Πώς ο μέγας Βάρναλης ανέβασε τον Σολωμό στην κορυφή του Ολύμπου αριστερά

Ευχαριστούμε λοιπόν Κώστα Βάρναλη! …που μπόρεσες να δεις τον αληθινό λαϊκό, αν και κόμη, Σολωμό. Που τον είδες όπως του έπρεπε από τα χαμηλά κοινωνικά πατώματα. Κι έτσι μπόρεσες να τον καταλάβεις και τελικά να τον ανεβάσεις και για την Τέχνη του και για όλες εκείνες τις διαστάσεις του έργου του που άξιζαν τόσο ψηλά!

Πώς ο μέγας Βάρναλης ανέβασε τον Σολωμό στην κορυφή του Ολύμπου αριστερά

Του Πέτρου Κόρφη για την “Κατιούσα”

Ευτυχώς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας θα ολοκληρώσει με τον καλύτερο τρόπο, με μια πανηγυρική μουσική εκδήλωση αφιερωμένη στην κορυφαία δημιουργία του Διονύσιου Σολωμού, τους ρηχούς, για να μην πούμε τίποτα άλλο, επίσημους εορτασμούς για τα 200 χρόνια της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής Ελληνικής Επανάστασης του 1821. 

Στις 15 Φλεβάρη 2022, όπως μαθαίνουμε, ταιριαστά στον όλο νότες χώρο «Μαρία Κάλλας» τώρα και «Ολύμπια» πριν, επί της οδού Ακαδημίας όπου στεγαζόταν η Εθνική Λυρική Σκηνή, οι σολωμικοί «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» θα σαλπίσουν το διαχρονικό μήνυμά τους στην Αθήνα, θαρρείς σαν το πιο δυνατό και πιο ταιριαστό κλείσιμο της ιστορικής αυτής επετείου.

Γιάννης Μαρκόπουλος, Διονύσιος Σολωμός, Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.

Με το πιο συγκλονιστικό ελληνικό λαϊκό ορατόριο κι έργο του Μαρκόπουλου στην πιο εμπνευσμένη και πιο δυνατή μουσική απογείωσή του.

Με το ασυναγώνιστο σολωμικό έργο που ένα αρχικό μέρος του εμελοποίησε πρώτος πριν από επτά δεκαετίες ως καντάτα με χορωδία, σολίστ και ορχήστρα με αφηγητή ο Ζακύνθιος σαν το Σολωμό, απολυμένος από την Εθνική Λυρική Σκηνή, μουσουργός και επαναστάτης Αλέκος Ξένος και, μάλιστα, σχεδίαζε να μελοποιήσει και ο Μίκης Θεοδωράκης, όπως μας είχε εξομολογηθεί μια Πρωτοχρονιά, σαν το έκανε ο Μαρκόπουλος αθάνατα.

Σε ειδική εκδήλωση του Κόμματος της ελληνικής εργατικής τάξης, λοιπόν, τις 15 Φλεβάρη.

Για το 1821 και το 2021.

Θα αντηχήσει πιθανώς σε όλη την Ελλάδα με μετάδοση της συναυλίας από την ΕΡΤ, ζωντανά ελπίζουμε, το εμβληματικό ασφαλώς αθάνατο αυτό έργο. 

Το κορυφαίο αυτό ποιητικό έργο με τον ασύντριφτο από το διάβα του χρόνου, λαϊκότατο σαν τα πιο καθάρια νερά κι αξεπέραστο κι ακόρεστο πολύ «μέσα πλούτο»!  

Εκείνου του νόθου γιου μιας πάμφτωχης δούλας και ενός μονοπωλητή καπνού πάμπλουτου κόμη, θυμίζουμε, που το συγκλονιστικό λαϊκό μεγαλείο της ποίησής του είτε απουσίασε σχεδόν από τους επίσημους εορτασμούς της «Επιτροπής 1821» είτε ακρωτηριάστηκε εννοιολογικά από κάποιον Προκρούστη, θαρρείς, προκειμένου να χωρέσει στα ιδεολογήματα της ελληνικής αστικής τάξης. Ή, πιο απλά, σε μια και πάλι ψευδεπίγραφη «εθνική ενότητα» ασφυκτικά υποταγμένη στην υποκρισία της κυρίαρχης πολιτικοοικονομικής τάξης και των ξένων συμμάχων της για τα ιδιοτελή δικά τους συμφέροντα. 

Κοινωνικά άοσμος, άχρωμος και άγευστος Σολωμός, βλέπετε, δεν υπάρχει!

Βρισκόμαστε όμως ακόμη στα 1911-1915 ή, αντιθέτως, στις μέρες μας συμβαίνει κάτι άλλο;

Τα χρόνια, εννοούμε, που ο δάσκαλος τότε στα Μέγαρα μέγας ποιητής Κώστας Βάρναλης βρήκε τον μπελά του επειδή διάβαζε κι εξηγούσε ολόκληρο τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» του Ζακύνθιου βάρδου της ελευθερίας! 

Τότε ο Βάρναλης, εκείνος που όντως το 1925  συνέγραψε στο Παρίσι το ιστορικό όσο και τολμηρό και όντως επικριτικό για τμήματα της σολωμικής ποίησης δοκίμιο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», εγκαινιάζοντας την ελπιδοφόρα εποχή της ελληνικής φιλολογικής κριτικής από τη σκοπιά της κοσμοθεωρίας του διαλεκτικού ιστορικού υλισμού, αντί του ξεπερασμένου ιστορικά ιδεαλισμού, είχε κληθεί από το υπουργείο Παιδείας σε απολογία. Τον κατηγορούσαν πως διαστρέβλωνε τον Εθνικό Ύμνο. Μια ολότελα κατάπτυστη αστυνομική αναφορά τον ενοχοποιούσε ότι υπονόμευε την εθνική γλώσσα, ενδεχομένως και το εθνικό φρόνημα, επειδή δεν περιοριζόταν απλώς να παπαγαλίζει μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού στροφές από τον επαναστατικό «Ύμνο εις την Ελευθερία». Εκείνος τον εδιάβαζε στα παιδιά όλο! 

Τους εδιάβαζε προφανώς και τον στίχο «Ω! φθάνει, φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί» που θέτοντας την ανθρωπιά πάνω απ’ όλα εκείνος είχε τολμήσει να συμπεριλάβει, για την ανθρώπινη καταστροφή στην Τριπολιτσά βεβαίως, στον ίδιο τον εθνικό «Ύμνο εις την Ελευθερία».

Όπως και σήμερα, έτσι και τις αρχές του εικοστού αιώνα, βλέπετε, η λέξη Επανάσταση και το σολωμικό έργο ιδωμένο συνολικά δεν ενθουσίαζε καθόλου την αστική τάξη. Αφού έκανε τη δουλειά της το 1821, την ιδέα της Επανάστασης την εξόρκιζε όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ανομολόγητα πρέπει, κατ’ αυτή, όπως συνέβη άλλωστε λίγα μόλις χρόνια μετά τη νίκη της Επανάστασης, να διαγραφεί τελείως από την ελληνική Ιστορία ακόμη και το πλήρως αποσιωπημένο στους επίσημους εορτασμούς συνταγματικό δοκίμιο του Ρήγα Φεραίου για το δικαίωμα του λαού, όταν οι ιθύνοντες γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τη θέλησή του,  όπως άλλωστε και τα δημοψηφίσματά του σαν εκείνο του 2015, να επαναστατεί.

Τι άλλες κυρώσεις θα περίμεναν, άραγε, τον  δάσκαλο τότε κατοπινό ποιητή-σύμβολο της εργατικής τάξης και των αγώνων για τη Δημοκρατία και την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος Βάρναλη. 

Τι θα είχε πάθει, δηλαδή, έτσι και είχε κάνει το λάθος να παρουσιάσει σε μαθητές του ή τους γονείς τους και κάποιους άλλους σολωμικούς στίχους «θαμμένους» ακόμα και σήμερα από αναλυτές του Σολωμού που τον αναλύουν πάντα από τα ψηλά πατώματα της κοινωνίας μα ποτέ από τα χαμηλά προς τα πάνω λες και υπήρξε ποτέ Μεγάλη ποίηση μονάχα ή κυρίως για τους πάνω!  

Στίχους σαν ετούτους εννοούμε:

 Μα καλό ’ναι πλούσιος να ’σαι,
και ποτέ να μη θυμάσαι
πως στους δρόμους αϊλογάνε
κάποιοι μαύροι που πεινάνε;

Κι έτσι δα, με τέτοιους φόνους,
για σαράντα πέντε χρόνους,
παντελώς δεν είναι θάμα,
μήτε αλλόκοτο το πράμα,

αν εσύφθασες να κρύψεις,
απ’ τους φόβους για να λείψεις,
το σωρό του χρυσαφιού σου
και στες τράβες του σπιτιού σου.

Μα της φτώχειας η κατάρα,
δυστυχότατη τρομάρα,
θα πλακώσει την ψυχή σου
σαν η πλάκα το κορμί σου.

Κι έτσι μ’ όλο σου τ’ ασήμι
μνέσκεις άκλαφτο ψοφήμι·
με ξεμυτερά τα νύχια
μαθημένα στα προστύχια.

Που ανέκδοτους ακόμη είχε ανασύρει από την αφάνεια και είχε παρουσιάσει πρωτοσέλιδους στην εφημερίδα του «Εωσφόρος» στην Κέρκυρα το 1858, δηλαδή έναν χρόνο πριν από τον θάνατο του Σολωμού εκεί σε ηλικία 59 ετών, ο 26χρονος τότε πρωτοπόρος διανοούμενος που αναφέρεται στο Λεύκωμα των 100 χρόνων του ΚΚΕ ως ο πρώτος που έγραψε στην Ελλάδα, για πρώτη φορά τον Απρίλη του 1860, ευμενή κριτική για τις ιδέες της κομμουνιστικής δημοκρατίας. Ο θρεμμένος πολύ από τον Σολωμό πνευματικά Νικόλαος Κονεμένος. 

Υποτίθεται, ξέρετε, πως τα βάσανα και οι αγώνες των Επτανήσιων αγροτών εναντίον των δυναστών τους, ενάντια στις φεουδαρχικές ή μεταμορφωμένες κιόλας σε αστικές ανερχόμενες δυνάμεις, όπως και τα βίαια ή και βέβηλα φοβερά λαϊκά ξεσπάσματα ακόμη και εναντίον σορών εκπροσώπων τους για τις διαβόητες ως «προστύχια» συντριπτικές επιβαρύνσεις που έκαναν τον βίο τους αβίωτο, δεν είχαν συγκινήσει. Δεν είχαν εμπνεύσει. Δήθεν είχαν αφήσει αδιάφορη τη σολωμική ποιητική φλέβα. Λάθος! Παρ’ όλες τις αντιφάσεις που του κληροδότησε η ζωή και συχνά διαχειρίστηκε ακόμη πιο αντιφατικά, με όχι λίγα μικρά ή μεγάλα λάθη όπως συνηθίζουμε να λέμε ιδίως όταν τον κοιτάμε αφ’ υψηλού και με μάτια μόνο στη δική μας εποχή, στην πραγματικότητα ο Σολωμός «πάντ’ ανοιχτά πάντ’ άγρυπνα» είχε «τα μάτια της ψυχής» του. 

Σε όλα γύρω του. 

Περισσότερο γιος μιας δούλας και πολύ λιγότερο γιος ενός κόμη που πέρναγε από τη φεουδαρχική τάξη στην αστική ήταν, θαρρείς, ο Διονύσιος Σολωμός.

Ήταν νόθος γιος της κυρίαρχης τάξης της εποχής του. 

