“Στο ψέμα σας δε θέλω πια να μείνω…”
“Στο ψέμα σας δε θέλω πια να μείνω,
να στέργω, να κοπιάζω, να πεινάω,
να ζω μέσα στο πένθος και στο θρήνο
κι ένα θεό νεκρό να προσκυνάω…”
Δυνάστες
Αργόσχολοι ντυμένοι στην πορφύρα,
του κόσμου κουμαντάρουνε τη μοίρα,
τις νύχτες το χρυσάφι τους μετράνε
και του θολού μυαλού τους την αρμύρα…
…
Ιδρώτα κι αίμα πίνουνε σε πλατινένιο τάσι
κι ορίζουνε σαν το θεό ποιος στη ζωή θα χάσει.
Τα μεσημέρια φλόγες, σταυροί, καρφιά και ξίδι
κι η λευτεριά δεμένη στου ανέμου το ταξίδι.
…
Απαίδευτοι, ντυμένοι στην πορφύρα,
στα ζάρια παίζουν των λαών τη μοίρα,
γλεντούν και ξεφαντώνουνε κάθε βράδυ,
τ’ αστέρια τ’ ουρανού βάζουν σημάδι.
…
Πόσοι Χριστοί Θεέ μου, θα σταυρωθούν ακόμα,
να στάξει ένα δάκρυ στο ματωμένο χώμα.
Κι ο σαρκωμένος πόνος πότε θα χαμηλώσει,
η ομορφιά του κόσμου, τον κόσμο να αλώσει!
Εκκρεμότητα.
Αυτό που προσδοκάς δε θα το ζήσεις,
σου μήνυσε μια μοίρα κάποιο βράδυ
κι αλλιώτικα στον κόσμο να βαδίσεις
για να ‘χεις στη ζωή κι εσύ μεράδι…
…
Μυριάδες αναμένουν στην ουρά
κι αυτοί που αδιαφορούνε άλλοι τόσοι,
στα χέρια τους κρατάνε κι ένα γρόσι
να δώσουνε πεσκέσι στη φρουρά.
Ποιο φρόνημα θα σμίξει τους ανθρώπους
που ανέχονται δυνάστες κι εξορίες,
που ψάχνουν λυτρωμό σε στέρφους τόπους,
που θρέφονται με σκάρτες ρητορείες.
Κι η κάθε τους λαχτάρα καταντάει
καρφί που τυραννά το χαύνο σώμα,
στο θείο Φως που μάτωσε στο χώμα
το άπειρο μονάχα απαντάει…
…
Στο ψέμα σας δε θέλω πια να μείνω,
να στέργω, να κοπιάζω, να πεινάω,
να ζω μέσα στο πένθος και στο θρήνο
κι ένα θεό νεκρό να προσκυνάω…