«Τον πιάσαν και τον ξέκαμαν γοργά, πριν καν ιδούν οι σκύλοι ποιον σκοτώνουν…»
Ο Ρούσσος Κούνδουρος, δικηγόρος, και στέλεχος του ΕΑΜ, δεν ήταν κομμουνιστής, αλλά έντιμος πατριώτης. Συνεργαζόταν τίμια και ειλικρινά με τα στελέχη του ΚΚΕ Κρήτης. Εκτελέστηκε μετά από προδοσία, ως «ιθύνων κομμουνιστής».
Στις 29 του Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί καταχτητές εκτελούν 25 πατριώτες στις Φυλακές Αγυιάς Χανίων. Η εκτέλεση έγινε σε αντίποινα για την εκτέλεση από τον ΕΛΑΣ του συνεργάτη των καταχτητών, αξιωματικού της Ασφάλειας Χανίων, Τζεϊράνη, που συνέλαβε και παρέδωσε στους Γερμανοφασίστες, για να τον εκτελέσουν, το στέλεχος του ΚΚΕ Βαγγέλη Κτιστάκη.
Δυο μέρες μετά οι Γερμανοί δημοσιεύουν σε τοπική εφημερίδα τον κατάλογο των εκτελεσμένων. 13ο στη σειρά αναφέρεται το όνομα «Ρούσσος Κούνδουρος του Ανδρέου» και δίπλα «εκ Νεαπόλεως, ιθύνων κομμουνιστής». Ο Ρούσσος Κούνδουρος ήταν δικηγόρος, πρώην βουλευτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων, στέλεχος του καθοδηγητικού οργάνου του ΕΑΜ Χανίων, που συνεργάζονταν τίμια και ειλικρινά με τα στελέχη του ΚΚΕ Κρήτης.
Γεννήθηκε το 1891 στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης από γονείς Σφακιανούς. Διακρίθηκε ως μαχητικός δικηγόρος και δεινός ρήτορας. Εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος και πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Αγίου Νικολάου και αργότερα βουλευτής Λασιθίου, το 1926, με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Ήταν παντρεμένος με τη δασκάλα Μαρία Παντερμαράκη από τη Νεάπολη και είχαν πέντε παιδιά.
Ο Ρούσσος Κούνδουρος είχε αναπτύξει αξιόλογη δράση σαν ΕΑΜικό στέλεχος. Δημοσιογραφούσε στην εφημεριδούλα «Εθνικό Εγερτήριο» που στην προμετωπίδα της ο ίδιος είχε γράψει: «Σ’ αυτή τη γη όταν πατείς μια σπιθαμή αν σκάψεις / αίμα θα δεις ν’ αναπηδά, κόκαλα θα ξεθάψεις». Αλλά το κυριότερο έργο του ήταν η συμβολή του στην εθνική λαϊκή ενότητα που είχε βρει την πιο πλήρη της έκφραση στο ΕΑΜ.
Όπως σημειώνεται στην έκδοση «Έπεσαν για τη ζωή», της ΚΕ του ΚΚΕ, «ο Ρούσσος Κούνδουρος δέχτηκε πριν συλληφθεί φοβερές πιέσεις και εκβιασμούς από τους πράκτορες των Άγγλων στην Κρήτη και της ελληνικής κυβέρνησης του Καΐρου αλλά δεν υπέκυψε. Με επιστολές τους τον πίεζαν να διασπάσει το ΕΑΜ και να δημιουργήσει άλλη αντιΕΑΜική οργάνωση. Απέκρουσε σωρεία δελεαστικών προτάσεων για υψηλά πολιτικά αξιώματα, για ασφαλή μετάβασή του στη Μ. Ανατολή με υποβρύχιο, για χρυσές λίρες κ.λπ. Απέκρουσε άπειρες συκοφαντίες κατά των κομμουνιστών. Ο ίδιος δεν ήταν κομμουνιστής, αλλά έντιμος πατριώτης και πιστός ΕΑΜίτης.