Σε μιαν εποχή, φυσικά, που για αντικειμενικούς λόγους ο λαός δεν ήταν ακόμη σε θέση να προβάλλει οργανωμένα τις διεκδικήσεις του και ακόμη έμπαιναν τα θεμέλια κι εξελισσόταν η αστική, η ασύγκριτα πιο προοδευτική σε σχέση με τη φεουδαρχική, καπιταλιστική ταξική συγκρότηση και δομή της ελληνικής κοινωνίας που γνωρίζουμε. Εκείνης της εποχής, κυρίως όμως των προ-καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων της ελληνικής κοινωνίας, μα και των απελευθερωτικών ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης που είχαν βρει στα Επτάνησα «την πιο γλυκιά τους ώρα» και των απολυταρχικών δεσμών της Βρετανίας στα προσκολλημένα στο άρμα εκείνης Επτάνησα, ήταν γιος ο Σολωμός στην εκπληκτική ποιητική έφοδό του στους Ουρανούς.   

Η ψυχή του, με τους δήθεν απλώς σατιρικούς στίχους όπως αυτοί που τιτλοφορήθηκαν ως «Όνειρο», ενώθηκε κιόλας, με τη λαϊκή ψυχή. 

Χωρίς να λογαριάσει την τόση και εγκληματική και φρικαλέα ακόμη βιαιότητα των χωρικών στον σκληρό-σκληρότατο επτανησιακό κόσμο που τον περιέβαλλε, ενάντια σε δυνάστες τους. Χωρίς να την καταδικάσει. Χωρίς να τον κάνει να ξεχάσει ή να θέσει σε δεύτερη μοίρα την απερίγραπτη ωμότητα της καταπίεσης του λαού του, όπως δυστυχώς έκαναν μερικές δεκαετίες αργότερα πολύ φωτεινά και προοδευτικά πνεύματα της Γαλλίας στην περίπτωση των λαϊκών βιαιοτήτων κατά την ηρωική εργατική – λαϊκή εξέγερση που έμεινε στην Ιστορία ως Παρισινή Κομμούνα. 

Εκείνος, ενώ είδε τα δέντρα, άπλωσε το βλέμμα του στο δάσος! 

Είναι αμφίβολο, φίλες και φίλοι, αν χωρίς εκείνο το δημοσίευμα του Κονεμένου θα είχαν σωθεί στοιχειωδώς τόσο αιχμηροί κοινωνικά σολωμικοί στίχοι. Αν δεν θα είχε χαθεί ή καταστραφεί δηλαδή το εν λόγω ποίημα με όσα περιπετειώδη συνέβηκαν με τη διαχείριση των χειρογράφων του ποιητή από μέλη της οικογένειάς του και του ποιητικού και πολιτικού περιβάλλοντός του αμέσως μετά τον θάνατό του το 1857 στην Κέρκυρα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ένα μόνο γεγονός. Χρειάστηκαν έξι ολόκληρες δεκαετίες λήθης για να ξεφύγει από τη λογοκριτική απόκρυψη έργων του το σαν απαγορευμένο μυστικό αποκρυπτόμενο συνταρακτικό κοινωνικό αριστούργημά του «Η Γυναίκα της Ζάκυθος», που κυριολεκτικά συντάραξε συθέμελα, όπως θα δούμε πιο κάτω, την ύπαρξη ενός αληθινού πνευματικού γιου του που δεν τον θεωρούσε πατέρα του μα τον αναγνώρισε, τελικά, με τρόπο συγκλονιστικό. 

Μαθητές του Σολωμού διέσωσαν άλλωστε από μνήμης ή απαθανάτισαν σε σημειώσεις τους ένα σωρό επιγράμματά του και θαυμαστούς στίχους του, που περιέργως πώς ουδέποτε εντοπίστηκαν ή είδαν το φως στα δημοσιευμένα κατάλοιπά του. 

Ο Σολωμός είναι αλήθεια όμως πως δεν χρειάστηκε τις λίγο ή πολύ βάσιμες ίσως και ακόμη και σήμερα ζωντανές στην Κέρκυρα, αναπόδεικτες ωστόσο υποθέσεις, πως δεν διασώθηκε ολόκληρο το έργο του. Έφτασαν και περίσσεψαν ακόμη και μόνον εκείνα τα άφθονα βέβαια και πολύτιμα σπαράγματα της ποίησής του που ενσωματώθηκαν στην ιστορική κερκυραϊκή έκδοση του 1859 «Διονυσίου Σολωμού Τα Ευρισκόμενα». Ώστε, για να το πούμε με λόγια για τον ελληνικό Όλυμπο ειπωμένα τόσο ταιριαστά για τον βαθύτατα   σολωμικό Μίκη Θεοδωράκη, ο Σολωμός να ανέλθει, εν μέσω άλλοτε εγκωμίων και άλλοτε μομφών, στην κορυφή του Ολύμπου αριστερά, με τα μέτρα της εποχής του φυσικά, εκείνης στην οποία οι πρώτοι Επτανήσιοι Ριζοσπάστες το 1850 προτίμησαν τα αριστερά έδρανα της Ιονίου Βουλής και έγραψαν λαμπρές σελίδες με τις ανατρεπτικές θέσεις και την αντίστοιχη δράση τους. 

Ο Σολωμός εκαταξιώθηκε περιπετειωδώς, βλέπετε, δίκαια και ακατέβατα στην πιο ψηλή θέση του στο Πάνθεον της νεοελληνικής ποίησης. 

Στις κορφές του πνευματικού Ολύμπου αριστερά τον ανέβασε, μέσα από μιαν αντιφατική εναλλαγή θέσεων, εκείνος που σε ηλικία 25 περίπου ετών κινδύνεψε γι’ αυτόν να χάσει τη δουλειά του.  

Εκεί πρώτος τον έταξε, φίλες και φίλοι, ναι, ο ίδιος ο άλλοτε έντονος επικριτής στίχων του και παραξενιών του Βάρναλης! 

Στο διάβα του χρόνου, βλέπετε, ακόμη και εκείνοι οι αστικών κατά βάση αντιλήψεων ομότεχνοί του που εντέχνως έθεταν με κάποιον τρόπο υπό αίρεση αυτή την αχτύπητη θέση του Σολωμού στα νεοελληνικά Γράμματα και τη χρησιμότητα του έργου του την ίδια ώρα που το εξύψωναν κατά τα άλλα ακόμη και ως λίγο ή πολύ μεγαλειώδες. Ακόμη κι εκείνοι, δηλαδή, υποτάχθηκαν τελικά στην ακαταμάχητη δύναμη και γοητεία του σολωμικού μεγαλείου. 

Τη μείωσή του είχαν επιχειρήσει, μην ξεχνάμε, πρώτα ο «ύποπτος» τότε στα Επτάνησα για την απώλεια μέρους του σολωμικού έργου Αριστοτέλης Βαλαωρίτης χωρίς καν τα απαραίτητα προσχήματα, μα πολύ αργότερα και πολύ πιο προσεκτικά και ο ίδιος ο Κωστής Παλαμάς, αμφότεροι με μερικώς αβάσιμες και διογκωμένες κριτικές παρατηρήσεις και άστοχους υπαινιγμούς, μαζί με λιγότερα ή πολύ περισσότερα εγκώμια, κάνοντας, όπως θα λέγαμε σήμερα, «την τρίχα τριχιά». Με ανομολόγητο σκοπό, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, να κατεβάσουν τον Σολωμό από το απλησίαστο βάθρο του.

Ο Βάρναλης όμως δεν ήταν ούτε Βαλαωρίτης ούτε Παλαμάς, ήταν, βλέπετε, κομμουνιστής με τα όλα του. Τον ένοιαζαν άλλα πράγματα από τα βάθρα!  

Αυτός ο ισχυρότερος και ο πιο επιστημονικά απ’ όλους επί μακρόν λογοτέχνης-μελετητής κι επικριτής της αναμφισβήτητα κυρίαρχης ιδεαλιστικής πλευράς του σολωμικού έργου, στην ωριμότητά του «προσκύνησε» το ασύγκριτο σολωμικό μεγαλείο με γενναία δική του πρωτοβουλία, σχεδόν αποσιωπημένη επί μακρόν ως τις μέρες μας, χαρακτηριστική όμως του δικού του μεγαλείου.  

Ναι, αυτός ο πρώτος και πιο σπουδαίος κομμουνιστής των Ελλήνων κομμουνιστών ποιητών του Μεσοπολέμου και των κατοπινών πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, δηλαδή, που μένοντας μέχρι το τέλος του κομμουνιστής «έφυγε» από τη ζωή υπέργηρος πριν από 47 χρόνια σαν σήμερα, σε ηλικία 95 ετών, τις 16 Δεκέμβρη 1974. 

«Οδηγητής» αυτός αναμφισβήτητος της λαϊκής σύγχρονης ποίησης στην εποχή του περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, απέσεισε από πάνω του τον χαρακτηρισμό τού ποιητικού – πνευματικού οδηγού του αγωνιζόμενου λαού μας. «Πρώτος οδηγός» του λαού όχι μόνον ήταν, μα είναι ακόμα, ήταν και παραμένει ένας άλλος που κάποια στιγμή τον αδίκησα μάλιστα, είπε με κάποια παρόμοια λόγια στους ομότεχνούς του και τον λαό. 

 «Πρώτος οδηγός» του λαού και στην εποχή πια του ώριμου ελληνικού καπιταλισμού, όσο κι αν είχαν βγει και ήδη μεγαλουργούσαν Μεγάλοι ποιητές όπως αυτός, είναι ο Διονύσιος Σολωμός διακήρυξε με υπερβολική ταπεινότητα, όπως πάντα, για τους δικούς του πνευματικούς καρπούς. 

Τριάντα δύο χρόνια μετά από εκείνο το πρώτο «επιθετικό» δοκίμιό του για τον Σολωμό. Το 1957.  

Ο ίδιος τότε, στα εκατό χρόνια από τον θάνατο του κόντε Σολωμού, είπε κάτι που μπροστά του έχουν ίσως μικρότερη αξία σήμερα για τον κατά τον Σολωμό «πάντοτ’ ευκολοπίστευτο και πάντα προδομένο» λαό μας ακόμη και τα άλλα, καταπληκτικά λόγια που είπε πολύ αργότερα για τον Επτανήσιο βάρδο, στη φάση της πιο μεγάλης πνευματικής του ωριμότητας κι αυτός, ο ‘Δυσσέας Ελύτης. Εκείνος έκρινε «άξιον εστί» να ειπωθεί πως εάν οι ξένοι μπορούσαν να διαβάσουν τους Έλληνες ποιητές, τότε τον Σολωμό θα τον είχαν κατατάξει «μέσα στους πέντε – δέκα κορυφαίους του κόσμου, όλων των αιώνων». Είχε εγκύψει στο έργο του Σολωμού ο Ελύτης όσο λίγοι, μα και στην Κέρκυρα όπου ο Ζακύνθιος ποιητής, γιος μιας υπηρέτριας του οικογενειακού σπιτιού και ενός κόντε που την παντρεύτηκε λίγο πριν πεθάνει, είχε ζήσει τα περισσότερα χρόνια του και πέθανε, αναζητώντας και μελετώντας ιστορικές πηγές για το έργο και τη ζωή του όπως ο Βάρναλης. Που ήταν κι αυτός ωστόσο, από τα νιάτα του, πνευματικά «δεμένος» με τα Επτάνησα. 

«Πρώτος οδηγός» του λαού ο Σολωμός. Έτσι ακριβώς το είπε ο Βάρναλης το 1957, σίγουρα προκαλώντας κάποιαν αμηχανία σε συντρόφους του ομότεχνούς του που καταπολεμούσαν, όπως κι εκείνος άλλωστε, την επιβίωση του ιδεαλισμού στην πιο σύγχρονη πια ελληνική Τέχνη. 

Ο ξεπερασμένος πια Σολωμός; Ε όχι, λένε σήμερα ακόμη κάποιοι φίλοι μας, αγνοώντας την τελική κρίση του Βάρναλη. «Μα δεν είναι δυνατόν»! 

Κι όμως! 

