Τα μεγάλα καλοκαίρια της μικρής ζωής…

Και δεν θα σταματήσω να πορεύομαι μήτε στιγμή στις ένθερμες μέρες και στις παθιασμένες νύχτες,  μέχρι να διεισδύσει στις φλέβες μου όλη η αλκή τούτου του ανεξάντλητου καλοκαιριού…

Ο ίσκιος του ουρανού

Ο ουρανός που άλλοτε θωρούσα με δυσπιστία τώρα φαντάζει εχέγγυος και αξιόπιστος και με καλεί να ξαποστάσω στον ίσκιο του…

Στους σταλακτίτες των ολόχρυσων αχτίδων του ξαναγεννιέται η ενδόμυχη ανατολή, η πηγή, η έγερση και η ύψωση, η νέα επικαιρότητα που θα συντρίψει κάθε αβεβαιότητα στη γη, που θα προσηλυτίσει τον αληθινό έρωτα στην αγέρωχη εξουσία του φωτός!

Ας εγκαταλείψεις για μια στιγμή τα ολόλευκα, ασβεστωμένα  σπίτια και τα ασημένια ακρογιάλια κι ας αποχαιρετήσεις την αίγλη του ηγεμόνα ήλιου που ανάβει αναίμακτες πυρκαγιές πέρα, μακριά, κατά τη μεριά της δύσης…

Ο ουρανός ερωτεύεται ξανά το φρεσκοβρεγμένο και το φρεσκοοργωμένο  χώμα.

Ζει και ανασαίνει πάντα συνταυτισμένος με τον αρμονικό κυματισμό των δέντρων και των σταχιών, με την απεριόριστη ελευθερία του λευκού σύννεφου και της βροχής,  με τους ούριους ανέμους των προσμονών που σκορπούν ρίγη χαράς και ενθουσιασμού στην καρτερική γη, με τους  λυγερούς ίσκιους των πανάγαθων στοιχείων της πλάσης που λιμπίστηκαν να αγαπήσουν στο φως, αλλά που δεν μπόρεσαν να αγαπήσουν…

Τα κιτρινισμένα φύλλα των φυλλοβόλων δένδρων τρεμοπαίζουν στην σκόρπια μοναξιά του καιρού κι εγώ, με το πείσμα των αιώνων, πορεύομαι πάναγνος και αναμάρτητος ως τα χορταριασμένα μονοπάτια της ζεστής σου γης…

Το κατευόδιο των άστρων με παραπέμπει πάλι κοντά σου. Δίπλα σου, πλάι στο ευφρόσυνο ταξίδι του προαιώνιου θεού έρωτα, στην αμείλικτη στοργή της αγάπης των χεριών σου…

Εσύ είσαι ο γλαφυρός ουρανός κι εγώ είμαι ο ανεξάλειπτος ίσκιος του…

Κι υψώνομαι αγέρωχος και ακηλίδωτος ως εκείνη τη μαγική λάμψη που αναγεννά τις μύχιες επιθυμίες της πολύπαθης  πλάσης, για να αποθησαυρίσω την απαραίτητη γνώση,  για να  μυηθώ στην  αδιάψευστη αλήθεια της ακοίμητης φωτιάς.

Στην ιεροπραξία που ξεκλειδώνει και ανοίγει διάπλατα τις αμπαρωμένες πύλες της αυγής, για να ξυπνήσει το αλαβάστρινο δάκρυ σε όλα τα ξαγρυπνημένα  μάτια, για να ακμάσει και, για να γιομίσει με πορφυρούς ανθούς το αειθαλές δέντρο της ζωής στην επικείμενη άνοιξη.

Για να γαληνέψει  μια πλατιά, τρικυμισμένη θάλασσα και να καλοσυνέψει ένας ασύνορος ουρανός, για να συμβασιλέψουν αρμονικά, το ανεκποίητο όραμα του γαλαζοαίματου καλοκαιριού με το τρυφερό πεπρωμένο των πελαγίσιων ερώτων σου!

Εσπερινές εικόνες

Μέσα σε τούτο το αντιβούισμα των δειλινών ήχων,  άοκνα και ακατάβλητα επιζήτησα να ξεδιαλύνω την ποιητική χροιά στην αίσθηση της ακοής.

Την πηγή της συνήχησης, του ρυθμού και της μελωδίας.

Τη  δική σου αντιφωνία  στο δοξαστικό ανάκρουσμα των αναστάσιμων ύμνων του Μεγάλου Εσπερινού.

Στους ψαλμούς και στις θρησκευτικές ωδές, στους υπερφυείς φθόγγους της Βυζαντινής κλίμακας που μεταλαμπαδεύουν τη σεντεφένια τους αταραξία  και την πνευματική μεταρσίωση  στις καταδεκτικές καρδιές  των αδολίευτων ανθρώπων…

Τώρα πια δε νιώθω κανένα δέος για ότι κλονίζει και πτοεί τον αμνημόνευτο και τον αδόξαστο κόσμο των εικόνων, γιατί εγώ είπα  «ναι» και στη ζωή και στο θάνατο…

Τα ορμητικά ποτάμια είναι οι δρόμοι μου κι η θάλασσά σου είναι η αιωνιότητα.

Και δεν θα σταματήσω να πορεύομαι μήτε στιγμή στις ένθερμες μέρες και στις παθιασμένες νύχτες,  μέχρι να διεισδύσει στις φλέβες μου όλη η αλκή τούτου του ανεξάντλητου καλοκαιριού.

Μέχρι να χορτάσω την ιωδίνη του πάνγλαυκου κύματος που θρυμματίζεται εκστασιασμένο  στο δυσπρόσιτο σκόπελο της ακτής σου.

Μέχρι να γιομίσω την ψυχή και τα χέρια μου με τα χερόβολα του ήλιου, για να ενδύσω το γυμνό και το ηλιοκαμένο  σου κορμί  με λαμπερές αχτίδες, με μαλάματα, με φύκια χρωματιστά,   με θαλασσινούς σταυρούς, με εγχάρακτα και με ενεπίγραφα όστρακα…

 

*Εικόνα: «Δύο παιδιά στην παραλία» (1919), του Θεόφραστου Τριανταφυλλίδη (1881-1955) Λάδι σε μουσαμά επικολλημένο σε χαρτόνι, 54,5 x 75 εκ. – Εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: