Τρεις μεγάλες προσφορές του Ντίνου Χριστιανόπουλου στη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα
Μπορεί να ήθελε να περνάει για απολιτίκ, αλλά η ζωή του και τα γραφτά του είχαν ξεκάθαρα πολιτικό νόημα. Ήταν με το λαό, ήθελε να ξεστραβωθεί ο κόσμος, να καλλιεργηθεί, όχι με υψηλές σπουδές και φιλοσοφία αλλά με ποίηση, λογοτεχνία του δρόμου και ρεμπέτικο.
Άμα συχνά περπατούσες στη Σαλονίκη πριν μερικά χρόνια, κέντρο και παραλία, δεν μπορεί, σε κάποια φάση θα πετύχαινες και το Χριστιανόπουλο. Εγώ τον είχα πετύχει να κάθεται στο Γιοκ Μπαλίκ, Σβώλου με Εθνικής Αμύνης. Σαν κοινωνικός άνθρωπος που είμαι πήγα και τον είπα “γειά σας κύριε Χριστιανόπουλε” – “γειά σου κι εσένα” μου απάντησε, πολύ λογικά, πολύ νορμάλ, χωρίς σασπένς και κρυφά νοήματα· ο ίδιος θα λεγε, δεν υπάρχουν τέτοια πράματα, που κορόιδευε τους σύγχρονους κουλτουριάρηδες.
Πρώτη φορά τον διάβασα εντελώς από ατύχημα: με τον αδερφό μου, στις βόλτες που κάναμε παλιά να πιούμε φραπέ στο Σορόκο, είχαμε βρει δίπλα στα σκουπίδια (!) παρατημένα καμιά δεκαπενταριά παλιά βιβλία, μεταξύ των οποίων και η ποιητική συλλογή του Χριστιανόπουλου “Το κορμί και το σαράκι”. Σίγουρα ο τύπος που πέταξε τα βιβλία εκεί είχε ενοχληθεί απ’ το περιεχόμενο, κυρίως απ’ τα ερωτικά του φυσικά.
Ούτε κι εγώ, ομολογώ, το είχα πάρει καλά, όντως επηρεασμένος ακόμα απ’ τη πατροπαράδοτη ανδροπρέπεια. Με τον καιρό όμως συνειδητοποίησα ότι είχε πολλά αρχ… να γράφει τέτοια ποίηση.
Μου αρέσουν τα τρισύλλαβα σε -ίδι
απίδι, ξεφτίδι, σκουπίδι και άλλα…
Και μάλιστα να κυκλοφορεί με ψηλά το κεφάλι στη συντηρητική – αλλά και προοδευτική συνάμα όπως φαίνεται – Σαλονίκη. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια έκανε να το κατακτήσει αυτό.
Αυτό ήταν η πρώτη του μεγάλη συνεισφορά στην ελληνική κοινωνία: έναν αιώνα μετά τον ακριβοθώρητο Καβάφη και δυο-τρεις δεκαετίες πριν την άνοδο του ελτζιμπιτί και του πράιντ, ο Χριστιανόπουλος εξέφρασε αυτή την κοινωνική ομάδα με το κύρος ενός ανθρώπου των γραμμάτων, που είμαι σίγουρος ότι θα απεχθάνονταν να τον αποκαλούν έτσι. Με εντελώς λαϊκή γλώσσα, όπως τη μιλάν στο δρόμο, χωρίς πνευματικές ακροβασίες και μασκαραλίκια. Και γράφεις σε απλή δημοτική μόνο όταν γράφεις χύμα και ειλικρινά, την αλήθεια στη μάπα. Κι αυτό ήταν η δεύτερη συνεισφορά του. Μολονότι άνθρωπος “των γραμμάτων”, στις συνεντεύξεις που τον βλέπαμε στην τηλεόραση, μιλούσε απλά ελληνικά και με ευθύτητα, ούτε περιστροφές, ούτε ψαγμένες λέξεις. Όχι επειδή δεν μπορούσε αλλά επειδή δεν γούσταρε. Μια ματιά να ρίξετε στο δοκίμιο – συζήτηση με τον Περικλή Σφυρίδη, “Τα αλαμπουρνέζικα”, θα σας πείσει για του λόγου το αληθές.
Και η τρίτη του μεγάλη συνεισφορά είναι ότι τίμησε τον Βασίλη Τσιτσάνη καλύτερα κι από δέκα ντοκιμαντέρ κι αφιερώματα στην τηλεόραση. Έκατσε, έγραψε, τραγούδησε με την “παρέα του Τσιτσάνη” τα τραγούδια του, απλά όπως πάντα – μεγάλο πράμα η απλότητα -, λαϊκά, χωρίς τυμπανοκρουσίες και περικοκλάδες, όπως αρμόζει σε έναν τεράστιο λαϊκό συνθέτη από έναν τεράστιο λαϊκό ποιητή.
Δεν με ενοχλούσε που δεν γούσταρε τους κομουνιστές και πολύ, κανέναν δεν γούσταρε βασικά. Κι αν οι αναρχικοί ένιωσαν σε κάποια φάση ότι είναι “δικός τους” ας το ξανασκεφτούν. Αν το να ‘σαι γκέι σήμερα πολλοί το θεωρούν “προνόμιο” (αντιθέτως) τάχα – λες και όλες οι πόρτες ανοίγουν άμα είσαι – πριν μισό αιώνα ήταν κατάρα. Εξάλλου είχε γράψει κάποτε:
Σαν τους αριστερούς σας αγαπώ, αδέρφια μου·
κι αυτοί κι εμείς διαρκώς κατατρεγμένοι:
αυτοί για το ψωμί –εμείς για το κορμί,
αυτοί για λευτεριά –εμείς για έρωτα, για μια ζωή δίχως φόβο και χλεύη.
Μπορεί να ήθελε να περνάει για απολιτίκ, αλλά η ζωή του και τα γραφτά του είχαν ξεκάθαρα πολιτικό νόημα. Ήταν με το λαό, ήθελε να ξεστραβωθεί ο κόσμος, να καλλιεργηθεί, όχι με υψηλές σπουδές και φιλοσοφία αλλά με ποίηση, λογοτεχνία του δρόμου και ρεμπέτικο. Στεναχωρέθηκα πολύ που έμαθα ότι πέθανε, απ’ την άλλη όμως, έτσι όπως τον μάθαμε, μου φαίνεται ότι έκανε το χρέος του προς όλους εμάς.
και τι δεν κάνατε για να με θάψετε
όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος.