή και κάποιος ερευνητής. Από την πλευρά μου, κρίνοντας πάντα συναισθηματικά, αναφορικά με το αρχείο ο Γκάτσος βρίσκεται περισσότερο σε ό,τι έχει βγει από το χέρι του: χειρόγραφα ποιημάτων, σημειώσεις ιδεών, γράμματα. Συγγνώμη, δεν ξέρω να σου πω τι αντανακλάται σ’ αυτό, είναι αντικείμενο έρευνας. Μπορώ μόνο να πω ότι όλον αυτό τον καιρό της συνολικής ανάγνωσης και σχολαστικής καταγραφής, ένιωθα να συνομιλώ με την ψυχή του ποιητή.
Αν τα ξέρω καλά, πριν συναντηθείτε με τον Γκάτσο, το τραγούδι του που περισσότερο σου «μιλούσε» ήταν το «Χελιδόνι σε κλουδί». Παραμένει σε αυτή την ξεχωριστή θέση, κι αν όχι, ποιο το έχει αντικαταστήσει;
Βεβαίως και παραμένει, περιστοιχισμένο από πολλά άλλα.
Ξέρω πως συχνά σκέφτεσαι τον εαυτό σου σαν τον Σάντσο Πάνσα. Αυτό σημαίνει ότι ο Γκάτσος ήταν Δον Κιχώτης;
Όχι. Δον Κιχώτης ήταν ο πατέρας μου.
Τι νομίζεις ότι θα εξέπληττε περισσότερο τους ακροατές του στο αρχείο του Γκάτσου, και τι νομίζεις ότι θα τους εξέπληττε στην προσωπική ζωή; Ποιο θα έλεγες, δηλαδή, ότι ήταν το πιο κρυφό χαρακτηριστικό του σε κάθε περίπτωση, και ποιο εκείνο που πήγαινε περισσότερο κόντρα στη δημόσια εικόνα του;
Όχι και τόσο κρυφό χαρακτηριστικό του, ή μέχρις ενός σημείου, ήταν οι ψυχαναγκαστικές εμμονές του με τις διαδρομές: Ακολουθούσε πάντα την ίδια διαδρομή και με έβαζε να την ακολουθώ κι εγώ, αν πήγαινα μόνη μου κάπου. Κι όταν άρχισα να οδηγώ, με υποχρέωνε να ακολουθώ τη διαδρομή που εκείνος όριζε, απειλώντας να μην ξαναμπεί στο αυτοκίνητό μου αν την παρέβαινα. Κάποια φορά που αναγκάστηκα να την παραβώ, εννοείται ότι του το είπα γιατί δεν μπορούσα να του πω ψέματα, του προκάλεσε τέτοια ταραχή, που έκανα αμέσως τη διορθωτική κίνηση. Δηλαδή, ξανάκανα την ίδια διαδρομή αντιστρόφως.
Αυτό που πήγαινε κόντρα στη δημόσια εικόνα του ήταν η μανία του με τη ρουλέτα. Μέχρι το 1987, που είχε τις αντοχές, ανεβαίναμε στην Πάρνηθα κάθε Δευτέρα, ημέρα αργίας των θεάτρων, με τους φίλους ηθοποιούς Μαρία Μπονέλλου και Σωτήρη Μουστάκα. Τις άλλες μέρες προσπαθούσε με διάφορους συνδυασμούς των αριθμών της ρουλέτας να ανακαλύψει κάποιο σύστημα για να κερδίζει. Το περίεργο είναι ότι είχε ανακαλύψει ένα, που όμως απαιτούσε σύντομη διάρκεια παιχνιδιού. Μας είχε στείλει με τη Μαρία να το δοκιμάσουμε και όντως κερδίζαμε, αλλά δε σταματήσαμε εγκαίρως και χάσαμε.