Φυσικά ξεπερασμένος από κάποιαν άποψη, όπως με το δίκιο του εύλογα θύμισε φέτος ένας σπουδαίος λαϊκός αγωνιστής. «Μεγάλος ποιητής», όπως έγραψε σε κείμενό του για το 1821, μα και πράγματι «ξεπερασμένος». Ο καθένας μας θέλει-δε θέλει είναι τέκνο της εποχής του και η σολωμική ποίηση αντιστοιχεί σε μιαν άλλη ιστορική περίοδο, αυτή της χαραυγής του ελληνικού καπιταλισμού, αν όχι των μακρόσυρτων προ-καπιταλιστικών σχέσεων της ελληνικής κοινωνίας και της οριστικής μετάβασής της από το φεουδαρχικό καθεστώς στο δεκάδες φορές προοδευτικότερο αστικό. Ο Σολωμός είναι συγχρόνως, είπε με άλλα λόγια ο Βάρναλης το 1957, τόσο ξεπερασμένος όσο και αξεπέραστος. 

Γιατί, όπως και αν το δούμε, εκείνος πρώτος εσήμανε τις καμπάνες! 

Κι όχι μόνον επειδή, σύμφωνα με τον Ελύτη, έβαλε τις συντεταγμένες και προδιέγραψε το μέλλον της ελληνικής ποίησης, όσον αφορά τουλάχιστον τα ποτέ, βέβαια, αμιγώς εθνικά, μόνον, ερεθίσματά της. 

Παρά τον πέπλο σιωπής με τον οποίο σκεπάζουν κάθε τόσο ορισμένες αθάνατες παρακαταθήκες του Σολωμού όσοι τον εξετάζουν από τα ρετιρέ και τις διάφορες καλοπληρωμένες θέσεις της εξουσίας, εκείνος σαν άλλος Προμηθέας κονιορτοποίησε την κατάπτωση, την καθυστερημένη κατάφωρα εγωιστική φύση και τον σκοταδισμό της μονόπλευρης ακοινώνητης Ποίησης που γυρίζοντας γύρω από τον εαυτό της γυρίζει την πλάτη στον λαό. 

Αιώνια και απολύτως επίκαιρη σήμερα παρακαταθήκη στους επιγόνους του μένουν τα λόγια-προσταγές του κοινωνικά συνειδητοποιημένου Σολωμού στον ίδιο του τον εαυτό να τον υπερβεί και να κάμει ώστε το έργο του να υπηρετεί «τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας» και συγχρόνως «τα μεγαλύτερα συμφέροντα της ανθρωπότητας».  Ο ορισμός, περίπου, της στρατευμένης Τέχνης! 

Πώς το έγραψε ακριβώς ο Βάρναλης για τον Σολωμό το 1957, με κάποιες ενοχές ίσως για κάποιες προηγούμενες θέσεις του, μα θαρρείς σαν με χρυσά γράμματα επτανησιακής μάλιστα λαλιάς; 

Ιδού τα ακριβή ακριβά λόγια του βαλμένα στο βιβλίο του «Σολωμικά»:

«Η εθνική ελευθερία του “Ύμνου”, η ηθική ελευθερία  των “Πολιορκημένων”, κ’ η πνευματική ελευθερία του “Διαλόγου”, εξακολουθούνε να είναι τα πιο θετικά αιτήματα του λαού μας. Και στον αγώνα του για την κατάκτηση των τριών αυτών αγαθών, ο Σολωμός ήτανε κ’ είναι ο πρώτος οδηγός. Αλλά και μια τέταρτη ελευθερία πήρε τη θέση του πιο φλογερού ιδανικού της ανθρωπότητας σήμερα: η κοινωνική ελευθερία, και για την πραγμάτωση τούτης της ελευθερίας ο Σολωμός είναι και πάλιν ο πρώτος οδηγός». 

Είπε πολλά που το 1925 αγνοούσε ή δεν είχε σταθμίσει όσο ήθελε. Τεκμηρίωνε την τόσο και σήμερα επίκαιρη αυτή θέση του για τον Σολωμό. Υπενθύμιζε κιόλας, ανάμεσα σε άλλα, το έργο του «Η γυναίκα της Ζάκυθος», εξηγώντας το κοινωνικά. Το 1925 το αγνοούσε. Του «ετάραξε τα σωθικά» όταν το πληροφορήθηκε και τον έκανε με τη συγκλονιστική δύναμη που εκπέμπει να δει εξαρχής, να καταλάβει, να νιώσει για τα καλά τον δημιουργό του και το συνολικό έργο του. Εστάθηκε αυτοκριτικά κιόλας.   

Τέτοιαν ημέρα σήμερα υποκλινόμαστε, λοιπόν,  στο ποιητικό, ηθικό, πνευματικό, πολιτικοκοινωνικό και ανθρώπινο μεγαλείο του Κώστα Βάρναλη. 

Όχι μόνο με τους στίχους του επήγε στα χρόνια του μπροστά τον Σολωμό όσο κανείς και πρώτος! 

Συγχρόνως, με την τελική ετυμηγορία του, αποφάνθηκε συντριπτικά όχι για την αξία και την ερμηνεία αλλά και, κυρίως, για την πολύτιμη και σήμερα φυσικά για τον λαό μας φωτεινή επικαιρότητα του σολωμικού έργου απέναντι και -στην εντεινόμενη πια- καπιταλιστική βαρβαρότητα. 

Δεν έμεινε βέβαια ο μόνος στη λόγια Αριστερά που ενστερνιζόταν ή ενστερνίστηκε μετά τον Βάρναλη τα ύστερα αυτά λόγια του για τον Σολωμό. Γνωρίζετε, εμείς αλήθεια όχι, σημαντικότερη Ελληνίδα ή Έλληνα παιδαγωγό του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα με οξύ κριτικό και απέραντη στράτευση στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας από την Έλλη Αλεξίου; Ε, λοιπόν, ολοκληρώνοντας το 1978 ή κάπου εκεί τα δικά της «Προλεγόμενα» σε μια νέα έκδοση 650 σελίδων για τον Διονύσιο Σολωμό από τις «Ιστορικές Εκδόσεις Λογοτεχνίας» του εκδοτικού «Οίκου  Μέρμηγκα», επανέλαβε αυτολεξεί, αντί άλλων δικών της συμπερασμάτων, μόνον όλα εκείνα που ο Κώστα Βάρναλης είπε το 1957, χωρίς ο ίδιος να έχει ακόμη υπόψη του, πρέπει να σημειώσουμε, έναν πλούτο επίσης εντυπωσιακών στοιχείων για τον Σολωμό, για το έργο και τη ζωή του, που ήλθαν έκτοτε στο φως με την ενδελεχή μελέτη αυτογράφων του, επιστολών του, αναξιοποίητων μαρτυριών τρίτων σε καταχωνιασμένα σε παλαιότατες βιβλιοθήκες συγγράμματα και βιβλία. Έναν πλούτο στοιχείων, δηλαδή, που μόνον ενισχύουν την ετυμηγορία του Βάρναλη στα 1957. 

Δεν είχε γράψει για τον Σολωμό απλώς πάνω στο μαχητικό πνεύμα της στιγμής το 1925, όπως εξήγησε αργότερα, κρίσεις που η επανεξέτασή τους καθιστούσαν αναγκαία την αναίρεσή τους, την παράλειψή τους από νεότερες σολωμικές κρίσεις του. Σήμερα μπορούμε να προσθέσουμε ότι με το καυτό φως του ο δημιουργός του «Φως που Καίει» κατάλαβε πρώτος και όσο κανείς στην εποχή τον, χωρίς να έχει στη διάθεσή του όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, τον πραγματικό Σολωμό.    

Η Έλλη Αλεξίου, έχοντας ακόμη περισσότερα από όσα εκείνος, προσέθεσε κάτι στον επίλογό της σαν να ήθελε να υπογραμμίσει ακόμη πιο επικαιροποιημένο το μήνυμα του Βάρναλη. Σημείωσε εμφατικά πως αυτή ήταν η «ύστατη τοποθέτηση του ποιητή» για τον Σολωμό. «Τη δανειζόμαστε», τόνισε, «για να κλείσουμε και μεις τη μικρή προσφορά μας, γιατί προσθέτει στο Σολωμό ένα χαρακτηρισμό την επικαιρότητα, που και σήμερο ακόμη παρουσιάζει το έργο του, που μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους».  

Αν, φίλες και φίλοι, ήδη δώσατε την απαιτούμενη βάση στα λεγόμενα του Κώστα Βάρναλη για τον Σολωμό και στα αντίστοιχα  της Έλλης Αλεξίου και δεν θεωρείτε ετούτη τη μόνο δημοσιογραφική πολυλογία αχρείαστη, αν υποθέτετε ότι αυτό που ίσχυε το 1957 για τον βασικό λογοτεχνικό εκφραστή της εποχής του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό στην ελληνική κοινωνία ισχύει μάλλον και το 2021, συνεχίστε στις επόμενες γραμμές. Γιατί πολλά ακόμη σας περιμένουν, τους πολλούς τουλάχιστον υποθέτουμε, σχετικά με όσα έχετε υπόψη σας για τον αληθινό Σολωμό. Κι επιπλέον, μαζί με άλλες εκπλήξεις ίσως, για εκείνον τον κυριότερο μελωδό του Βάρναλη που ο επικεφαλής του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, αποχαιρετώντας τον στη Μητρόπολη Αθηνών τον περασμένο Σεπέμβρη, υποστήριξε εύστοχα, υποθέτουμε, πως μεγαλούργησε μουσικά «σαν άλλος Σολωμός»! 

Μάλλον ισχύουν σε μεγάλο τουλάχιστον βαθμό και για τον Σολωμό, τηρουμένων των κοινωνικών αναλογιών, τα εξής αληθινά λόγια του Βάρναλη για τον εαυτό του: «Της ζωής μου τα δυο μεγάλα σφάλματα τα πλέρωνα εβδομήντα χρόνια. Πρώτο: ζητούσα την αλήθεια σ’ ό,τι μάθαινα· και δεύτερο: την έλεγα στα πλήθη». Όπως κι ετούτα: «Σ’ όλη τη ζωή του δασκάλου, του λογοτέχνη και του δημοσιογράφου, ποτέ ούτε έκανα ούτε έγραψα τίποτα παρά τη συνείδησή μου ή εναντίον του λαού, εναντίον της ελευθερίας του και των δικαιωμάτων του». 

Μένοντας λοιπόν καταρχάς στο 1957 λίγο ακόμη, λέτε να μην ήξεραν τι έκαναν ή, συγγνώμη βέβαια, αλλά προλαβαίνουμε ίσως κάποιους καχύποπτους, να δρούσαν καιροσκοπικά οι πολιτικοί κρατούμενοι στο αγγλικό μπουντρούμι της Κέρκυρας που τη χρονιά εκείνη οργάνωσαν από το υστέρημά τους έρανο, συγκεντρώνοντας μάλιστα 750 δραχμές της εποχής εκείνης, για την αναστήλωση του σπιτιού του Σολωμού του βομβαρδισμένου την Κατοχή κι ερειπωμένου στην πόλη της Κέρκυρας;

Λέτε το κοινωνικό και πολιτικό κριτήριό τους για την ιδεαλιστική βέβαια στη βάση της ποίηση του Σολωμού, αφού αυτή ήταν τότε η ποίησή μας,  να είχε κλονιστεί από τις κακουχίες; Κι έτσι αποκαμωμένοι κρυφά τύπωναν κι έστελναν στους δικούς τους ευχετήριες κάρτες με λόγια-λουλούδια και  εικόνα ενός άκρατου και ξεπερασμένου ιδεαλιστή που δήθεν ξόδευε τις πνευματικές δυνάμεις και τη ζωή του για να πετάει στα σύννεφα και δεν νοιαζόταν για την πραγματική ζωή και μπορούσε κιόλας, όπως τον κατηγόρησαν, τάχα ως σνομπ ή και «μισάνθρωπος», μια που και αυτό ακόμη του καταλόγισαν, να τη σνομπάρει;

Αναιτιολόγητα ή απλώς λόγω υπερβολικού ζήλου κι επειδή απλώς φοβόντουσαν και τον ίσκιο τους νομίζετε πως οι λογοκριτές στις φυλακές διέγραφαν από τους φακέλους με τα γράμματα των φυλακισμένων στίχους του που μιλούν για την ειρήνη στη γη και τη συναδέλφωση των ανθρώπων της; 

Λέτε να μην ήξερε τι του γινόταν ο φυλακισμένος εκεί Αρμένιος αγωνιστής ζωγράφος Ασαντούρ Μπαχαριάν και σχεδίασε στις ίδιες αυτές φυλακές, λίγες εκατοντάδες μέτρα από το σπίτι του Σολωμού, πορτρέτο του;

Αυτό που είδατε το μάλλον πιο περήφανο και το πιο αγέρωχο, μαζί με τούτο το φτιαγμένο το 1884 στην Κέρκυρα από τον Σπύρο Προσαλέντη.    

