Τα δυο πρώτα ποιήματα του Μαγιακόφσκι
«Τα δύο πρώτα ποιήματα του Μαγιακόφσκι. Τα επαγγελματικά, τα δημοσιευμένα, το υπογράμμισε ο ίδιος. Είδαμε ότι ένα τετράδιο με ποιήματα είχε γράψει στη φυλακή, αλλά προηγήθηκαν κι άλλες προσπάθειες, όταν ακόμα ήταν στο γυμνάσιο, «το πρώτο μισοποίημα» για το παράνομο μαθητικό περιοδικό».
«Ας δούμε τον Μαγιακόφσκι κάπως πιο αναλυτικά μέσα στη θεότρελη περίοδο της γέννησης και της εφηβείας.
Στη συλλογή Χαστούκι στο γούστο της κοινωνίας έκανε τις πρώτες του ποιητικές δημοσιεύσεις. Δημοσίευσε δύο ποιήματα του, τα πρώτα πρώτα. Θα τα δώσω σε λίγο και τα δύο αυτά ποιήματα, με τα οποία πρωτοεμφανίστηκε χάρη στον πολυμήχανο κι αποφασιστικό Μπουρλιούκ. Αυτός του έδωσε τα εναύσματα, αλλά και κάποιες πρώτες πρακτικές διευκολύνσεις.
Όταν το ‘σκασαν κι οι δυο τους, σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών, από τη «μελοποιημένη πλήξη του Ραχμάνινωφ», των κλασικών και της Σχολής (ο Μαγιακόφσκι είναι ζήτημα αν είχε κλείσει μήνα σπουδαστής), πέρασαν τη νύχτα έξω στους δρόμους κι εκεί μεσ’ στη νύχτα, με την επανάσταση του Μαγιακόφσκι και την ποίηση του Μπουρλιούκ, «γεννήθηκε ο φουτουρισμός».
Στην αυτοβιογραφία του ακολουθεί μια άλλη ενότητα που την τιτλοφορεί: Η επομένη.
Την άλλη μέρα κάθησε κι έγραψε ένα ποίημα, αλλά δεν του βγήκε όπως το ‘θελε, μερικά κομμάτια «άσχημα, δεν δημοσιεύτηκαν πουθενά». Αυτά τα αποσπάσματα τα διάβασε τη νύχτα στον Μπουρλιούκ, λέγοντας πως είναι ενός γνωστού του. Ο Μπουρλιούκ βρυχήθηκε: «Δικά σας είναι, εσείς τα γράψατε! Μα είστε ένας μεγαλοφυής ποιητής!» – «Δόθηκα όλος στους στίχους. Εκείνο το βράδυ εντελώς απρόοπτα έγινα ποιητής».
Το άλλο πρωί ο Μπουρλιούκ, καθώς τον σύστηνε σε κάποιο γνωστό του. είπε με την μπασαδούρα του: «Ο μεγαλοφυής φίλος μου. Ο περίφημος ποιητής Μαγιακόφσκι». Κι έπειτα στον ίδιον: «Τώρα αν κοτάς μη γράφεις, θα με κάνεις ρεζίλι».
Ο Μπουρλιούκ ήταν δώδεκα περίπου χρόνια μεγαλύτερός του. «Μου έδινε καθημερινά 50 καπίκια να γράφω χωρίς να πεινάω».
Τον βάλανε να γράφει ποιήματα. «Έγραψα το πρώτο μου: Το πορφυρό και το λευκό κι άλλα». Αυτό το ποίημα είναι δεύτερο στη σειρά, όπως μπήκαν στη συλλογή. Το τιτλοφόρησε Η νύχτα. Μπροστά μπήκε το άλλο:
ΤΟ ΠΡΩΙ
Η σκυθρωπή βροχή λάξεψε τη ματιά της.
Και πίσω
από τα κάγκελα
της σταράτης
σιδερένιας σκέψης των καλωδίων
– το στρώμα. Πάνω
εκεί
των ανερχόμενων αστεριών
ελαφρά πατήσανε τα ποδάρια.
Αλλά το σβή-
σιμο των φαναριών
– γαλαζοαίματοι
εστεμμένοι με το φωταέριο –
πιο οδυνηρό
έκανε για το μάτι
το επιθετικό μπουκέτο με τις πόρνες του
βουλεβάρτου.
Και τρομερό
υψώθηκε ζικζακωτά
το νυχερό γέλιο
από τα καλαμπούρια
– κίτρινα φαρμακερά τριαντάφυλλα.
