Το παιδί και οι ληστές / Τα αντικλείδια – Γιώργης Παυλόπουλος
“Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί…”
Ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας, στις 22 του Ιούνη 1924 και έφυγε από τη ζωή στις 26 του Νοέμβρη 2008 στη γενέτειρά του όπου ζούσε μόνιμα.
Ξεκίνησε σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών μα δεν τις ολοκλήρωσε.
Ποιήματά του πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1943, στο περιοδικό «Οδυσσέας», που εξέδιδε ο ίδιος με φίλους του στον Πύργο.
Συνεργάστηκε με τον φίλο του ποιητή Τάκη Σινόπουλο, σε μια πειραματική γραφή κοινών ποιημάτων, τα οποία συμπεριέλαβε ο Σινόπουλος στο έργο του.
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: «Το κατώγι» (1971), «Το σακί» (1980), «Τα αντικλείδια» (1988), «Τριαντατρία χαϊκού» (1990), «Λίγος άμμος» (1997), «Ποιήματα 1943-1997» (συγκεντρωτική έκδοση, 2001), «Πού είναι τα πουλιά» (2004), «Να μη τους ξεχάσω» (2008).
Ποιήματα και κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλά ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά έντυπα και ανθολογίες.
Μέρος του ποιητικού του έργου μεταφράστηκε στην Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ολλανδία, Ιταλία, Πολωνία, Ρωσία, Η.Π.Α. και Καναδά.
Εργάστηκε ως λογιστής και γραμματέας σε ιδιωτικούς φορείς ενώ ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική.
Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Τα ποιήματα που ακολουθούν εμπεριέχονται στη συλλογή «Τα αντικλείδια» (1988). Τα αντιγράφουμε από τον τόμο «Γιώργης Παυλόπουλος – Ποιήματα 1943-2008» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κίχλη».
Τα αντικλείδια
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τούς ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πιά. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.*
Το παιδί και οι ληστές
Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
πλαγιάζανε τις νύχτες δυο ληστές.
Άκουγε κάθε νύχτα τα μαχαίρια τους
άκουγε τα σκοτεινά τους λόγια.
Κι έλεγε ο ένας να τον πάμε στα βουνά
να τον κάνουμε ληστή.
Κι έλεγε ο άλλος να του βγάλουμε τα μάτια
να τον κάνουμε ζητιάνο βιολιτζή.
Κάθε νύχτα το παιδί τρελό από το φόβο του
μεσ’ από κάμαρες και σκάλες και διαδρόμους
τούς ξέφευγε για να χωθεί στην αγκαλιά της.
Κι εκείνη το ’παιρνε και το χάιδευε.
το κοίμιζε πάντα με το ίδιο παραμύθι:
Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
πλαγιάζανε τις νύχτες δυο ληστές.
Άκουγε κάθε νύχτα τα μαχαίρια τους
άκουγε τα σκοτεινά τους λόγια.
Κι έλεγε ο ένας να τον πάμε στα βουνά
να τον κάνουμε ληστή.
Κι έλεγε ο άλλος να του βγάλουμε τα μάτια
να τον κάνουμε ζητιάνο βιολιτζή.
Κάθε νύχτα το παιδί τρελό από το φόβο του
μες από κάμαρες και σκάλες και διαδρόμους
τούς ξέφευγε για να χωθεί στην αγκαλιά της.
Κι εκείνη το ’παιρνε και το χάιδευε.
το κοίμιζε πάντα με το ίδιο παραμύθι:
Ήταν ένα παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
πλαγιάζανε τις νύχτες δυο ληστές…