Ή τα στήθια τους στη φυλακή ανεβοκατέβαιναν από την ποίηση του Σολωμού κι ανάβλυζαν μέσα τους από αυτή πολλά δυνατά κι επίκαιρα μηνύματα; 

Λέτε άστοχα ή τυχαία, τάχα, ο μπαρουτοκαπνισμένος Χαρίλαος Φλωράκης μετά τη Χούντα να προσδιόρισε σκέτα-νέτα με τα λόγια «ελεύθεροι πολιορκημένοι» αυτό που ένιωθαν τότε στις φυλακές της Κέρκυρας;

Ή μήπως και ο Νίκος Μπελογιάννης άστοχα στο ίδιο μπουντρούμι το 1951 μελετούσε τον Σολωμό και μάλιστα όπως έγραψε άλλος μελλοθάνατος φίλος του αγαπούσε ιδιαιτέρως το ιταλόγλωσσο ποίημά του «Ελληνίδα Μητέρα» στη μετάφραση που είχε κάνει ο Κερκυραίος ιδεαλιστής λόγιος Γεώργιος Καλοσγούρος;

Ο Καλοσγούρος γύρω στα 1900 είχε ξιφουλκήσει, βέβαια, εναντίον όσων εκθείαζαν τη σολωμική ποίηση αλλά ασπάζονταν «υλιστικές θεωρίες», προφανώς όπως αυτή του Καρλ Μαρξ ή και απλώς μη ξεκομμένες από τα βάσανα των πολλών και την πραγματική ζωή ιδεαλιστικές κυρίως κι επίσης βαθιά ανθρωπιστικές προσεγγίσεις για τη ζωή και την Τέχνη, όπως ασφαλώς κι εκείνες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ τον οποίο αποδεδειγμένα, όπως διαπιστώθηκε στη βιβλιοθήκη του, μολονότι και αυτό συνήθως αποσιωπάται, είχε υπόψη του ο Σολωμός. Έλα όμως που η ζωή καταξίωσε άλλα από αυτά που επιθυμούσαν οι έντιμοι ωστόσο απολογητές των υποκριτικών αξιών και της φιλοσοφίας της αστικής τάξης! Ο Σολωμός, ξεδιπλωμένος σε όλο το ποιητικό μεγαλείο του, γυρίζει μπούμερανγκ! 

Άστοχα κιόλας, λέτε, ο Άγγελος Σικελιανός στις καλύτερες πνευματικές στιγμές του, όταν διακήρυσσε πως «δεν είναι χίμαιρα να καβαλάς το όνειρο, έγραψε εκπληκτικό ποίημα για τον αγαπημένο «κόμη Νιόνιο Σολωμό» των απλών ανθρώπων της Ζακύνθου και της Κέρκυρας;  

Άστοχα επίσης το 2019 η Αλεξάνδρα Μπαλού της «Λαϊκής Συσπείρωσης Ιονίων Νήσων» διακήρυσσε στα βαθιά επηρεασμένα από τον Σολωμό νησιά του Ιονίου, εκείνα που «δίνουν» στο ΚΚΕ τουλάχιστον 50% υψηλότερο ποσοστό από εκείνο του μέσου όρου του πανελλαδικά,  πως ο σολωμικός πνευματικός θησαυρός βρίσκεται στο «DNA» της παράταξής της; 

Μήπως όμως η ποίησή του προσφέρεται για όλους, έχει ας πούμε κάποιον δια-ταξικό χαρακτήρα, όπως έχουν αφήσει να εννοηθεί απολογητές της αστικής Τέχνης και όχι μόνον αυτοί; Εμείς εμπιστευόμαστε απολύτως και συμμεριζόμαστε πλήρως τα κριτήρια και την τελική ετυμηγορία του άφταστου στη λαϊκότητά του οξυδερκέστατου φυσικά και κατά κόρον και στα ταξικά του κριτήρια Κώστα Βάρναλη.

Σε τελική ανάλυση, ωστόσο, έχουν δίκιο όσοι επιμένουν ότι μπορεί να είναι από κάθε άποψη ποικίλες και μεταξύ τους αντιφατικές οι προσλήψεις του Σολωμού. Εξαρτάται από ποια κοινωνική θέση κι από πόσο βαθιά πολυθρόνα ή καρέκλα τον διαβάζεις! 

Πολύ περισσότερο αν το κάνεις αυτό συνεκτιμώντας το ιστορικό πλαίσιο και τα όποια προσωπικά και κοινωνικά δράματά του, μα και τον τιτάνιο και ασφαλώς προσωπικά συντριπτικό για τον ίδιο επαναστατικό αγώνα του να υπερβεί «εις είδος μικτόν αλλά νόμιμον» την αναπόφευκτα κλασσική και ρομαντική Τέχνη του ή, αλλιώς, όπως ο ίδιος το διατύπωσε, τον Όμηρο και τον Σαίξπηρ. Ώστε να απαντήσει νεωτεριστικά, συνταιριάζοντας επαναστατικά το κλασικό και ρομαντικό είδος ή και τον ποιητικό λόγο με τον πεζό, αν όχι και το φυσικό με το μεταφυσικό ή, βέβαια, την ποίηση με τη μουσική αξεδιάλυτα. Ήταν αυτά, μολονότι εδώ δεν είναι αυτό το θέμα μας και ούτε καν έχουμε τα φόντα να τα διαχειριστούμε, ο μεγάλος, ο μεγαλύτερος ίσως αγώνας της ζωής του. Επαναστάτης στην Τέχνη του. Κυνηγώντας το αδύνατο! 

Όπως βέβαια εμπιστευόμαστε τα κριτήρια και την ετυμηγορία του Έλληνα αγωνιστή πνευματικού δημιουργού με τη μακράν μεγαλύτερη απήχηση κι επίδραση στον ελληνικό λαό, πιστεύουμε, κατά τον εικοστό αιώνα. Ο Μίκης Θεοδωράκης μας είναι βέβαια αυτός. Προσέλαβε από τον Σολωμό ηλικιακά νωρίτερα και περισσότερα ίσως κι από όσα πρόλαβε να εντοπίσει, να προσλάβει, να επισημάνει, να αξιολογήσει, να εμπνευστεί ο βαθύς μελετητής του Βάρναλης. Χωρίς τον Σολωμό, τολμούμε να πούμε, ίσως να ήταν άλλος! Κι εμείς βέβαια, με τη σειρά μας, άλλοι!

Τα «Μεγάλα Μεγέθη της πολιτικής περίπου διαθήκης του δεν διαφέρουν πολύ, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, από τις «Μεγάλες Ουσίες» για τις οποίες, φίλες και φίλοι, ο Σολωμός είχε μιλήσει. Διότι αυτό ακριβώς επί λέξει είχε καλέσει ο Σολωμός τον εαυτό του να κάνει με το έργο του. Αυτό να αναδείξει: Τις «Μεγάλες Ουσίες» της ζωής!

Είχε άδικο λέτε και ο εκ των ηγετών του ΚΚΕ  Γιάννης Ζεύγος όταν το 1935 και το 1936, έστω και με όχι πάντα εύστοχα επιχειρήματα, είχε προτρέψει τα μέλη και τους φίλους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας μέσα κι έξω από τις φυλακές να αντλούν δύναμη και πίστη και αξίες από την ποίηση του Σολωμού;  

Λέτε να είναι τυχαίο και το γεγονός ότι όλοι οι πρωτοπόροι Επτανήσιοι αγωνιστές και κήρυκες των σοσιαλιστικών ιδεών κατά τον 19ο αιώνα που επισημαίνονται ένας-ένας στο Λεύκωμα των 100 χρόνων του ΚΚΕ, όπως πρώτος και καλύτερος ανάμεσά τους μετά τον Νικόλαο Κονεμένο ο Παναγιώτης Πανάς και στερνός ο μέγας λογοτέχνης Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ήταν μάχιμοι υποστηρικτές του έργου εκείνου και έχουν κριθεί για το γραπτό τους έργο, μάλιστα, ως γνήσιοι-γνησιότατοι συνεχιστές του;   

Ο τόσο πλούσια μελωδός του Βάρναλη Μίκης Θεοδωράκης ήταν από εκείνους που μεγάλωσε, όπως είπε μάλιστα το 2013, μαζί με έναν κόκκινο τόμο με τον Σολωμό, παιδί ακόμη στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς. «Ήταν ένας κόκκινος τόμος: ο Διονύσιος Σολωμός με πρόλογο του Πολυλά. Ένα βιβλίο που μεγάλωσα μαζί μου (…) Έτσι ήταν που ο Σολωμός βρέθηκε από τότε, και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα αδιάλειπτα να βρίσκεται μέσα στην καρδιά και τη σκέψη μου (…) Ήταν και η πρώτη οδός της μύησής μου στα μεγάλα ιδανικά για τα οποία πάλεψα σε όλη μου τη ζωή: αυτά της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της πατρίδας». 

Τι άλλο σχετικό έχει πει; Ότι μεταξύ 1940-1943, δηλαδή σε ηλικία 15-18 ετών, εμελοποίησε για πρώτη φορά και την «Άνοιξη» και την «Πρωτομαγιά» του Σολωμού. Την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης ξεκίνησε να γράψει την «Πρώτη Συμφωνία» του, προστρέχοντας στο τέλος της στον Σολωμό, στην «πολύανθη Πρωτομαγιά» του, την Πρωτομαγιά την ιδωμένη από τον Σολωμό για πρώτη φορά ως μια ευρύτερα κοινωνική, πολυσήμαντη γιορτή. «Μελετώντας τον αδιάκοπα, ανακάλυπτα διαρκώς νέα μουσική: μια παράξενη αρμονία γέμιζε το πνεύμα μου. Και θα περνούσαν δεκαετίες ασταμάτητης επαφής και αναζήτησης του ήχου μέσα στον σολωμικό στίχο, μέχρι την Τρίτη Συμφωνία μου, στην οποία θα μελοποιούσα εκείνη τη στροφή που χτύπησε βαθιά μέσα μου στα 1940: Τώρα που η ξάστερη / νύχτα μονάχους / μας ηύρε απάντεχα / και εκεί στους βράχους / σχίζεται η θάλασσα / σιγαλινά… Και δεν ήταν οι μόνοι στίχοι του για τους οποίους έγραψα μουσική, καθώς την ίδια παγκόσμια αρμονία, το ίδιο ηθικό αίτημα με τον Σολωμό αναζητούσα και αναζητώ σε όλη μου τη ζωή και με όλη μου την τέχνη», προσέθεσε. 

Με τη βοήθεια ενός σολωμικού στίχου ανακάλυψε, είπε, τον εαυτό του: «Όταν εν μέσω της Κατοχής άκουσα για πρώτη φορά την Ενάτη του Μπετόβεν στην Τρίπολη, στον κινηματογράφο, σε ένα φιλμ της γερμανικής προπαγάνδας, τότε κατάλαβα βαθιά μέσα μου το νόημα των στίχων του: Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του. Είχαν πια όλα συντελεσθεί». Η «Τρίτη Συμφωνία» του είναι ευρύτερα εμπνευσμένη σε διάφορα σημεία της από την «Τρελή Μάνα» του Σολωμού. Ολόκληρη η ποίηση του Σολωμού, σύμφωνα με τον Μίκη, ήταν αγώνας «να γράψει μουσική με σκέψη και με λόγο». 

