Τσιγγάνος, ο εξόριστος γιος της γης – Ένα αδημοσίευτο ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη
“…Εσείς μοχθείτε να θεμελιώσετε τον πλούτο και τη χλιδή
πάνω σε τούτη την αμμώδη ακτή κι εγώ λιμπίζομαι να ζήσω
την αιωνιότητα της εύθραυστης στιγμής, τη ριπή του χρόνου
που διαβαίνει γοργά και χάνεται μαζί με τον αγέρα…”
Τσιγγάνος, ο εξόριστος γιος της γης
«Ο κύκλος της ζωής μου παραμένει πάντα ευθύς και ανεπιτήδευτος
σαν την απλότητα και την αμεσότητα της αγιασμένης πλάσης…»
Με τους δειλινούς ήχους ντύνω την ολόγυμνη ψυχή μου,
με τα χρώματα και με τα σχήματα του ζεστού μεσημεριού
κοσμώ το ηλιοκαμένο μου κορμί, έχοντας πλήρη επίγνωση
πως είμαι ο ανόθευτος γιος της γης αφού συμπορεύομαι
με τα αρχέγονα πρότυπα, αφού ενδημώ και ανασαίνω μόνο
για τη δική της ανυπέρβλητη ελευθερία.
Εύληπτος και συγκρατημένος ο κόσμος των ουρανίων πνευμάτων,
λιτή και απέριττη κι η διαβατάρικη ζωή…
Και εγώ, το αυθεντικό τέκνο της δημιουργίας,
αναγεννιέμαι σαν την άνοιξη στο πρόσφορο έδαφος κι ύστερα,
μέσα στου αποχείμωνου τα δάκρυα και τα αναφιλητά,
σαν τη σταλαγματιά στο χώμα αφήνω την τελευταία μου πνοή…
Όχι, δε με συγκινούν τα κάστρα, οι πολεμίστρες και τα παλάτια σας,
μονάχα μια αχτίδα του σελασφόρου ήλιου λιμπίζομαι
για να ζεστάνω τις χορταριασμένες στράτες κάτω
από τα γυμνά μου πέλματα.
Τα καυτά μεσημέρια της σχόλης σιγοτραγουδώ
μαζί με τα τζιτζίκια, με τα πουλιά και με τα μαϊστράλια,
κι όταν νυχτώνει, από αλλοπαρμένο πάθος γίνομαι στάχτη
δίπλα στη συντρόφισσα φωτιά που καίει αγέρωχη τα ξύλα της.
Ξυπόλητη και εγκρατής και ακαλλώπιστη η ζωή μου
αλλά καθ’ όλα εύθυμη, ακόρεστη και ευδιάθετη
κάτω από το ευεργετικό φως της ασυννέφιαστης μέρας.
Δεν έχω πρόσβαση στη γραφή, μόνο γήινο ένστικτο διαθέτω
κι ο οίστρος και ο ενθουσιασμός που κατακλύζουν το είναι μου
με παρακινούν να αψηφήσω την ανούσια παιδεία
και την ατελέσφορη γνώση σας.
Αρνούμαι σθεναρά και απαξιώ την χειραγωγημένη κοινωνία σας
που δεν οργίζεται μήτε εναντιώνεται
σε τούτη την αλόγιστη αλαζονεία που αφανίζει και αποδεκατίζει
ότι σπουδαίο και ιδεώδες μπορεί να θρέψει μια ανθρώπινη καρδιά..
Ο ατίθασος χαρακτήρας μου που ‘ναι ζυμωμένος με τον πηλό της γης
ξεχειλίζει από βίαια πάθη, από κριματισμένους έρωτες
και από χειραφετημένες και ανυποθήκευτες λαχτάρες.
Με το αγύμναστο πνεύμα μου πασχίζω να βιώσω το παρόν,
να βρω την πρόφαση, να γευτώ το εκχύλισμα της αληθινής ζωής
για ν’ αποδιώξω τούτη την άφατη θλίψη του θανάτου
απ’ το βλέμμα μου.
Κι οδοιπορώ αέναα στο χιόνι και στον άνεμο, στην ξερολιθιά,
στη μπόρα και στη λάσπη γυρεύοντας εναγώνια το ριζικό μου…
Οι μυστικές φωνές της πλάσης με καλούν
κι εγώ ο σημαδεμένος από το πεπρωμένο μου ακολουθώ
τους κύκλους του φεγγαριού, αναμετρώντας
την αισθησιακή χίμαιρα των ετερόφωτων άστρων στο φωτεινό διάστημα,
κρύβοντας επιμελώς ένα σβόλο χρυσάφι μέσα βαθιά
στα μύχια της καρδιάς μου!
Κι είναι συνηθισμένο και απλό το ξέσπασμα της χαράς μου
σαν το ανοιξιάτικο λουλούδιασμα της γης! Ωστόσο,
δεν επιθυμώ συνάνθρωποι να σας επιπλήξω, να σας αφορίσω
ή να σας καταδικάσω:
Εσείς μοχθείτε να θεμελιώσετε τον πλούτο και τη χλιδή
πάνω σε τούτη την αμμώδη ακτή κι εγώ λιμπίζομαι να ζήσω
την αιωνιότητα της εύθραυστης στιγμής, τη ριπή του χρόνου
που διαβαίνει γοργά και χάνεται μαζί με τον αγέρα…
Αφουγκραστείτε αδέρφια μου τη γλυκύφωνη κτίση
που μας καλεί στην εύθυμη γιορτή του εραστή θεού Απρίλη!
Κι αφήστε με ακηδεμόνευτο να πορεύομαι
εκστασιασμένος και μακάριος
στα ατέρμονα μονοπάτια των άστρων και των φεγγαριών,
υμνωδώντας ως τη συντέλεια του κόσμου για το ιερό πάθος
και για τον καθοσιωμένο έρωτα της γης,
γιατί εμένα τον ανειρήνευτο και τον αδιάλλακτο αντάρτη,
κανένα επιβλητικό παλάτι και καμιά περιφραγμένη αυλή
δε μπορούν να με ξελογιάσουν και να με κρατήσουν έγκλειστο
στο μονότονο, άχρωμο και πληκτικό υποσκίασμά τους!