“Σηκώθη τ’ άγιο δίκιο της να λάβει όλη η αργατιά…” • Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Τρία σονέτα
“Σηκώθη τ’ άγιο δίκιο της να λάβει
Όλη η αργατιά με φρόνημα γενναίο
Ισονομίας κηρύχνει νόμο νέο
Και τα δεσμά του πλούτου η ορμή της θραύει…”
Από τις σημαντικότερες μορφές των γραμμάτων μας, πρόδρομος της σοσιαλιστικής λογοτεχνίας, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 13 του Μάρτη 1872 και έφυγε από τη ζωή στις 1 του Ιούλη 1923.
Πήρε μέρος στην κρητική επανάσταση και τον πόλεμο του 1897, ενώ στη συνέχεια έφυγε για το Γκρατς της Αυστρίας και αργότερα για το Μόναχο όπου και στράφηκε στο μαρξισμό. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κερκύρας και του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας. Τα έργα του “Η Τιμή και το Χρήμα”, “Οι σκλάβοι στα δεσμά τους” και “Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα” τον έφεραν στην πρωτοπορία της λογοτεχνίας μας.
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης είναι περισσότερο γνωστός για το πεζογραφικό του έργο, έγραψε ωστόσο και ποιήματα. Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του ο Ορέστης Αλεξάκης συγκέντρωσε τα μέχρι τότε γνωστά ποιήματά του (69 σονέτα) και επιμελήθηκε την έκδοσή τους στον τόμο “Τα σονέτα” που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ωκεανίδα. Στην εκτενή εισαγωγή του βιβλίου γίνεται αναφορά στο ιστορικό και σχολιασμός των σονέτων, ενώ παρουσιάζονται και εργοβιογραφικά στοιχεία φωτογραφίες και χειρόγραφα του Κ. Θεοτόκη. Ακολουθεί μικρή επιλογή.
32
Βάφει τη μάνα γη ποτάμι το αίμα
Κι απ’ άκρη σ’ άκρη τ’ Άρη η οργή μανίζει,
Καίονται οι στεριές, η θάλασσα καπνίζει
Και βασιλεύει ο φόνος και το ψέμα.
Του Τεύτονα ρηγάρχη το άγριο βλέμμα
Πάνω στα ερείπια ακοίμητο βιγλίζει
Και λάβρα πιθυμιά τον κατακλύζει
Της Οικουμένης λαχταρά το στέμμα.
Η θέλησή του προσταγή και νόμος!
Κι αχ! Το λαό μου ξευτελίζει ο τρόμος
Την καταφρόνια δεν ψηφά του κόσμου
Πολέμου μόνο ας μην ακούσει σάλο
Και είναι τόσο βαρύς γι’ αυτό ο καημός μου,
Που άλλα τραγούδια δεν μπορώ να ψάλω.45
Σηκώθη τ’ άγιο δίκιο της να λάβει
Όλη η αργατιά με φρόνημα γενναίο
Ισονομίας κηρύχνει νόμο νέο
Και τα δεσμά του πλούτου η ορμή της θραύει
Η σκληρή φτώχεια, η γύμνια, η πείνα παύει
Και με καλούν μύριες φωνές να λέω
Θούριο τραγούδι: σ’ ένα πέλαο πλέω
Χαράς λεύτεροι ανθρώποι είναι όλοι οι σκλάβοι.
Μα για να σκίσω τις ανάερες ρούγες
Που θα με βγάλουν στον ψηλό Ελικώνα
Πρέπει γοργά αργυρόχρυσες φτερούγες
Αγάπη αρμονική να μου χαρίσει.
Τι δεν μπορεί ψυχής βαριάς εικόνα
Της Κασταλίας να καθρεφτίσει η βρύση.(1917)
53
Του κάρου η ρόδα εκεί όπου συχνοτρέξει,
Της πολιτείας η ρούγα βαθουλώνει
Κι ευθύς ο λάκκος πλημμυρά όταν βρέξει
Κι άπαστρη λάσπη το νερό θολώνει.
Κι όταν πάλι στερνά ο καιρός ξεφέξει
Κι αποβροχάρης, των σπιτιών χρυσώνει
Τη στέγη ο ήλιος, έρχεται να παίξει
Η αχτίδα στο λιμνί και σε θαμπώνει.
Κι αντιφωτά στον ήλιο ο δρόμος όλος,
Τα χτίρια τα ψηλά, ο γαλάζιος θόλος,
Τα γνέφη ροδοκόκκινα και βάθος
Άμετρο βλέπεις μες της γης. Θε να ’ναι
Περίσσιες οι ψυχές που όμοια πλανάνε.
Μα κι άλλες μαύρες κι άγριες απ’ το πάθος.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback