Στην Τροία του έρωτα
“Δάκρυα σκορπά το σύννεφο κι άνεμο το φεγγάρι,
Έρωτα! σπάσε τα δεσμά, λύγισε το δοξάρι…”
Καράβια φτάνουν στη στεριά, στου Πρίαμου τη χώρα,
μέσα σ’ ομίχλη, σε καπνό, μέσα στην άγρια μπόρα.
Κουρσάροι, μαύροι πειρατές, σταυρό σηκώνουν πάλι,
για να ματώσουν τ’ όνειρο, Παρασκευή μεγάλη.
Φωτιές ανάβουνε στη γη και με δαυλούς στο χέρι,
τις άγιες νύχτες πυρπολούν και της αυγής τ’ αστέρι.
Λάμπουν στον ήλιο τα σπαθιά κι ο μάντης κάνει μάγια
το πρώτο αίμα να χυθεί για μιαν αγάπη άγια.
Μα κι αν αλώσουνε τη γη, μια λευτεριά θα μείνει,
Φλόγα μεστή ο έρωτας, στον άνεμο δε σβήνει.
Όσο κι αν ψάξουν δε θα βρουν το μυστικό στο χώμα,
διψά για δάκρυα η ψυχή και για φιλί το στόμα.
Σβησμένα πρόσωπα μοχθούν να πείσουν την Ελένη,
να πάρει πίσω μια ζωή που ήταν για ‘κείνη ξένη.
Ποιος θα μερώσει τους σφυγμούς σε νιότη ανθισμένη,
ποιος θα κρατήσει τη βροχή στη γη τη διψασμένη;
Δάκρυα σκορπά το σύννεφο κι άνεμο το φεγγάρι,
Έρωτα! σπάσε τα δεσμά, λύγισε το δοξάρι.
Στη μαγική τη λάμψη σου, ύμνους τα χείλη υφαίνουν
και όλες οι γήινες ψυχές το σάλπισμα προσμένουν.
Ανάτειλε στα σύμπαντα, δώσε πνοή στον κόσμο,
στάξε το δάκρυ του Χριστού σ’ ένα κλωνάρι δυόσμο.
Πλάσε στα χέρια σου το φως να γεννηθούν αστέρια
κι άπλωσε στους ορίζοντες ειρήνης περιστέρια…