Το τσιγάρο
“…Ανέκαθεν το κόλπο ήταν μεγάλο.
Σε ρούφηξαν και τώρα σε πετάνε,
σαν το τσιγάρο, κάτω σε πατάνε,
και από το πακέτο ανάβουν άλλο.”
Σκαμμένα πρόσωπα, χαράματα καπνίζουν,
ώσπου να ‘ρθεί το πρώτο λεωφορείο.
Αμίλητα, δαρμένα απ’ το κρύο,
κάποιες μορφές αγίων να θυμίζουν.
Το βάλσαμο της πρώτης καλημέρας,
τα πρώτα λόγια αφήνουνε τα χείλη.
Μελίσσι, ανταμώνουνε οι φίλοι,
κι αρχίζουν τον ανήφορο της μέρας.
Νοικιάζουνε και μπράτσα και πνευμόνια,
αντάλλαγμα για μια μπουκιά ψωμί.
Έτσι φεύγει και χάνεται η ζωή,
ανάμεσα στου χρόνου τα αμόνια.
Θα έρθουν άσχετοι να βάλουνε τους όρους,
μέσα από θερμαινόμενα γραφεία,
εκεί θα οργανώνουν τη ληστεία,
και για σπαθιά θα ‘χουν κοντυλοφόρους.
Ανέκαθεν το κόλπο ήταν μεγάλο.
Σε ρούφηξαν και τώρα σε πετάνε,
σαν το τσιγάρο, κάτω σε πατάνε,
και από το πακέτο ανάβουν άλλο.
– Να μη γίνουμε ούτε αποτσίγαρα απ’ το πακέτο τους, ούτε στυμμένες λεμονόκουπες στα σκουπίδια τους.
Άρης Κωνσταντίνου