Η Σοφία Αδαμίδου, δημοσιογράφος, συγγραφέας, για την Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Δ. Μπίμη: ΄΄Μνήμες της Πέτρας και της Σιωπής…”
«Η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν, αλλά σε εκείνους που την έχουν ανάγκη» (Π. Νερούντα)
Και την έχουμε τόση ανάγκη σήμερα. Έχουμε ανάγκη να ακουμπήσουμε στις λέξεις των ποιητών, στα ποιητικά εκείνα σύμβολα, μέσα από τα οποία αναγνωρίζουμε καινούρια πάντα μηνύματα, αδέσμευτα και οικουμενικά, αναγκαία και ικανά να «θρέψουν» και τις σημερινές και αυριανές νέες γενιές.
«Κατά βάθος η ποίηση είναι μια ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλο τον κόσμο», έλεγε ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Τέτοια είναι και η ποίηση του Γιώργου Δ. Μπίμη. Μια καρδιά φορτωμένη, τον πόνο και τα όνειρα όλου του κόσμου. Στην περιπλάνησή της, αυτή η καρδιά αναζητά την ουσία της ύπαρξης, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα τις ιδέες του:
«Αύριο τα παιδιά θα ‘χουν μια αυλή αδερφέ μου,
θα έχουν ένα δέντρο να ξαπλώνουν στον ίσκιο του…
Θα έχουν τη σχολική τους τσάντα, το Αλφαβητάρι,
θα μάθουν τα πρώτα γράμματα…
Αύριο τα παιδιά θα διαβάζουν ποιήματα
κάτω από τις ασημένιες αχτίδες του φεγγαριού!…»
Ο Γιώργος Δ. Μπίμης ποιητής της αναζήτησης και της ανησυχίας, δυναμικός και τρυφερός ανατόμος των ταπεινών αλλά ανυπότακτων ανθρώπων, τολμά, παρατηρεί και ανασυνθέτει τη ζωή.
<<Ελάτε λοιπόν αδέρφια να ακροβατήσουμε
στο τεντωμένο νήμα της ζωής,
ελάτε να περπατήσουμε
στο άπειρο της ατελεύτητης γνώσης…
Να γυρέψουμε μαζί τα μυστικά του χάους
που μας κυκλώνει…
Ν’ ακολουθήσουμε τη νύχτα, να ξαγρυπνήσουμε
στο προσκεφάλι της έγνοιας,
να ανακαλύψουμε τους αριθμούς μετρώντας
τ’ αστέρια
στο θολό ουρανό της ανθρώπινης μοίρας…>>
Στην ποίησή του, μια περίεργη θλίψη θέτει σε κίνηση τη λειτουργία μιας απαιτητικής δράσης με τρόπο μάχιμο και δραματικά αποτελεσματικό.
<< Έρχονται χρόνια που θα δέσουν τη ζωή μας
σ’ ένα κατάρτι που δε βλέπει πια στεριά,
στο μαύρο κύμα θα καρφώσουν την ψυχή μας,
ν’ ανοίξει η κόλαση να βγούνε τα θεριά…
Στο νου μας όλα υπάρχουνε και ζούνε
σ’ ένα ταξίδι που δε λέει να ξεχαστεί,
τι παραμύθια οι προφήτες να μας πούνε,
στο ψέμα ζουν κι οι δούλοι κι οι αστοί…
Η αδικία σε τραβά και σ’ αρματώνει,
σε εκστρατείες σ’ ενθαρρύνει και νικά,
παιχνίδια βρώμικα, μα η ανάγκη μας ενώνει,
ψάξε αδερφέ να βρεις καινούρια ιδανικά…>>
Ο λυρισμός, σ’ ένα επιτυχές σύμπλεγμα με ρεαλιστικά στοιχεία αναδεικνύει τη φαντασία και την επιδεξιότητα του ποιητή.
<< Σεμνά προσεύχομαι στον ήλιο!
Να περάσουν οι μέρες οι πικρές,
να γιάνει κάθε πληγή,
για πάντα να ξεχαστεί
ότι τυράννησε τα όνειρά μας…>>
Σταθερά προσηλωμένος στα προσωπικά, αλλά και πανανθρώπινα αναπάντητα ερωτήματα για την αγιάτρευτη απελπισία της ύπαρξης, με έντονες ωστόσο – σε όλο του σχεδόν το έργο – τις κοινωνικές αναφορές και την πολιτική διάσταση,
«κι η μέρα στα γιαπιά ανακυκλώνει το μόχθο
και τα δάκρυα, την ασίγαστη αμάχη
για το όραμα της δικαιοσύνης σου!…»
άλλοτε ως οργισμένη αντίδραση στην εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο και άλλοτε ως ειλικρινής διάθεση συμπαράστασης προς τους φτωχούς και αδύνατους:
<< Τα εφιαλτικά κελιά, οι εκτελέσεις, οι ομαδικοί τάφοι,
το συρματόπλεγμα, οι φυλακισμένοι απεργοί,
οι μισθοφόροι, οι πρόσφυγες, τα αμούστακα παιδιά
που βάφουν
μ’ αίμα την ψυχή τους στον όλεθρο της μάχης,
είναι εδώ…
Εδώ είναι κι οι πολιτικοί προφήτες κι οι διανοούμενοι
που αναμασούν παμπάλαιους χρησμούς κι υπόσχονται
ένα μέλλον ασυνεχές, δυσνόητο και ανεκπλήρωτο,
με ιδεολογίες και με αρχές που δεν κυοφορούν
καμιά καθολική αξία, καμιά ανατρεπτική πρακτική…>>
Η διάπυρη ύλη του πάθους, της οργής, της υπαρξιακής έκρηξης μεταβολίζεται σε μια «συνομιλία», που αποκτά νόημα με τον βαθύ ήχο με τον οποίο υπερασπίζεται αυτήν τη «συνομιλία».