Υπάρχει κάποιο στοιχείο στην αντίληψη του κόσμου για τον Γκάτσο που να το έχεις βαρεθεί ως στερεότυπο, ή που να σε ενοχλεί, ή που να είναι και λάθος ακόμα;
Με ενοχλεί η χρήση που κάνουν κάποιοι πατριδοκάπηλοι της φιλοπατρίας που αποπνέουν πολλά τραγούδια του. Δεν είναι εθνικισμός ή σωβινισμός η φιλοπατρία της γενιάς του ’30, της πιο διεθνιστικής και κοσμοπολίτικης γενιάς των ελληνικών Γραμμάτων και Τεχνών.
Πείτε μου για τη συναυλία. Γιατί «Ο Γκάτσος που αγάπησα», και πώς έγινε η επιλογή του περιεχομένου;
Αγαθή Δημητρούκα: Ο Μανώλης είχε αρχικά την ιδέα για ένα πρόγραμμα με τραγούδια αποκλειστικά του Γκάτσου κι ενός συγκεκριμένου συνθέτη, για το οποίο, όμως, υπήρχε κάποιο εμπόδιο. Έτσι, σ’ εκείνο το πρώτο τηλεφώνημα, καταλήξαμε να είναι πολλοί οι συνθέτες κι εγώ βρήκα τον τίτλο που ενθουσίασε τον Μανώλη και με τον οποίο ταυτίζομαι και η ίδια και, όπως αποδείχτηκε, κάθε θεατής κι ακροατής. Στο επόμενο τηλεφώνημα ο Μανώλης είχε την ιδέα να καλέσει την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη για τα κείμενα και τα ποιήματα που θα παρεμβάλλονταν στα τραγούδια. Η Καρυοφυλλιά δέχτηκε κι ευτυχώς πείσθηκε να τραγουδήσει -τα τραγούδια τα γνώριζε ήδη- και είναι συγκλονιστική.
Η επιλογή έγινε βάσει του βιβλίου, ακολουθώντας τη χρονολογική σειρά ώστε να διαφαίνεται η στιχουργική πορεία, αλλά και με κάποιες μεταθέσεις για λόγους ροής.
Όλα τα τραγούδια είναι γνωστά και χιλιοπαιγμένα από τον Μητσιά και τους μουσικούς του. Είναι τραγούδια που παρηγορούν, διδάσκουν, ενθαρρύνουν και, ως ένα βαθμό, συγκροτούν την παραδαρμένη ψυχή του σημερινού Έλληνα.
Μανώλης Μητσιάς: Ο Γκάτσος ήταν ο άνθρωπος που μου άνοιξε μια μεγάλη πόρτα στη ζωή. Με τα τραγούδια του, με τη στάση του, με τις συμβουλές του. Ήταν μια πατρική φιγούρα για μένα, κι όποτε είχα κάποιο δίλημμα, ή έπρεπε να πάρω μια απόφαση, πάντα τον ρωτούσα: «Κύριε Γκάτσο, τι να κάνω;»
Ξέρεις, το ένιωθα όχι μόνο σαν χρέος απέναντί του, αλλά και σαν δική μου εσωτερική ανάγκη να κάνω ένα πρόγραμμα με τραγούδια αποκλειστικά σε στίχους του. Το είπα στην Αγαθή κι ενθουσιάστηκε και βρήκε αμέσως τον τίτλο. Για το περιεχόμενο; Η δυσκολία ήταν ποια να αφήσουμε απ’ έξω, γιατί όλα τα τραγούδια τα ξέρω και τα παίζουμε χρόνια με τους μουσικούς μου. Ανοίξαμε, λοιπόν, το βιβλίο και με την Αγαθή διαλέξαμε από τα τραγούδια που ο ίδιος ο Γκάτσος θεωρούσε αντιπροσωπευτικά της γραφής του.
Περιμένετε κάτι ξεχωριστό ή διαφορετικό ως αντίδραση από το κοινό της συναυλίας στο Harvard;
Μ.Μ.: Άλλος τόπος, άλλος χώρος, και για πολλούς άλλη γλώσσα, αλλά οι άνθρωποι που πάνε σε τέτοιες συναυλίες έχουν μάθει να ελευθερώνουν το συναίσθημά τους και να γίνονται όλοι ένα. Κι εμείς μαζί τους.