Πέρ’ από τη βοή
και την τρομάρα
χάρμα ματιών
να στέκεσαι και να κοιτάζεις
τους δούλους
των μαρτυρο-ηρεμο-αδιάφορων
σταυρών –
τα φέρετρα
των οίκων
ανοχής
ριγμένα απ’ την ανατολή σε ανθογυάλι που
φλεγόταν.
Η ΝΥΧΤΑ
Το πορφυρό και το λευκό πετάχτηκαν τσαλακωμένα,
στο πράσινο ρίχνανε με τις χούφτες τα δουκάτα
και στις μαύρες παλάμες των συναγμένων παραθυριών
μοιράσανε τα φλογισμένα κίτρινα χαρτιά.
Τα βουλεβάρτα κι η πλατεία καθόλου δεν
παραξενεύονταν
βλέποντας πάνω στα κτίρια ν’ απλώνονται
γαλάζιες τήβεννοι.
Και παλιότερα των δρομέων τα πόδια τα τυλίγανε
οι φωτιές με βραχιόλια – πληγές κίτρινες.
Το πλήθος – σβέλτη παρδαλή γάτα-
κολύμπαγε λικνιστά από πόρτα σε πόρτα·
ο καθένας ήθελε να σπρώξει έστω λιγάκι
τον πελώριο σβώλο από λιωμένο γέλιο.
Εγώ, των φορεμάτων νιώθοντας τις καλεστικές
χειρονομίες,
τους έμπηξα στα μάτια ένα χαμόγελο, μα τρομαχτικά
βαρώντας τα σίδερα. Και χα χα χα οι αραπάδες
ξανοίγοντας στο κούτελό τους πολύχρωμα φτερά
παπαγάλου.
Τα δύο πρώτα ποιήματα του Μαγιακόφσκι. Τα επαγγελματικά, τα δημοσιευμένα, το υπογράμμισε ο ίδιος. Είδαμε ότι ένα τετράδιο με ποιήματα είχε γράψει στη φυλακή, αλλά προηγήθηκαν κι άλλες προσπάθειες, όταν ακόμα ήταν στο γυμνάσιο, «το πρώτο μισοποίημα» για το παράνομο μαθητικό περιοδικό. Του βγήκε απίθανα επαναστατικό και στον ίδιο βαθμό απαίσιο. Έγραψε κι ένα άλλο λυρικό, ασυμβίβαστο όμως με τη σοσιαλιστική του αξιοπρέπεια. Και τα παράτησε. Τα ποιήματα εκείνα κανείς δεν τα ξέρει.
Όπως και τ’ άλλα της φυλακής. Ίσως κάποια από τα τελευταία μετά τα θυμήθηκε και τα ξαναδούλεψε. Αρχή του ποιητικού του έργου θεωρούσε το 1909 (το τετράδιο της φυλακής), έτσι μετά το σημείωνε στις εκδόσεις του. Και τις άρχιζε πάντα με το Πρωί, μάλλον για να τονίζεται η ιδέα του πρωτοξυπνήματος, της αρχής, αλλά πολύ πιθανόν επειδή το ποίημα αυτό είναι πολύ περισσότερο από το άλλο, τη Νύχτα, μαγιακοφσκικό στην εμφάνιση, όχι η κλασική στροφή, αλλά οι στίχοι ποταμηδόν ο ένας μετά τον άλλον χωρίς διακοπές ως το τέλος.
Κάτι ακόμα πιο σημαντικό: στο ποίημα αυτό είναι πια κι η περίφημη σκάλα, μόνο που ακόμα δεν έχουμε μια εκτεταμένη σκάλα, είναι βιδωτή, στριφογυριστή.
Την κλιμακωτή διάταξη του στίχου η ποίηση του Μαγιακόφσκι την έβγαλε από μέσα της – κι ας είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τον Μπέλι. Ποίηση που απευθυνόταν σ’ όλους ανεξαίρετα, στο πιο πλατύ κοινό, είχε ανάγκη οι πιο τονισμένες, σημαίνουσες λέξεις κι οι μικρές εσωτερικές ενότητες στη φράση να πάρουν δικό τους αέρα, τράτο, για να φρενάρουν τη ροή και να τραβήξουν πάνω τους την προσοχή, να ξεχωρίζουν οι εικόνες χωρίς να στριμώχνονται η μία με την άλλη. Πρόκειται για μια οδηγία του πώς να διαβάζονται και να ηχούν οι στίχοι του – προπαντός πώς να ηχούν».
Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, Ο Μαγιακόφσκι – Τα εύκολα και τα δύσκολα, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2011.