Σε ένα ποίημα για τον Παύλο Φύσσα γράφει:
<<Το φως ζητώ π’ αναγεννά
τον ουρανό στα μάτια,
γυαλί ο κόσμος, ράγισε,
κι ο ήλιος σου κομμάτια…
Κι εγώ που πύργους έχτισα,
της μοναξιάς μου αστέρι,
στη νύχτα κάνω τάματα
πίσω για να σε φέρει…>>
Μεταπλάθει όνειρα, αγωνίες… Διαβάζοντας ξανά και ξανά την ποίηση του Γιώργου Δ. Μπίμη μπορεί να διακρίνει κανείς ότι και με τα πιο απλά υλικά κάνει τέχνη και μας θυμίζει αυτό που έχει πει ένας άλλος θεράπων της γλώσσας και της ψυχής, ο Γ. Χειμωνάς ότι δηλαδή «ο σκοπός της Τέχνης είναι ένα πράγμα πάρα πολύ συγκεκριμένο. Η Τέχνη είναι για να παίρνει στα χέρια της το ανεκπλήρωτο όραμα του ανθρώπου»..
«Κι η ελπίδα που κομίζει
Φως κι ελευθερία,…
αυγαταίνει και γκρεμίζει
κι άλλη εξορία…»
Mε φωνή πλούσια σε γνώση κι εμπειρία φανερώνει επίσης τις βιωματικές αλήθειες της δημιουργίας, του έρωτα, αλλά και της απώλειας. Για τον πατέρα του γράφει:
<<Τώρα σκιά και νύχτα και σιωπή…
Τα μάτια σου που είχαν το χρώμα τ’ ουρανού,
ένα παράθυρο ανοιχτό στη θύμηση.
Κι όπως κυλά γοργά ο χρόνος
-μέσα στη φοβέρα που σκιάζει τον κόσμο-
η μορφή σου αντρειωμένε, ακέραιη κι ολοκάθαρη
αστράφτει στο νου μου…
Τα δάκρυά μου σα δυνατή βροχή ποτίζουν το χώμα,
ποτίζουν την άνοιξη που θρηνεί…
Ήταν τόσο νωρίς!… >>
«Η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν, αλλά σε εκείνους που την έχουν ανάγκη» (Π. Νερούντα)
Και την έχουμε τόση ανάγκη σήμερα. Έχουμε ανάγκη να ακουμπήσουμε στις λέξεις των ποιητών, στα ποιητικά εκείνα σύμβολα, μέσα από τα οποία αναγνωρίζουμε καινούρια πάντα μηνύματα, αδέσμευτα και οικουμενικά, αναγκαία και ικανά να «θρέψουν» και τις σημερινές και αυριανές νέες γενιές.
Ας αναζητήσουμε εκείνους τους χρυσούς κρίκους που συνδέουν τις ψυχές και των Λίγων και των Πολλών, με τον κόσμο των Οραμάτων και των Μορφών, μέσα από την ποίηση. Ας αναζητήσουμε εκείνους τους ποιητές που η ποίησή τους δεν είναι μια εκκεντρική συγγραφική ενασχόληση, για σκεπτόμενους διανοούμενους με περίπλοκες ψυχοσυνθέσεις, αλλά ένας δρόμος συνεχούς ρίσκου και ανατροπής. Ένα παιχνίδι σοβαρό, υγιές, αλλά και παράδοξο, που μπορεί να κάνει τον κόσμο να φαίνεται σαν μια μαγική περιοχή απρόβλεπτων συνδυασμών που οδηγούν με ασφάλεια στην κατάκτηση της αυτοτέλειας και της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα δυσβάσταχτα δεσμά της ύλης…
Οι τρεις ποιητικές συλλογές του Γιώργου Δ. Μπίμη διατίθενται από τα κεντρικά βιβλιοπωλεία: ‘’Σύγχρονη Εποχή’’, ‘’Ιανός’’ , ‘’Πατάκης’’ και ‘’Πρωτοπορία’’…