Εκτοπισμένος το 1970 στη Ζάτουνα δεν είχε αναφωνήσει «Κράζω σε σέ Σολωμέ»; Δεν δίστασε να πει κιόλας ότι «εκείνο που έκαναν ο Μάντζαρος με τον Σολωμό ήταν εκείνο που, τόσες γενιές αργότερα, κάναμε με τον Ρίτσο στον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη, με τον Ελύτη στο Άξιον Εστί, με τον Σεφέρη στο Μυθιστόρημα…». Στα στερνά του χρόνια δεν έκρυβε πόση ήταν ακόμη η επίδραση του Σολωμού μέσα του: «Όπως λοιπόν και τότε στη Ζάτουνα», έγραψε το 2013, «έτσι και σήμερα γυρίζω πάλι προς τον Σολωμό, στους Ελεύθερους Πολιορκημένους που είμαστε ξανά, στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν που πρέπει και πάλι να διαβαστεί και να ακουστεί, περισσότερο από ποτέ (…) Είναι ολόκληρος αφιερωμένος στην Ελευθερία και γι’ αυτή μιλά. Είναι ολόκληρος αφιερωμένος στην Ελλάδα και στα ιδανικά της». 

Θυμόταν ακόμη, το 2013, πόσο είχε επηρεαστεί μικρός: «Ακόμα θυμάμαι, σαν να είναι τώρα, παιδί στην Τρίπολη, όταν πια είχαν μπει οι Γερμανοί, πόση δύναμη έπαιρνα από την ποίησή του και πόσο αυτή οδήγησε από τότε τις πράξεις μου. Ήταν ο δάσκαλός μου». Μέσα στην Κατοχή πορεύτηκε με πνευματικόν οδηγό το Σολωμό: «Έτσι, λίγο καιρό αργότερα, έχοντας πια βγει στην Αντίσταση, κυνηγημένος και κρυμμένος στην αρχή στην Αθήνα, στην Πλάκα και, στη συνέχεια, στο συνοικισμό της Καλλιθέας, θα έγραφα την Πρώτη Συμφωνία μου και στο τέλος της θα προσέτρεχα στον Σολωμό:Αύριο θα κόψουμε / κάτι λουλούδια / αύριο θα ψάλουμε / κάτι τραγούδια / εις την πολύανθη / Πρωτομαγιά».

Μα ήταν, δήθεν βέβαια, εναντίον των επαναστάσεων, έχοντας γίνει προς το τέλος της ζωής του βαθιά συντηρητικός, είναι μία κατηγορία που είχε αποδοθεί στον Σολωμό. Ώσπου πριν από μερικές δεκαετίες έκαναν πάταγο στην Αθήνα, αλλά όχι στα αυτιά όσων δεν ήθελαν να ακούσουν, γνωστές προ πολλού στα Επτάνησα επιστολές του καταχωρημένες σε ξεχασμένα έντυπα και εκδόσεις. Όπως ένα γράμμα του σε μιαν ιστορική περίοδο που, ενώ «Επερνούσαν οι αιώνες / Ή ‘σε ξένη υποταγή / Ή με ψεύτικαις κορώναις / Ή με σίδερα και οργή», σε όλη σχεδόν την Ευρώπη ξεσηκώνονταν νέες επαναστάσεις, αστικές πάλι, αλλά αυτή τη φορά και με τους εργαζόμενους να θέτουν δικά τους αιτήματα, όπως εκείνη του Φεβρουαρίου του 1848 στη Γαλλία. Με χίλιες προφυλάξεις, ο πάντα καλά ενημερωμένος για τη διεθνή κίνηση μα υποτίθεται «αδιάφορος» Σολωμός τον Μάρτιο του 1848 είχε γράψει από την Κέρκυρα στη Ζάκυνθο: «Σε όλα τα μέρη της γης οι επαναστάσεις πέφτουν σαν κοπάδια σπουργίτια. Αλήθεια, τι όμορφα που το σκαρφίστηκαν καμπόσοι μεγαλουσιάνοι να θέλουν να εμποδίσουν τα ωραία πεπρωμένα του ανθρώπου! Πόσο γρήγορα προθυμοποιήθηκαν να παραστήσουν τους καλούς, ε; Θα έχουμε μεγάλα ανακατώματα, αλλά και μεγάλους αγώνες· το ξέρουμε βέβαια. Ο τελικός όμως καρπός θα είναι το αγαθό». 

Σαν να ξανάλεγε σ’ εκείνη τη χωρίς περιστροφές επιστολή του: «Σκιάζεσαι τους Βασιλιάδες / ‘Που έχουν Ένωσιν Ιερή»; 

Αναπάντητη, ουσιαστικά, άφησε την αναγγελία του βασιλιά της Ελλάδας τον Φεβρουάριο του 1849 ότι του απονέμεται το παράσημο του Χρυσού Σταυρού των Ιπποτών του Σωτήρος, όπως και την παραλαβή του. 

Την αλήθεια, σαν τον Βάρναλη, επιζητούσε. «Πιστέψετε π’ ό,τι θα ‘πω είν’ ακριβή αλήθεια / Μα τις πολλαίς λαβωματιαίς, ‘που μώφαγαν τα στήθια» δεν έγραψε; 

Μια χρυσή σφραγίδα του με το μονόγραμμά του αυτό ζητούσε στα λατινικά. «Verum Amo Verum Volo». Αυτός ήταν. «Την αλήθεια αγαπώ, την αλήθεια θέλω». Αντιτάχθηκε στην ιδιοτελή υποκρισία της αστικής τάξης για τη «συμφέρουσα» εθνική αλήθεια με τούτα, όπως τα διέσωσε ο μαθητής του Ιάκωβος Πολυλάς, τα λόγια: «Εθνικό είναι το αληθές». 

Τάχα ο μυστικισμός του ήταν καταστροφικός, ενώ ήταν ο ίδιος που αηδονολάλησε: «Γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα». Έμεινε αθεράπευτα ιδεαλιστής ενώ η ζωή και η φιλοσοφία προχωρούσαν, είπαν άλλοι, πάλι για να τον «κοντύνουν». Λες και αναφώνησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια και μεγαλοσύνη άλλος και όχι εκείνος, προς το τέλος της ζωής του στις στερνές ποιητικές δημιουργίες του, στίχους – ορισμούς της νέας προσγειωμένης από τον ουρανό στη γη φιλοσοφίας για τον άνθρωπο ή βασικών αρχών του ιστορικού υλισμού. Λες και άλλος έγραψε τον στίχο «Δεν το ‘λπιζα να ‘ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο»! 

Ή, βέβαια, τον στίχο «Κι άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πο’ ‘χει».  

Διαπέρασε, έσπασε με στίχους του σε στερνά του έργα τα φράγματα του ιδεαλισμού του και της ιδεαλιστικής εποχής του.

Ήταν ιδεαλιστής φυσικά, λες και μπορεί στην εποχή του να ήταν κατά βάση κάτι διαφορετικό, βρέθηκαν άλλοι να πουν. Παραβλέποντας ωστόσο πως οι ιδέες του αντιπροσώπευαν τον πιο προοδευτικό διαλεκτικό μαχητικό ιδεαλισμό της εποχής του, εκείνον του Χέγκελ στον οποίο «πάτησε» στη νεότερη εποχή του ορμητικού καπιταλισμού πια ο άλλος μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος, ο Καρλ Μαρξ, για να φτάσει στη σύγχρονη θεωρία του ιστορικού υλισμού και της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κοινωνίας, στη θέση της πρόωρα γερασμένης αστικής, καπιταλιστικής. 

Ο πανεπιστημιακός Γιάννης Δάλλας, μελετώντας τον Σολωμό ακόμη περισσότερο στη μακρά θητεία του στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, το διατύπωσε καλύτερα από όλους σε δοκίμιό του: Για τον Βάρναλη και τους άλλους κομμουνιστές ποιητές ο Σολωμός ήταν «ό,τι ο Χέγκελ για τον Μαρξ» στη δική του εποχή. Ο ποιητής ο αφιερωμένος στην υπόθεση της εργατικής τάξης, είπε ο Δάλλας, ήταν ένας «αντιιδεαλιστής Σολωμός» και πριν γράψει τους «Σκλάβους Πολιορκημένους» του και μετά.

Ή επίσης λέτε τελείως άστοχα κι αυτός, για να έλθουμε και στις τελείως δικές μας μέρες, ο Κερκυραίος ζωγράφος Γιώργος Μικάλεφ εφέτος τιτλοφόρησε ένα έργο του για το «Σκοπευτήριο της Καισαριανής» της Επτανήσου, για το μαρτυρικό κερκυραϊκό νησάκι Λαζαρέτο και τους διακόσιους εκτελεσμένους εκεί αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, με ταιριαστούς στίχους των «Ελεύθερων Πολιορκημένων»;  

Το ίδιο άστοχα, λέτε, ο Κερκυραίος ζωγράφος Άγγελος Γερακάρης τιτλοφόρησε έργο του επίσης για το Λαζαρέτο με τα λόγια «Η δύναμή σας πέλαγο – Η θέλησή μας βράχος», πάλι από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»;  

Δεν είχε μάτια για τους φτωχούς ο Σολωμός, είχαν πει άλλοι, ενώ υπήρξαν και κατηγορίες πως η ποιητική του φλέβα δεν είχε τη δύναμη και το πάθος περιγραφής των λαϊκών παθών και σηκωμών που είχε ένας μισόν περίπου αιώνα μεταγενέστερός του κορυφαίος Ρώσος συγγραφέας που ύμνησε ο ίδιος ο Λένιν στην πολύ διαφορετική όμως εποχή της ορμητικής ανάπτυξης λαϊκών κινημάτων και του ίδιου του καπιταλισμού στην προεπαναστατική Ρωσία! Τον έθεσαν, προφανώς μπερδεύοντας τις ιστορικές περιόδους του καθενός τους, αν όχι σκόπιμα, σε αντιπαραβολή με τον Λέοντα Τολστόι. Μα ο Βάρναλης σαν τον Λένιν για τον Τολστόι έγραψε περίπου στα ώριμα χρόνια του για τον Σολωμό!  

Ο Σολωμός δεν ήταν εκείνος που έγραψε «Συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλοσύνη»; Το εννοούσε κιόλας για τον λαό του.

Δεν γύριζε αδιάφορα το βλέμμα στα βάσανα του λαού του στις βόλτες του, σαν αυτή που φιλοτέχνησε ο Γερακάρης, προστατεύοντας την όλο και πιο άδεια τσέπη του: 

«Εάν ζητάς τη γαλήνη έξω από τον εαυτό σου και από το δίκιο, τη ζητάς μάταια (…) Με ‘νιόσανε ότι δεν είμαι ικανός να αρνηθώ. Με περιμένουν στον δρόμο και με γδύνουν. Στην εξοχή, όπου συχνά καταφεύγω, είναι πενία, που σε τρομάζει. Τελικά παρατήρησα ότι, όταν έχω τη δύναμη να ειπώ όχι, αισθάνομαι χειρότερα απ’ ό,τι τη μέρα που δίνω ό,τι δεν έπρεπε. Αλλά σ’ όποια χώρα πάω, θα είμαι ο ίδιος».

Ακόμη κι όταν έγραφε «Μες το γιαλό της Κέρκυρας μαύρ’ είμαι πέτρα κι έρμη», τον ζωγραφισμένο από τον Κερκυραίο Πέτρο Στραβοράβδη αυτό στίχο, προσέφερε αδρή βοήθεια και σε Ιταλούς πολιτικούς πρόσφυγες.

Τα υποτιθέμενα δύο πρόσωπά του μικρές διαφορές παρουσίαζαν στις διάφορες φάσεις της ζωή τους, ένα ήταν!