Α.Δ.: Περιμένω τον ίδιο ενθουσιασμό που δείχνουν οι οικοδεσπότες της συναυλίας με πρώτη απ’ όλους τη Rhea K. Lesage.
Το εύρος του στιχουργικού του έργου είναι τέτοιο, που τραγούδια του Γκάτσου ακούγονται σε «σκυλάδικα», σε Φιλολογικούς Συλλόγους, σε αρχαία ωδεία και σε πανεπιστήμια. Πώς αισθάνεστε για αυτό;
Α.Δ.: Μαγικά, σαν να είναι ο κόσμος πολύ μικρός και ο Γκάτσος πολύ μεγάλος.
Μ.Μ.: Χαρά αισθάνομαι. Κάποιες φορές, βέβαια, θυμώνω άμα τα κακοποιούν. Αλλά, να σου πω κάτι; Ο Γκάτσος δεν κινδυνεύει. Τα τραγούδια του είναι τόσο μεγάλα και διαχρονικά, που όσο κακά και να τραγουδηθούν, πάντα μεγάλα θα είναι.
Ποιο τραγούδι του Γκάτσου που δεν έχετε πει εσείς σε αρχική εκτέλεση έχετε ζηλέψει περισσότερο, και με ποιο από τα δικά σας έχετε ταυτιστεί περισσότερο;
Μ.Μ.: Πολλά έχω ζηλέψει, αλλά περισσότερο το «Θα ’ρθει άσπρη μέρα και για μας».
Κι από τα τραγούδια του Γκάτσου που είπα πρώτος, σίγουρα, έχω ταυτιστεί -κι ο κόσμος, δηλαδή, μ’ αυτό με ταυτίζει- με τον «Γιάννη το φονιά», «Με του καημού τ’ αγκάθι/ θυμήθηκε ξανά/ φεγγάρια μακρινά/ και τ’ όνειρο που εχάθη». Έπειτα έρχεται ο «Τσάμικος», «Δική τους είναι μια φλούδα γης/ μα εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς/ για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα/ απ’ το τσακάλι και την αρκούδα».
Προσάρμοζε σε κάτι τη γραφή του ο Νίκος Γκάτσος όταν έγραφε για τον Μανώλη Μητσιά;
Μ.Μ.: Ήξερα ότι άλλους στίχους, με άλλα θέματα, θα έγραφε για μένα, άλλους για τη Μούσχουρη ή τη Φαραντούρη, κι άλλους για τον Ξυλούρη και τον Μπιθικώτση. Μιλάμε πάντα για την πρώτη εκτέλεση, γιατί μετά όλοι οι τραγουδιστές λέμε τραγούδια που τα έχει πρωτοπεί κάποιος άλλος.
Α.Δ.: Το έχω πει πολλές φορές και επιμένω να το λέω, επειδή είμαι ίσως ο μόνος «αυτόπτης» μάρτυρας του γεγονότος. Ο Γκάτσος συνήθως γνώριζε από πριν ποιος θα τραγουδούσε τους στίχους που θα έγραφε και, ίσως επειδή είχε θεατρική γνώση και πείρα, λάμβανε υπόψη του μαζί με τη φωνή το παρουσιαστικό ή και τον χαρακτήρα του τραγουδιστή, ώστε ο λόγος του ν’ ακούγεται πιο φυσικός και να μπορεί να υποστηριχθεί. Με τον Μητσιά, ο οποίος έχει πει σε πρώτη εκτέλεση τα περισσότερα τραγούδια του Γκάτσου, καταλαβαίνεις ότι αυτό έφτασε να γίνεται όχι μόνο επιτυχώς αλλά και αυθορμήτως.
Πηγή: ΕΡΤ