Το φιλί
“…Κι εκεί που αρχίζει η προσδοκία του κόσμου, πάντα ένας Ιούδας
σπέρνει πάλι την αμφιβολία στις αναποφάσιστες συνειδήσεις,
για να μεσουρανήσει η μέγιστη θανάσιμη αμαρτία,..”
Όταν ακούστηκε ο ξερός μεταλλικός ήχος εκείνος δε δίστασε…
Τον πλησίασε και Τον φίλησε δίχως τύψη στο μέτωπο
μ’ εκείνη την πικρή γεύση της προδοσίας στα χείλη.
Οι άλλοι Τον κύκλωσαν κι όλα τα μαχαίρια σημάδεψαν
τα γυμνά Του στήθια.
-Όποιος νικήσει το φόβο δεν ελπίζει σε τίποτα, ψιθύρισε Αυτός,
τείνοντας τα χέρια να Του να του κρεμάσουν τις βαριές αλυσίδες.
Ποτέ δεν είναι αργά… γιατί η ιδέα μπορεί να εγερθεί ξανά
με τη πρώτη κλαγγή του φωτός και κείνο το ανώλεθρο όραμα
μπορεί να κυματίσει πάλι στον αγέρα σαν επαναστατημένο λάβαρο.
Ας φυσάει ο βοριάς στα σταυροδρόμια και στις θάλασσες,
αυτοί που νικήθηκαν δε θα υποταχτούν αμαχητί κι ένα ξημέρωμα
θα προσφέρουν ξανά το αίμα τους θυσία για να τραβήξει
μπροστά ο καιρός, για να κοπάσει για πάντα στη γη ο βίαιος θάνατος…
Όμως, μας λείπουν πολλές ξεχωριστές στιγμές σύντροφε
για να αλαφρύνει το χώμα, για να στερέψουν τα δάκρυα στη γη,
για να δυνηθεί το ανύνταχτο βλέμμα των μεροδουλευτών να κατοπτεύσει
τον πόνο που έρχεται αβύζαχτος κι αχόρταστος μαζί με τη βροχή.
Κι εκεί που αρχίζει η προσδοκία του κόσμου, πάντα ένας Ιούδας
σπέρνει πάλι την αμφιβολία στις αναποφάσιστες συνειδήσεις,
για να μεσουρανήσει η μέγιστη θανάσιμη αμαρτία,
για να υψωθεί, στην επιφυλακτικότητα και στην καταστολή,
το αποτρόπαιο χέρι,για να χαράξει ανεξίτηλα την οδύνη
στις καρδιές των ανθρώπων της βιοπάλης,
για να ναυαγήσει ο καιρός σ’ ένα θολό συναίσθημα.
Στις φθαρτές χειρονομίες, στο ψέμα και στην ανίδεη μοναξιά
κανείς, μα κανείς δε μπορεί να υποψιαστεί από πού πνέει
ο άνεμος της ελευθερίας. Ο καιρός περνά γοργά και γίνεται στάχτη.
Κι εκεί που η μνήμη διασταυρώνεται με το αίμα
τούτος ο τιτάνιος κόσμος με τις απεριόριστες δυνατότητες,
μέσα στην πλήξη, στην ανεκτικότητα και στην οργανωμένη αδιαφορία του
συντρίβεται και καταρρέει, ανήμπορος, αποτυχημένος και αδόξαστος…