Έδρασε στην εποχή της ανόδου της αστικής τάξης ως αυτό που ήταν: Νόθος γιος της. Μιας «δούλας» όπως την έλεγαν τέκνο. Ήταν κοινωνικά η μάνα του και όχι ο πατέρας του! 

Ο ίδιος ο Βάρναλης έκανε το λάθος, προφανώς, ακριβώς πάνω στη σπιρτάδα του μαχητικού του  πνεύματος και στην τολμηρή κι άφοβη προσπάθειά του το 1925 να εξεταστεί επιτέλους ο αγαπημένος του Σολωμός στη γη και όχι με ουρανοκατέβατες αναφορές, όπως επιτέλους χρειαζόταν, να υιοθετήσει περίπου ορισμένες αδόκιμες και άτοπες ανιστόρητες απόψεις ή και κατασκευασμένα, μονόπλευρα κι ατεκμηρίωτα στοιχεία τρίτων, επικριτών του έργου ή μέρους του έργου και πλευρών της ζωής του Επτανήσιου βάρδου της ελευθερίας, με κάποιαν υποτίμηση των συνθηκών της εποχής του. Ενώ είχε τη βεβαιότητα πως κάθε λογοτέχνης πρέπει πάντα να εξετάζεται, φυσικά, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες δρα και να τοποθετείται στην ιδιαίτερη εποχή του, με όλα τα κυρίαρχα στοιχεία της προσωπικότητάς του κιόλας. Υπερέβαλε από το Παρίσι σε κρίσεις του, έφτασε στο σημείο να κρίνει περίπου ως «άγονο θαύμα» το σολωμικό έργο, αλλά με απίστευτη γενναιότητα, κόντρα στο ρεύμα, βροντοφώναξε στην ιδεαλιστικά ιδεοκρατούμενη Αθήνα την αλήθεια πως οι αξίες και οι αλήθειες κάθε διαφορετικής εποχής είναι διαφορετικές και πρέπει, έφτασε ο καιρός επιτέλους, όλη η ποίηση, όλη η λογοτεχνία, όλη η πνευματική δημιουργία μας, να εξετάζεται με όρους ιστορικότητας επί τη βάσει της θεωρίας του διαλεκτικού υλισμού.  

Ήταν ο καιρός, βλέπετε, που κάθε λογής απολογητές της αστικής τάξης ή απλώς κοντόφθαλμοι κριτές του Σολωμού στην Αθήνα, με κείμενα που δεν άξιζαν πεντάρα, θαρρείς «σαν καμπάνες πληρωμένες κάνανε σα βουρλισμένες», που η σολωμική καταγγελία τους δεν άφησε αδιάφορο στις μέρες μας τον ζωγράφο Στραβοράβδη, διέδιδαν ως δεδομένο ό,τι μπορείτε να φανταστείτε για το έργο και την προσωπικότητά του. Για να τον κάνουν κιόλας σαν τα μούτρα τους!  

Με όλα τα λάθη του και με θύμα σαν «από σπόντα» μόνο τον ίδιο το Σολωμό το δοκίμιο του Βάρναλη έπεσε σαν κεραυνός στην Αθήνα. Αυτό κατέλυσε τότε το εκδοτικό μονοπώλιο της ιδεαλιστικής φιλολογικής δοκιμιακής κριτικής για την ελληνική ποίηση. Όσο για τον Σολωμό, ασφαλώς υπήρχε καιρός να τον ξαναδεί σε όλο του το πνευματικό και ανθρώπινο είναι! 

Ήταν εγωπαθής υποτίθεται, όπως τον είχαν κατηγορήσει, ο Σολωμός. Αυτός που όμως κατέβασε το εγώ του ως το σημείο να γράφει με αδιανόητη στις μέρες μας ταπεινότητα, ως «μια Πεντάρα», αν και «Πρώτος Οδηγός» μας τελικά, ετούτα ακριβώς σε επιστολή- καταγγελία του για την υποκρισία και την ξετσιπωσιά της κυρίαρχης τάξης, κάνοντας λόγο και για έναν συντοπίτη του Ροΐδη στιχοπλόκο: «Δεν είμαι τόσο τρελός ώστε να μη βλέπω πως αν δεν είχα μια πεντάρα, οι πιο διακεκριμένοι κριτές των Νησιών θα βρίσκανε τους στίχους μου και τα πεζά μου όμοια του Ροΐδη. Επειδή έχω μια πεντάρα είναι διατεθειμένοι να τους βρουν μάλλον καλούς, έστω κι αν ήταν χειρότεροι από του Ροΐδη. Ζήτω, λοιπόν, πάντα ζήτω οι Πεντάρες. Αλλά βλέπω πως γέμισα το γράμμα με πεντάρες. Ούτε θέλω να τελειώσω μ’ άλλο όνομα παρά με κείνο της Πεντάρας. Συσταίνω το πορτοφόλι σου στις πεντάρες και τις πεντάρες στο πορτοφόλι σου. Και είμαι σαν μια Πεντάρα». 

Σε άλλη επιστολή του στιγμάτιζε το γεγονός ότι από οικονομικά μέτρα της εξουσίας έβγαιναν ωφελημένοι «μόνο οι τρεις τέσσερις που έχουν το μονοπώλιο». Δεν ήταν του χαρακτήρα του οι οικονομικές δοσοληψίες. «Δεν αγαπάω να μπερδεύομαι με συναλλαγματικές», έλεγε. Η Ελλάδα θα προκόψει, έγραφε το 1842, μόνον «αν η δικαιοσύνη θριαμβεύσει». Στηλίτευε, συγχρόνως, τον «αποκρουστικό» χαρακτήρα αξιωματούχων της επτανησιακής Αστυνομίας. 

Ο νους του έβλεπε συγχρόνως, από νωρίς και ίσαμε το τέλος του, το παγκόσμιο σύστημα. 

«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου» έγραψε το 1848 στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα για το 1821.

Ως «Ιερομόναχο Διονύσιο Κερκυραίο», ως κάποιον που θαρρείς δεν έγραφε, αλλά «λειτουργούσε» διακηρύσσοντας ένα νέο «Ευαγγέλιο», εκεί μάλιστα που είχε ταφεί ο Ιωάννης Καποδίστριας, στην κερκυραϊκή Μονή της Πλατυτέρας, εφαντάστηκε ο ίδιος σε γραπτά του τον εαυτό του.   

Ο ίδιος που μιλούσε σε γράμματά του «για τη φτωχή νεολαία μας», ζητώντας εκπαιδευτικά Ιδρύματα, πράγματι συχνά κλεινόταν στον εαυτό του αναλογιζόμενος την ιστορία του Ηφαίστου στην «Ιλιάδα» και πως «ο κουτσός εκείνος Θεός που τον πέταξε από τον ουρανό η μητέρα του και που εκαθότανε στην αγκαλιά της θάλασσας, δουλεύοντας χωρίς να τον έβλεπε  κανείς και που χωρίς άλλο ν’ άκουε γύρω από τη σπηλιά του, εξόν από τη βοή του απέραντου Ωκεανού». Εξεγειρόταν όμως με περικοπές των εκπαιδευτικών δαπανών: «Τα σχολεία έχουν δυναμίτη κάτου από τις έδρες. Ο σκοπός φαίνεται πως είναι η οικονομία. Κι’ αληθινά για να την εφαρμόσουν δεν μπορούσαν να βρουν αθλιέστερο επιχείρημα».   

Τον ετάραζε, όπως έλεγε, «ακόμα και η ιδέα του επαίνου», η «περιττή».  Το 1834, όταν με χίλια ζόρια στις συνθήκες της πιο φιλελεύθερης εκείνη την περίοδο βρετανικής Αρμοστείας στα Επτάνησα δέχθηκε να δώσει προς δημοσίευση στο ελεγχόμενο εν μέρει από την ίδια περιοδικό «Ιόνιος Ανθολογία» απόσπασμα από το περίφημο έργο του «Ο Λάμπρος», απαίτησε και εξασφάλισε ανωνυμία.  

Δεν άνοιγε, υποτίθεται, το πουγκί του και την καρδιά του. «Μια μέρα εμέτρησα δώδεκα φέρετρα», είχε γράψει σε επιστολή του, λίγο πριν ο ίδιος αυτός, το 1855, στο ξεκίνημα εράνου για θύματα επιδημίας χολέρας και ενδεείς εισέφερε περισσότερες από 21 λίρες και 100 δίστηλα, μόλις κάτι λιγότερο από έναν Άγγλο λόρδο και υπερδιπλάσιο ποσό από την περίφημη μονοπωλιακή Ιονική Τράπεζα στην Κέρκυρα. Ήταν κοντά στους χτυπημένους από αρρώστιες, επιδημίες. 

Είχε ανάγκη κάποιας ωφέλιμης γι’ αυτόν δικαστικής κρίσης για ζήτημα της οικογενειακής του περιουσίας, μα «δεν έχω προστάτες» και «δεν θέλω καθόλου», έλεγε.  

Είχε δώσει βέβαια «πατήματα» κι αφορμές άφθονες για ένα υπερβολικό και αβάσιμο εν πολλοίς κατηγορητήριο εις βάρος του Σολωμού, στα χρόνια μάλιστα που ο Βάρναλης έγραψε το γνωστό υποτιθέμενο «αντισολωμικό» δοκίμιό του, ένα μέρος της ίδιας της κερκυραϊκής ρητορικής αγιοποίησης σχεδόν του Σολωμού. Με την πλήρη σχεδόν απουσία, αποσιώπηση ή και την υβριστική ακόμη αντιμετώπιση λογοτεχνικών ενστάσεων ή απλώς ερωτημάτων και γενικότερα λαθών ή παραλείψεων του πνευματικού και ανθρώπινου βίου του. Με στόχο την ανύψωσή του στα ουράνια ως αυθύπαρκτου περίπου ιδεοκρατούμενου μόνον Όντος σε απόλυτη απεξάρτηση από τις αναπόφευκτες κοινωνικές επιρροές. 

Μολονότι οι Κερκυραίοι λόγιοι της εποχής του, όπως και μέχρι τις μέρες μας οι κατοπινοί, εστάθηκαν άξια και με όχι λίγη δικαιοσύνη οι μεγαλύτεροι «Κέρβεροι» στην υπεράσπιση του Σολωμού, ήταν ο ίδιος ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο φιλολογικά καλύτερος μαθητής του και θεμελιωτής της νεοελληνικής κριτικής με τα ιδεαλιστικόπληχτα πλην όμως άφταστα «Προλεγόμενά» του στην ιστορική έκδοση του 1859 «Διονυσίου Σολωμού Τα Ευρισκόμενα», που αντιμετώπισε αδιάλλακτα και υβριστικά ακόμη την πρώτη μεγάλη, αν και εξίσου ιδεοληπτική, ένσταση σε πλευρές του σολωμικού έργου, που προήλθε τότε από την πλευρά του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου. 

Δεν δέχονταν μύγα στο σπαθί του Σολωμού! 

Δεν γλίτωσε από την οξεία κριτική τους ο Βαλαωρίτης, δεν γλίτωσε ο και υμνητής του Παλαμάς, δεν γλίτωσαν άλλοι διάφοροι λόγιοι μελετητές και πανεπιστημιακοί καθηγητές ή ακαδημαϊκοί, μα ούτε κι ο Βάρναλης για το πρωτοποριακό ωστόσο έργο του «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική». 

