The Man He Killed
“Τι όμορφα που καθόμαστε τώρα και συζητάμε. Κι όμως, αύριο μπορεί να μας δώσουν ένα όπλο και να πρέπει να το στρέψουμε ο ένας ενάντια στον άλλον”…
Το ποίημα “The Man He Killed” του Thomas Hardy μου θυμίζει μία συζήτηση που είχα πριν πολλά χρόνια στο καφενείο. Στο μέρος που ζω έρχονται πολλοί Τούρκοι τουρίστες. Καθόμουν λοιπόν μία μέρα με την οικογένειά μου για καφέ και δίπλα μας κάθισε ένα ζευγάρι Τούρκων που είχαν έρθει για ολιγοήμερες διακοπές. Κάποια στιγμή έκαναν μία ερώτηση, σε άπταιστα αγγλικά, κι έτσι ξεκινήσαμε μία συζήτηση η οποία τελικά μας οδήγησε στο εξής συμπέρασμα το οποίο πολύ εύγλωττα διατύπωσε το ζευγάρι: “Τι όμορφα που καθόμαστε τώρα και συζητάμε. Κι όμως, αύριο μπορεί να μας δώσουν ένα όπλο και να πρέπει να το στρέψουμε ο ένας ενάντια στον άλλον”.
Αυτό ακριβώς πραγματεύεται το ποίημα του Τόμας Χάρντι το οποίο έχει γραφτεί το 1902 κατά τη διάρκεια του Δεύτερου νοτιοαφρικανικού πολέμου ανάμεσα στη Βρετανική αυτοκρατορία και στις δημοκρατίες του Μπόερ. Το “The Man He Killed” είναι ένας μονόλογος στον οποίον ο ομιλητής περιγράφει τη στιγμή που πυροβόλησε και σκότωσε έναν άνδρα κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Το ποίημα ξεκινά με την περιγραφή μιας εναλλακτικής πραγματικότητας. Φαντάζεται πως θα μπορούσε να έχει συναντηθεί τυχαία με αυτόν τον άνθρωπο οπότε θα κάθονταν να πίνουν μαζί σε ένα πανδοχείο. Στην πραγματικότητα όμως βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον διατεταγμένοι στρατιωτικά και πυροβόλησαν ο ένας τον άλλον. Ο ομιλητής προσπαθεί να καταλάβει γιατί συνέβη αυτό και δίνει την εξήγηση λέγοντας πως ο νεκρός στρατιώτης ήταν αντίπαλος του, εχθρός του. Αυτό βέβαια τα κάνει όλα ξεκάθαρα στο μυαλό του, παρόλα αυτά όμως ο ομιλητής σκέφτεται πως ο σκοτωμένος άντρας κατατάχτηκε στον πόλεμο γιατί μάλλον, όπως και ο ίδιος, ήταν φτωχός ή άνεργος. Αναγνωρίζει ο ομιλητής πως ο νεκρός άντρας δεν ήτανε καθόλου διαφορετικός από τον ίδιο, όμως όπως λέει ο πόλεμος είναι γραφικός και περίεργος. Και κλείνει επαναλαμβάνοντας το βασικό του σημείο. Πως σκότωσε έναν άνθρωπο με τον οποίον αν είχανε βρεθεί σε ένα μπαρ θα τον είχε κεράσει ένα ποτό ή ακόμα θα του δάνειζε χρήματα αν χρειαζόταν.
Το ποίημα:
Η αφήγηση:
Νάγια Νομικού