Και λίγο πριν εκτελεστεί οι Άγγλοι τού πρότειναν, αν δεχτεί ν’ αποσκιρτήσει από το ΕΑΜ, αυτοί αναλάμβαναν να τον απελευθερώσουν, μέσω των Ελλήνων δωσίλογων που τον κρατούσαν και ήταν πράκτορές τους, να διασφαλίσουν την οικογένεια του και μετά την απελευθέρωση θα του ανέθεταν τη γενική διοίκηση Κρήτης. Ποιοι λοιπόν είναι οι ηθικοί αυτουργοί για την εκτέλεση του Ρ. Κούνδουρου από τους Γερμανούς; Και δεν είναι καθόλου περίεργο πως ο Ρούσσος Κούνδουρος εκτελέστηκε μόλις στα τέλη Αυγούστου 1944, δηλ. μόλις λίγες μέρες πριν οι Γερμανοί εγκαταλείψουν το μεγάλο μέρος του νησιού. Δεν είναι λοιπόν λογικό να υποθέσει κανείς πως Άγγλοι και Κάιρο αφού εξάντλησαν όλα τα μέσα να αποσπάσουν τον Ρούσσο Κούνδουρο από το ΕΑΜ και απέτυχαν, αποφάσισαν ύστερα με τα χέρια των χιτλερικών, μέσω των πρακτόρων τους δωσίλογων να τον στείλουν στο εκτελεστικό απόσπασμα; Να, λοιπόν, ποιοι βρίσκονται πίσω από τα γερμανικά εκτελεστικά αποσπάσματα. Να, ποιο ρόλο έπαιζαν οι δωσίλογοι στην Κατοχή. Υπάρχει συνεπώς αμφιβολία ότι ο εσμός αυτός των δωσίλογων υπηρετούσε τόσο τους Γερμανούς όσο και τους Βρετανούς; Να, τέλος, γιατί οι Βρετανοί μετά την απελευθέρωση όχι μόνο δεν έστειλαν τους δωσίλογους στη φυλακή και στα δικαστήρια αλλά τους προστάτευσαν, τους έδωσαν αξιώματα, τους έκαναν εξουσία!».
Ο Ρούσσος Κούνδουρος ήταν θείος του γνωστού σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου, ο οποίος στο βιβλίο του «Ονειρεύτηκα πως πέθανα» (εκδ. Ίκαρος), παραθέτει μαρτυρία ενός συχωριανού του εκτελεσμένου πατριώτη δικηγόρου. Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα:
«Φέρανε μάρτυρες και μαρτυρήσανε πως ο δικηγόρος Κούνδουρος και ο δικαστής Χατζηανδρέου βοηθάνε τους αντάρτες στα βουνά με όπλα και τροφές. Λένε πως οι Γερμανοί τους βασάνιζαν για δεκατέσσερα μερόνυχτα ώσπου τα σκυλιά κουράστηκαν. Τους μεταφέρουν στις κάτω φυλακές Ηρακλείου, όπου συναντάνε τον παπά Γιάννη Δατσέρη από το Χουμεριάκο, γραμματικός ήτονε του ΕΑΜ και τον συλλάβανε σπίτι του στις 17 του Αύγουστου. Στις 27 κάνουνε οι Γερμανοί κατάλογο και τους στέλνουνε στις φυλακές Αγιάς. Την πληροφορία έδωκε ο Πολιουδάκης, διευθυντής Χωροφυλακής στο Ηράκλειο και συνεργάτης των Γερμανών. Τώρα ζει στο χωριό του και κάνει τον πατριώτη. (…)Οι άρχοντες του νησιού, ο Μητροπολίτης και οι άλλοι επίσημοι, κάνανε παρακάλιο στους Γερμανούς να μην εκτελεστεί ο Κούνδουρος και οι άλλοι. Για τον Κούνδουρο που ήταν πρώην βουλευτής, δημοκρατικός, καλός χριστιανός, ο μητροπολίτης έβαλε όλη του την εξουσία. Ο Κούνδουρος βοήθαγε τους φτωχούς και τους κυνηγημένους και πολύς κόσμος γλίτωσε τα χειρότερα. Εμείς ξέρουμε πως τον έφαγε η προδοσία, και οι σύντροφοι του Ρούσσου όλο τον καιρό και ακόμα τώρα ψάχνουνε να βρούνε κείνα τα βρομερά σκυλιά που τον πουλήσανε στους Γερμανούς. Δεν ήτονε πολλοί μα η προδοσία, προδοσία. Όμως άγνωστος είναι ακόμα και εκείνος που τηλεφώνησε και κατάγγειλε στους Γερμανούς πως ο Ρούσσος Κούνδουρος ήτονε κομμουνιστής. (…) Και άλλους δεν έχουνε βρει και μπορεί να μην τους βρουν ποτέ, γιατί τα βουνά κρύβουν καλά τα μυστικά τους. Όμως αυτόν τον κάρφωσε, ο προδότης, ο Τζενεράλης από την επαρχία Αμαρίου. Αυτός είπε και άλλα στον ανακριτή όταν πολύ αργότερα έγινε έρευνα για να μάθει ο κόσμος ποιοι καρφώσανε τον Ρούσσο Κούνδουρο και τον στείλανε στο θάνατο».
Κλείνοντας την αναφορά μας στον σπουδαίο αυτό άνθρωπο και αγωνιστή, παραθέτουμε ποίημα που γράφτηκε στη μνήμη του, από τον ποιητή Λευτέρη Αλεξίου. Το ποίημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κρητικά Γράμματα» (Ηράκλειο Κρήτης-Ιούνιος 1946) και το βρήκαμε στον όμορφο ιστότοπο των εκδόσεων Ραδάμανθυς:
Ρούσσος Κούνδουρος
του Λευτέρη Αλεξίου
(Από τα Χρόνια της σκλαβιάς)
Ο Ανοιχτοχέρης είναι κι ο αγαθός,
η φτωχομάνα του νησιού, καθώς
τον κράζουν απ’ ολούθε οχτροί και φίλοι,
κι είναι της φαμελιάς του το αντιστύλι.