Εκείνα τα χρόνια και λίγο μετά, έναν Επτανήσιο «αναμορφωτή του Σολωμού κι έναν πανεπιστημιακό καθηγητή της Αθήνας ανέλαβε να τους συγυρίσει με φυλλάδια-βιβλία στη γλώσσα τους, με τον σατιρικούς κιόλας τίτλους «Η σμίκρυνσις του Σολωμού – επί τινος αρτιφανούς βιβλίου θλιβεραί παρατηρήσεις Αφελούς Ακαίρου» και «Νέος αστήρ επιστημονικός – υπό Βεβήλου ανεπιστήμονος», ένας από τους  πρωτομάχους του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κέρκυρας το 1911 και υποστηρικτής της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο δημοσιογράφος μαζί με τον Κώστα Βάρναλη και τον ηρωικό Κώστα Βιδάλη σε αθηναϊκή εφημερίδα, Αντώνης Μουσούρης, που πέθανε την Κατοχή στην Αθήνα από την πείνα. Μα τον Κώστα Βάρναλη, όπως ήταν φυσικό, τον αντιμετώπισε ωστόσο άριστα και με τη δέουσα σοβαρότητα, γιατί τον αγαπούσε και τον θαύμαζε κιόλας, ο καλύτερος υπερασπιστής τότε του σολωμικού έργου. Ένας άλλος Κορφιάτης σοσιαλιστής. 

Ένας Κερκυραίος που τον ανέφερε ως παράδειγμα ο Γιάννης Κορδάτος σε μελέτη του για την παράλληλη πορεία του ανερχόμενου εργατικού κινήματος και εκείνου των λογοτεχνών και το 1915 είχε την τιμή πρώτος να γράψει ποίημα-καταγγελία με τον τίτλο «Καπιταλισμός», παρακαλώ, βουτώντας την πένα του κατευθείαν στην καρδιά του προβλήματος των προβλημάτων. Ο ίδιος αυτός που είχε ανοίξει στο κέντρο της Αθήνας μαζί με τον αδελφό του έναν καφενέ αποκαλούμενο ατύπως «Σοσιαλιστικό Καφενείο» με το όνομα «Μαύρος Γάτος», με τακτικούς ή περιοδικούς θαμώνες του, μεταξύ άλλων, τον ίδιο τον Βάρναλη, τον Κωστή Παλαμά πριν γράψει ό,τι έγραψε για τους Μπολσεβίκους, τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, τον Άγγελο Σικελιανό, άλλους πολλούς λογοτέχνες, καθώς και επαναστάτες των δρόμων όπως ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος του νεοσύστατου κομμουνιστικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας και ο Άρης Βελουχιώτης. Ο ίδιος που αργότερα για το λογοτεχνικό του έργο εκθειάστηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ το 1919 είχε παρουσιάσει στο φιλολογικό περιοδικό του «Μαύρος Γάτος», επίσης στην Αθήνα, το πρώτο μεγάλο ποίημα του Κώστα Βάρναλη!

Ο Γεράσιμος Σπαταλάς ήταν αυτός. Ο ίδιος που αντιμετώπισε κριτικά άλλες ενστάσεις του σοσιαλιστή λογοτέχνη Κώστα Παρορίτη για το σολωμικό έργο. Λίγο νωρίτερα, το 1923, είχε περιλάβει με την πένα του το υμνητικό για λάθος λόγους για τον Σολωμό βιβλίο του ιδίου έτους «Η ποίηση στη ζωή μας» του ισχυρού υποστηρικτή του κατεστημένου πανεπιστημιακού καθηγητή Γιάννη Αποστολάκη, εκδίδοντας φυλλάδιο-βιβλίο με τον τίτλο «Η ποίηση στη ζωή μας και η εγωπάθεια, η άγνοια και η ακρισία του κ. Γιάννη Αποστολάκη» . 

Ανάσα δεν έπαιρναν τότε!

Είχε σταθεί κριτικά απέναντι στον Βάρναλη στο πλαίσιο μιας άγνωστης ή και «θαμμένης» θα έλεγε κανείς ενδοσοσιαλιστικής κριτικής φιλολογικής διαμάχης.  

Η αλήθεια γύρω από το έργο του Βάρναλη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», βλέπετε, είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που συνήθως λέγεται και έχει επικρατήσει και αναπαράγεται και στις μέρες μας. Έναν σολωμικό ως τα μπούνια ποιητή και «από τους τελευταίους αντιπροσώπους της εφτανησιώτικης σχολής» σύμφωνα με τον Μάρκο Αυγέρη, τον Ζακύνθιο Στέφανο Μαρτζώκη, που τον είχε βοηθήσει στα πρώτα του βήματα, είχε επιλέξει μάλιστα ο Βάρναλης ως τον πλέον κατάλληλο για να προλογίσει, όπως και έγινε, την πρώτη ποιητική συλλογή του που κυκλοφόρησε το 1905 με τον τίτλο «Κηρήθρες» και με λόγια του Μαρτζώκη πως «ο νέος, τον οποίο παρουσιάζω, ημπορώ να το πω με μεγάλη μου χαρά ότι είναι αληθινός ποιητής». Στον επίσης βαθιά σολωμικό λογοτέχνη και μελετητή Σπαταλά προσέφυγε άλλωστε και για να γίνει γνωστό στην Ελλάδα, μέσω του «Μαύρου Γάτου» του, το μεγάλο και με υπέροχο στίχο μάλιστα για τον Σολωμό ποίημά του «Προσκυνητής», στο μεταίχμιο της πορείας της πλήρους μεταστροφής του από τον ιδεαλισμό στον μαρξισμό. Η επιρροή του Κώστα Βάρναλη από την ποίηση του Σολωμού και από σολωμικούς πνευματικούς κύκλους της Αθήνας ήταν θεμελιακή από την περίοδο κιόλας της πρωταρχικής ποιητικής του συγκρότησης.

Σώζεται η επιστολή του ποιητή από τη Γαλλία για τον «Προσκυνητή» με αποδέκτη τον Γεράσιμο Σπαταλά, γραμμένη τις 10 Αυγούστου 1919:

«Αγαπημένε μου Ποιητή Γ. Σπαταλά, Σου το στέλνω, ακόμα νωπό. Τ’ ονομάζω άσμα πρώτο. Καθαυτό είν’ ένα είδος προοίμιο· πρόσωπο του κυρίου ποιήματος· μια δικαιολογία στα πεταχτά των πίστεών μου. Οπού φαίνεται, πως ομιλώ εγώ, ξέρε το, πως εγώ αληθινά δεν υπάρχω. Αντιπροσωπεύω κάποιον τρίτον· ίσως εκείνον, που έπρεπε να υπάρχει. Κάποτε το εγώ γίνετ’ εμείς· κάμνω τότε την αντίθεση της συνολικής ψυχής απέναντι των μονάδων, που παρανοούν το βάθος της. Κι’ ο πόθος μου είναι, όντας συνεργάτης αυτής της ψυχής, να βρεθώ δημιουργός με τη δύναμή της.

Μ’ εξαιρετικήν εχτίμηση

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ»

Μα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης είχε πει πως σε αντίθεση με τον Σολωμό ήθελε από μικρός να παλέψει για έναν καλύτερο Κόσμο και στους δρόμους και με το όπλο στο χέρι ακόμα, έτσι και ο Βάρναλης έθεσε στον εαυτό του ένα άλλο καθήκον που προϋπέθετε την υπέρβαση του κυρίαρχου στην ποίηση του Σολωμού ιδεοκρατικού πλαισίου. Θέλησε να εξελίξει τη μετασολωμική ελληνική ποίηση και να γίνει συγχρόνως, όπως και έγινε, μέρος του μαχόμενου λαού, με τόση μάλιστα νεανική διάθεση πάντα που ο Μίκης Θεοδωράκης το 1964 τον αναγόρευσε, θυμίζουμε, επίτιμο πρόεδρο της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Κινήθηκε σε μια ρεαλιστική, αντιιδεαλιστική, μαρξιστική κατεύθυνση, πλήρως αντιληπτή ως χρήσιμη στο ελληνικό προλεταριάτο που ήταν στη δική του εποχή η πολυπληθής πια νέα ανερχόμενη προοδευτική τάξη, καθώς η αστική είχε προ πολλού εκπληρώσει τον αρχικό προοδευτικό της ρόλο και η νέα ταξική διαίρεση της ελληνικής κοινωνίας είχε πλήρως σχεδόν αποκρυσταλλωθεί. 

Στην πραγματικότητα έγινε, τολμούμε να πούμε, Σολωμός της δικής του εποχής! 

Απέραντες, όπως απέδειξε ο φωτισμένος πανεπιστημιακός Γιάννης Δάλλας που μελετώντας τον και στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο  υποστήριξε πως ο Σολωμός «έφερε το μέλλον στο παρόν», είναι εξάλλου και οι συνηχήσεις της ποίησής του με τη σολωμική, που απαντώνται βέβαια, καθώς φυσικά καμία ποίηση δεν είναι αυθύπαρκτη, επίσης στην ποίηση του ίδιου του Γιάννη Ρίτσου, ακόμη και στον ενδεχομένως επηρεασμένο από την «Τρελή Μάνα» του Επτανήσιου βάρδου, που είχε και τον Μίκη Θεοδωράκη εμπνεύσει νεαρό, θρυλικό «Επιτάφιό» του. Ο ποιητής ο γεννημένος το 1884 στον βουλγαρικό Πύργο από ελληνική οικογένεια ήταν, όπως έγραψε τόσο εύστοχα ο Δάλλας, ένας Σολωμός χωρίς τον ιδεαλισμό του. 

Ο Βάρναλης, σύμφωνα με μια μάλλον επικρατούσα αντίληψη, έγραψε το 1925 το δοκίμιο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Στοχαστής», για να επιτεθεί υποτίθεται στη σολωμική ποίηση, ενώ αυτό που έκανε όντως ήταν να τον εξετάσει κριτικά με μια νέα ματιά για πρώτη φορά, εύστοχα και άστοχα. Δεν ήταν έτσι λοιπόν. Αυτό στο οποίο πραγματικά επιτέθηκε και το «έκαψε» κριτικά ο φωτισμένος με «Φώς που Καίει» τότε 41χρονος ποιητής, με καταπληκτικούς κεραυνούς, είναι το βιβλίο «Η ποίηση στη ζωή μας» του Αποστολάκη, ο οποίος δήθεν υπερασπιζόμενος γνήσια τη σολωμική ποίηση, μα παραποιώντας την, «έβγαζε» άχρηστη ακόμη κι εκείνη του Κωστή Παλαμά, θεωρώντας άξια μόνον όποια δεν ξεφεύγει από τον πιο άκρατο ιδεαλισμό που μονοσήμαντα διέκρινε στο έργο του Σολωμού. 

Για εκείνον άστραψε και βρόντηξε ο Βάρναλης!

Μ’ εκείνο το μαχητικότατο μέχρι υπερβολής δοκίμιό του. Που δικαίως όμως θεωρείται το πρώτο, ιστορικής σημασίας, μαρξιστικό κριτικό φιλολογικό δοκίμιο από ποιητή για ποιητή. Στο ίδιο κάποτε ακραία μαχητικό πνεύμα του Βάρναλη, αλλά και στην ιδιοσυγκρασία του που δεν λογάριαζε τι μπορεί να υποθέσουν κάποιοι  για τις όποιες υπερβολές του εφόσον υπηρετεί έναν δίκαιο σκοπό, αν όχι και στην παροιμιώδη περιπαικτική διάθεσή του απέναντι σε κριτικούς του τύπου του Αποστολάκη, θα πρέπει κατά τη γνώμη μας να αποδοθεί η αφιέρωση του δοκιμίου του στον Κωστή Παλαμά ως αυτόν «πατέρα της νεοελληνικής ποίησης», αντί του πραγματικού πατέρα της Διονύσιου Σολωμού. Η συνέχεια απέδειξε άλλωστε πόσο δεν κυριολεκτούσε. 

Προφανώς επηρεασμένος ωστόσο από δήθεν έγκυρες προηγούμενες εκτιμήσεις ή απλώς πληροφορίες και κριτικές θεωρήσεις άλλων για πλευρές της ιδεολογικής συγκρότησης, του έργου και της ζωής του Σολωμού, μα και χωρίς να έχει εντρυφήσει σε όλον τον απαιτούμενο βαθμό στο σολωμικό ποιητικό μεγαλείο και αγνοώντας μέρη του και άλλα στοιχεία που ανέτρεπαν αρχικές μονοσήμαντες κρίσεις, δεν μπόρεσε τελικά να αποφύγει σ’ εκείνο το δοκίμιο κατάφωρα άδικες κρίσεις για τον πραγματικό «πατέρα» του. 

