Τεύκρος Ανθίας – Για Σένα ατίμητη ζωή, για Σε γαλανομάτα Λευτεριά…
Τι κι αν μισή η καρδιά βαθιά μου υφαίνει
το νήμα της ζωής στον αργαλειό των οραμάτων;
Μύριες ζωές υφαίνουνται μαζί και την κρατάνε
πλατύτερη απ’ τη γη – μια πυραμίδα
θεμελιωμένη στον Άνθρωπο,
με την κορφή στον ίλιγγο του αιθέρα σφηνωμένη.
Στις 8 του Νοέμβρη 1968 έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Κύπριος ποιητής Τεύκρος Ανθίας (το πραγματικό του όνομα ήταν Ανδρέας Παύλου).
Ο Τεύκρος Ανθίας υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου και στη συνέχεια στέλεχος του ΑΚΕΛ (1941) και ήταν ένας από τους λιγοστούς που κατάφεραν, παρά τη σχετική απαγόρευση της κυβέρνησης Καραμανλή, να πραγματοποιήσουν μαζί με τον Γρηγόρη Λαμπράκη την Α’ Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης (1963).
Δυο ποιήματά του:
Διακήρυξη
Κι ίχνη καρδιάς να ζούνε μέσα μου,
θα τραγουδώ και θ’ αλαλάζω
για Σένα ατίμητη ζωή,
για Σε γαλανομάτα Λευτεριά.
Δεν είναι σφαίρα η γη,
δε στροβιλίζεται στο Άπειρο.
Χτυπάει σα μια καρδιά μέσα στα στήθια μου
κ’ είν’ οι παλμοί της θούρια κι εμβατήρια.
Λυγμοί από τόξο τσιγγάνικου βιολιού
για τον ανθρώπινο πόνο, για τη Λύτρωση.
Τι κι αν μισή η καρδιά βαθιά μου υφαίνει
το νήμα της ζωής στον αργαλειό των οραμάτων;
Μύριες ζωές υφαίνουνται μαζί και την κρατάνε
πλατύτερη απ’ τη γη – μια πυραμίδα
θεμελιωμένη στον Άνθρωπο,
με την κορφή στον ίλιγγο του αιθέρα σφηνωμένη.
Κ’ ίχνη καρδιάς να ζούνε μέσα μου,
θα τραγουδώ και θ’ αλαλάζω
για Σένα ατίμητη ζωή,
για Σε γαλανομάτα Λευτεριά!
ω Λευτεριά!
(Από την Επιθεώρηση Τέχνης, 2/1956)
∞
Από «τα σφυρίγματα του αλήτη»
Αλήτη! Απόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, αλήτη.
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πώκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.
Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς,
ούτε κραυγές υστερικές να βγαίνεις πέρα ως πέρα.
Είσ’ ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτεινής,
που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχη εσπέρα.
Κι όταν θα βρεις το λυτρωμό σ’ ένα παγκάκι ξαπλωμένος,
και θα σιγήσει ο σίφουνας κι η θύελλα της ζωής σου,
αλήτη, δε θα πεις ποτέ πως ήσουν κουρασμένος
απ’ τον αγώνα το σκληρό της άρυθμης ψυχής σου.
Αλήτη, απόψε είναι η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
που έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.
(Από τη Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία «ΠΑΠΥΡΟΥ», Αθήνα 1971)
***
Το βιογραφικό σημείωμα προέρχεται από τα Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας (τόμος Β΄, έκδοση 2012):
Ο Τεύκρος Ανθίας (ψευδώνυμο του Ανδρέα Παύλου, Κοντέα Αμμοχώστου, 1903-Λονδίνο, 1968) αποφοίτησε από το Ιεροδιδασκαλείο της Λάρνακας το 1922, εργάστηκε για λίγο ως δάσκαλος στην Κύπρο και ακολούθως στην Ελλάδα (1924-1926), για να εγκαταλείψει τη διδασκαλική σταδιοδρομία με την εγκατάστασή του στην Αθήνα (1927), η οποία και θα σηματοδοτήσει μια περίοδο σκληρών βιοτικών συνθηκών και έντονων στερήσεων. Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο το 1930, διώκεται επανειλημμένως από τη βρετανική αποικιακή διοίκηση για τις μαρξιστικές ιδέες και την πολιτική του δράση (1931-1933), ενώ θα αφοριστεί και από την Εκκλησία για την ποιητική του συλλογή Δευτέρα Παρουσία (1931). Από το 1934, θα εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορες εφημερίδες και αργότερα θα εκδώσει δικά του έντυπα (Φλόγα κ.ά.). θα συνεχίσει τη δημοσιογραφική και εκδοτική του δραστηριότητα στο Λονδίνο (1948-1955 και 1957-1968). Ενδιάμεσα, θα βρεθεί ξανά στην Κύπρο και θα πάρει μέρος στον Απελευθερωτικό Αγώνα, υφιστάμενος εκ νέου διώξεις και φυλακίσεις.
Πολυγραφότατος, υπηρέτησε όλα τα είδη του έντεχνου και δημοσιογραφικού λόγου. Με «ποιητάρικες» καταβολές (είχε εκδώσει επτά φυλλάδες ως τα δεκαπέντε του χρόνια), θα δημοσιεύσει το 1922 πρωτόλεια ερωτικά ποιήματα, πριν γίνει ευρύτατα γνωστός με τη συλλογή Τα σφυρίγματα του αλήτη (1929). Η συλλογή αυτή, η οποία εντάσσεται στο πνεύμα του «αλητισμού» της εποχής, όπως θα εκφραστεί στη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία, θα γνωρίσει επτά εκδόσεις ως το 1956. Το εκτεταμένο έργο του (Άγιε Σατάν, ελέησόν με, 1930, Η Δευτέρα Παρουσία, 1931, Το ημερολόγιο C.D.P., 1956 κ.ά.) αναδεικνύει την πολιτική/ κοινωνική του ευαισθησία και αγωνιστικότητα, τη βαθιά ανησυχία του όχι μόνο για την ιδιαίτερη πατρίδα του ή τον ελληνισμό, αλλά γενικότερα για τον σύγχρονο άνθρωπο και τα προβλήματά του”.