Μιλάει με λίγα λόγια και καλά,
στέκεται απ’ τις διχόνοιες πιο ψηλά,
και μ’ εξυπνάδα και με καλοσύνη
στους μοιρασμένους φέρνει τη ειρήνη.
Μέρα νύχτα το σπίτι του ανοιχτό
σε τόσους φίλους, μα να πεις κλειστό
ποτέ δεν είναι και στον πάσαν άλλο
που κάτι του ζητάει μικρό μεγάλο.
Τον βλέπεις αγκαλιά στην αγορά
μ’ αυτόν που ‘χει χτυπήσει η συμφορά
που ‘χει παιδί φυματικό στο σπίτι
ή δίκη με κανέναν αγιογδύτη.
Πού χάνεις τον; πού βρίσκεις τον; Εκεί!
Έχει πάντα δουλειά στη φυλακή.
Η μοίρα του κακότυχου τον καίει,
του δόλιου που ‘χουν κλείσει εκεί για χρέη.
Κι ήρθε η σκλαβιά, το σίδερο, η φωτιά.
Μας παίρνουν οι Αλλαμάνοι ζωή και στιά.
Από χώρες, χωριά και στενορύμμια
περνούν κι αφήνουν στάχτη και συντρίμμια.
Κι αυτός που αγάπη ως τώρα έχει στο νου
κινάει πολέμου κήρυγμα τρανού:
«Αδέλφια», λέει, «σκωθείτε και χτυπάτε!
Τη σκλαβωμένη Ελλάδα μη ξεχνάτε»!
«Δεν έχει εδώ πια πλούσιους και φτωχούς!
Έχει αδερφές μονάχα κι αδερφούς
που λευτεριά διχούν και φως γυρεύουν!
Όσοι πιστοί! Ζούν μόνο όσοι παλεύουν»!
«Μάνα και τέκνα αφήσετε και βιός!
Μάνα η πατρίδα, τέκνα, πλούτη! Ομπρός!
Στα στήθια ως να τους μπήξουνε το γόνα,
κρατήστε όρθιο τον τίμιο ετούτο αγώνα»!
Και λέει και λέει. Κι η γκαρδιακή φωνή
όσο ήταν πριν γλυκειά και σιγανή,
τόσο κι αγριεύει τώρα και φριμάζει
και τις καρδιές ανάβει κι αναταριάζει.
Κι από τα ριζοβούνια ολονυχτίς,
πανηγυριώτες άπαυτης γιορτής,
περνούν και παν ψηλά τα παληκάρια,
αραδαριά οι παλιοί με τα πρωτάρια.
Κι οι ασκλάβωτοί μας πιάσαν τις σπηλιές,
με τους αητούς μαζί χτίζουν φωλιές,
πλάι στις βροντές βροντάν οι αντροφωνάρες
κι αντιδονιένται οι κάτασπρες μαδάρες.
Και κάθε αργά ξεχυούνται ως την αυγή
σα δράκοι, κι όπου πέσουν τρέμει η γη.
Χτυπούν, συντρίβουν σαν το αστροπελέκι
και χάνονται. μα ευτύς βαρούν παρέκει…
Πια τότε, κει που αχνόφεγγε η αυγή
κι αντίκρυ στον Αντίχριστο όρθια η Γη
του γδικιωμού ακονούσε τη ρομφαία,
τα χιλιοπικραμένα έφτασαν νέα:
Για αυτούς αργά, παρά για μας νωρίς,
τον πιάνουν-τον τραβούν στου Κάστρου ευτύς
τα κάτεργα-λίγο καιρό κατόπι
στης Αγυιάς τον χαλνούν στο κακοτόπι.
Για μας νωρίς, παρά για αυτούς αργά,
τον πιάσαν και τον ξέκαμαν γοργά,
πριν καν ιδούν οι σκύλοι ποιον σκοτώνουν,
ποια καρδιά δίχως ταίρι θανατώνουν.
Κι ειπώθη-ο λαός τα γρίκησε σκυφτός-
πως και στον Άδη του κελλιού κλειστός,
δεν μόχταε για την ίδια του την τύχη,
μα ο σηκωμός του γένους να πετύχει.
Στο σπίτι του ανοιχτή στέλνει γραφή,
δεύτερη στο βουνό γραφή κρυφή,
κι αν και το ξέρει η μοίρα του σιμώνει:
«Καρδιά», τους λέει, «παιδιά, κι η ώρα-ώρα ξημερώνει!».