Στην Αθήνα
“…Κι έτσι, μας δίκασε για πάντα η Ιστορία,
να ζητιανεύουμε ουρανό σε άδειους δρόμους,
και το κορμί να περονιάζουνε τα κρύα,
παίζοντας κάθε μέρα κλέφτες κι αστυνόμους…”
Δύσκολα βγαίνει στο χωράφι το ψωμί,
πήραν τα μάτια τους και ήρθαν στην Αθήνα.
Και από δω κι από αλλού κι άλλοι πολλοί,
και μαράθηκαν στον κήπο πια τα κρίνα.
Κυνηγημένοι απ’ τις σκληρές τις εποχές,
κρυφτήκανε μέσα στον όχλο στην Αθήνα.
Απ’ το να σου φορτώνουν όλοι ενοχές,
κάλλιο στα όνειρά σου να ‘μπει μία σφήνα.
Είναι μικρή η κοινωνία στο χωριό,
και τη μεζούρα βγάζουνε και κρίνουν όλοι.
Τι κι αν δεν έγινε, θα γίνει φονικό,
καλύτερα άγνωστος μέσα στη γκρίζα πόλη.
Και δε μπορείς να είσαι διαφορετικός,
όχι τουλάχιστον έτσι, φόρα παρτίδα.
Κρυφός στα στήθια σου κι ο αναστεναγμός,
άλλα νομίζεις απ’ αυτά που λέει η πατρίδα.
Κι έτσι, μας δίκασε για πάντα η Ιστορία,
να ζητιανεύουμε ουρανό σε άδειους δρόμους,
και το κορμί να περονιάζουνε τα κρύα,
παίζοντας κάθε μέρα κλέφτες κι αστυνόμους.
Σε ποιο υπόγειο να μεθούν τα όνειρά μας,
κει που μαράθηκε στη γλάστρα μας ο δυόσμος,
κει που δε χώρεσαν ν’ ανοίξουν τα φτερά μας,
τώρα φοβάται και μας έκρυψε ο κόσμος
– τελικά το σχέδιο είναι να μαζευτούμε όλοι στην Αθήνα; (ή στις άλλες μεγάλες πόλεις;) Σχεδόν κανείς δε μιλά για την υπόλοιπη Ελλάδα που πεθαίνει. Μια Ελλάδα που τη θέλουμε μόνο ως τόπο διακοπών (είτε ανήκει στους Έλληνες, είτε όχι). Τελικά η αρχαία πόλη – κράτος αναβίωσε: υπάρχει η Αθήνα και όλοι κινούνται γύρω απ’ αυτή.
«Το βλέμμα του Οδυσσέα»
“Η Ελλάδα πεθαίνει.
Πεθαίνουμε σα λαός.
Κάναμε τον κύκλο μας,
δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια,
ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα.
Και πεθαίνουμε….
Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα,
να πεθάνει γρήγορα.
Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ
και κάνει πολύ θόρυβο”.
Άρης Κωνσταντίνου