Εκείνες τις υπερβολικές κρίσεις που αδίκως, αδικαιολόγητα, συχνά ωστόσο τις επικαλούνται και σήμερα ορισμένοι μελετητές εκθειάζοντας την ίδια στιγμή τον Σολωμό με τρόπους που θυμίζουν εκείνους του άσπονδου φίλου του Βαλαωρίτη ή και του Παλαμά, που δεν είχε διστάσει, ενώ πράγματι ο ίδιος με τα δικά του «Προλεγόμενα» στην ιστορική «Έκδοση Μαρασλή» στα 1901 «έφερε» εντυπωσιακά τον Σολωμό από τα Επτάνησα στην Αθήνα, να κάνει επικριτικό λόγο για μεγαλοπρεπή κατά τα άλλα απλώς «συντρίμματα» ποίησης, εν ονόματι της γνωστής αποσπασματικότητας έργων του. 

Ο πάντα γενναίος Βάρναλης αργότερα, έχοντας πολύ πληρέστερη γνώση, νηφάλια αποκήρυξε τις άδικες κρίσεις.

Αξίζει να σταθούμε λίγο στις και επαινετικές για τον Βάρναλη σε διάφορα σημεία τους παρατηρήσεις που διατύπωσε για το δοκίμιο εκείνο ο παλιός φίλος του σοσιαλιστής Γεράσιμος Σπαταλάς, στο αποσιωπημένο  φυλλάδιο-βιβλίο του. Με τον τίτλο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική κ’ οι φυσικές υπερβολές της πολεμικής κριτικής – Απάντηση στον κ. Κ. Βάρναλη» κυκλοφόρησε από τα «Εκδοτικά Καταστήματα Ακροπόλεως» λίγους μόλις μήνες αργότερα, το 1926.  

Επέκρινε τον Βάρναλη για «παραστράτημα» ότι  «πολεμώντας τη λογικήν υπόσταση των σφαλερών επιχειρημάτων του κ. Αποστολάκη, έφτασε (…) ν’ αδικήση σοβαρά το Δ. Σολωμό» και «όχι μόνο το έργο» του «μα και τον ίδιο τον άνθρωπο Σολωμό», αναγνωρίζοντας ωστόσο στον φίλο του πως ως βάση της μελέτης του «πήρε τη θεωρία πως, το έργο τέχνης είναι εποχικό και ζει μόνο μέσα στον κύκλο των ιδεών που το γεννήσανε» και «κατόπι χάνει τη ζωή του». Επισήμανε ως εξωπραγματική τη  θέση του δοκιμίου πως ο Σολωμός δεν ήταν γλωσσοπλάστης, αλλά δήθεν «λιγώτερο έπλαθε γλώσσα απ’ όσο έπαιρνε έτοιμο λεξιλόγιο από παλαιότερα δημοτικά κείμενα, που μερικά από αυτά, όχι μονάχα δεν τα ξεπέρασε, μα ούτε και τα ‘φτασε». 

Στο δοκίμιό του εκείνο ο Κώστας Βάρναλης χωρίς να το θέλει φιλοτέχνησε ένα πορτρέτο του Σολωμού, σύμφωνα με τον Σπαταλά, «βασισμένο ολόκληρο σε παρανοήσεις, αυθαιρεσίες και αδικίες από πληροφορίες ελαττωματικές, από παρεξηγήσεις φερσιμάτων του, από άγνοια πράξεών του». 

Έτσι η μελέτη του θεωρείται πως «δεν είναι αντικειμενική έρευνα, μα επίθεση εναντίον του Σολωμού», καθώς παραβλέπει και το γεγονός ότι σε όλο το σολωμικό έργο, όπως αναφέρει ο Σπαταλάς, «καθρεφτίζεται το δημοκρατικό, το αστικό πνεύμα της Γαλλικής Επαναστάσεως», το οποίο «το εβοήθησε και με το λόγο και με το χρήμα», έχοντας υπόψη του μάλιστα, όπως ανέφερε, ότι «η απελευθέρωση ενός έθνους δεν συντελείται μόνο με το να διώξη τον ξένο καταχτητή», καθώς «ήξερε πως ο γαλλικός λαός δεν επαναστάτησεν εναντίον του ξένου καταχτητή, μα εναντίον των ομοεθνών του τυράννων, για να βρη την ελευθερία του» και  ακόμη ήξερε πως ήταν ζητούμενο και «η κοινωνική απελευθέρωση». Ο Βάρναλης είχε ψέξει έντονα τον Σολωμό, μεταξύ άλλων, όχι μόνο για τον ιδεαλισμό του, αλλά και για τη μη συμμετοχή του στα πεδία των μαχών στην Επανάσταση. Κατά τον Σπαταλά, με «μια σκοινοβατική λογική, όπου κουρελιάζονται διάφορες λεπτομερειακές αλήθειες», έκρινε τον ποιητή «δειλό και ανακόλουθο στην πράξη, αφίνοντάς του μόνο την πνευματική αντραγαθία». 

Στο γλωσσικό ζήτημα ο Σολωμός, σύμφωνα με τον Σπαταλά, έδινε ένα «πλατύ δημοκρατικό νόημα γεμάτο επανάσταση εναντίον κάθε απολυταρχικής διαθέσεως». Η αντίκρουση κατέληγε, ωστόσο, με την επισήμανση της αξίας του ποιητή-συντάκτη του δοκιμίου, με τη βεβαιότητα ότι στο μέλλον θα παρουσιάσει λαμπρά έργα, με την αποδοχή της κρίσης του για το βιβλίο του Αποστολάκη και με επιδοκιμασία της πρωτοβουλίας του. 

Έτσι, καταλήγοντας εσημείωνε πως ο Βάρναλης πραγματικά «γκρέμισε» τις φασιστικές σχεδόν κατά τον Βάρναλη ιδεοκρατικές θεωρίες του Αποστολάκη και πως για την κατάκτηση ενός «πεζού λόγου, κυρίως επιστημονικοφιλοσοφικού, σημειώνει σχεδόν σταθμό, γιατί πρώτη φορά εγράφηκε τόσον ωραία η δημοτική μας σε τόσο πλατύ σύγγραμμα με προσπάθεια σκέψεως ανώτερης». 

Σάμπως δεν ήταν, πράγματι, σταθμός; Με όλο του άλλωστε το σχετικό έργο του, όσα λάθη και αν είχε ή δεν είχε, ο Βάρναλης ήταν, όπως εσημείωσε το 2011 σε κομματικό επιστημονικό συνέδριο γι’ αυτόν η επικεφαλής του Τμήματος Πολιτισμού του ΚΚΕ Ελένη Μηλιαρονικολάκη, «ο πρώτος που δοκίμασε να επεξεργαστεί σύνθετα θέματα της αισθητικής και της λογοτεχνικής κριτικής απ’ τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού». Ως έργο-σταθμό έκρινε το δοκίμιό του για τον «Σολωμό χωρίς μεταφυσική» στο ίδιο συνέδριο η πανεπιστημιακός Γεωργία Λαδογιάννη, μιλώντας και για το «πόσο ιστορικά ξεπερασμένη» φάνταζε η σολωμική ποίηση τις αρχές του εικοστού αιώνα, για να προσθέσει: «Το κέρδος από τη μελέτη του Βάρναλη ήταν πως ο ιστορικός υλισμός έκανε στέρεη τη γνώση του σολωμικού έργου».  

Έκτοτε ο Βάρναλης, με ακλόνητη βέβαια από κάθε κριτική τη θέση του εναντίον της  κυριαρχίας του ιδεαλισμού ή, πιο σωστά ίσως,  στη σολωμική ποίηση, μα και της διαρκούς επίκλησης μόνο των σαν κούφιων στην εποχή του και την εποχή μας ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης μπροστά στην Οκτωβριανή με την οποία είχε στρατευτεί, μελέτησε κι εξαναμελέτησε, φυσικά, πολλές φορές το έργο και τη ζωή του Σολωμού με ευρύ πνεύμα και αξιοποιώντας και κάθε νέο έγκυρο στοιχείο ή επισήμανση, ώσπου να καταλήξει το 1957 στην τελική ετυμηγορία του. Απαρνήθηκε γενναία μόνον όσα έπρεπε.

Μεσολάβησε άλλωστε και η μεγαλειώδης κρίση του μάλλον μεγαλύτερου κριτικού φιλολογικού πνεύματος της μαχόμενης για τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό Αριστεράς. Ο Ηπειρώτης επαναστάτης φίλος του Μάρκος Αυγέρης ήταν φυσικά αυτός, που με το μεγαλόπνοο πνεύμα του βγήκε να υπερασπιστεί κατά κάποιον τρόπο ή μάλλον να εξηγήσει τον βαλλόμενο «ελεύθερο πολιορκημένο» ιδεαλισμό του Σολωμού, με τούτα τα φωτεινά λόγια: 

«Ακούστηκε για την ποίηση του Σολωμού και η κατηγορία πως οι αξίες της είναι ξεπερασμένες, ανήκουν στον 18ο αιώνα κ’ είναι πια παλιές για σήμερα (…) Ο ιδεαλισμός δεν ξεμάκρυνε το Σολωμό από την αίσθηση της πραγματικότητας, όπως δεν ξεμάκρυνε και τον Έγελο, που απ’ τις ιδέες του φαίνεται τόσο πολύ επηρεασμένος. Η ποίησή του θρέφεται από τη μεγάλη πραγματικότητα του καιρού του, από την Εθνική Επανάσταση, που τη μετασχηματίζει με μεγάλη δύναμη σ’ αισθητική και πνευματική παράσταση (…) Ο Σολωμικός Ιδεαλισμός, όταν μεταμορφώνεται σε ποιητική ύλη και παίρνει μορφή καλλιτεχνική, παίρνει τους χαρακτήρες της ελληνικής πραγματικότητας». Και όχι μόνον! «Μήπως η κοινωνική επαναστατική κίνηση η σημερινή, που στηρίζεται, ωστόσο, στη θεωρία του ιστορικού υλισμού, δεν ανέδειξε έως τώρα πλήθος ήρωες που δέχτηκαν θεληματικά την έσχατη θυσία χωρίς καμιά ιδιοτέλεια; Η ηθική του Σολωμού, που οδηγεί στη θυσία, το κορύφωμα αυτό της ηθικής όλων των εποχών κι όλων των λαών, κλείνει μέσα της αξίες που δεν μπορεί να τις καταλύσει ο χρόνος».

Ο ποιητής-ιδρυτής όμως της επαναστατικής Τέχνης του δικού μας καιρού, ήδη μέσα -και μόνο θαρρείς- από τον πεζό λόγο της άγνωστης το 1925 «Γυναίκας της Ζάκυθος», τον οποίο ύμνησε αμέτρητες φορές και όσο καμία ποιητική δημιουργία του Σολωμού, είχε ήδη προ πολλού καταλάβει όλη του την ποίηση και όλον, θαρρείς, τον ίδιο.   

Ήταν και ο Βάρναλης με όλη του τη σοφία ανάμεσα σε ‘κείνους που γύρω στα πέντε χρόνια πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο συμμετείχαν στις ζυμώσεις με τις οποίες ο Σολωμός, όπως το έθεσε ο  πανεπιστημιακός Γιώργος Ανδρειωμένος, άρχισε να προβάλλεται στους χώρους της μαχόμενης  Αριστεράς ως περίπου «ο εθνικός διανοούμενος, ο φλογερός επαναστάτης και ο εκφραστής της λαϊκής ψυχής». Ως «εθνικός ποιητής που τον καταχράστηκαν οι εθνικιστές. Διεθνιστής που τοποθετεί την Ελληνική Επανάσταση στη διεθνή σκηνή και την επηρεάζει. Ιδεαλιστής αλλά με τη χεγκελιανή έννοια, στην οποία τόσα οφείλει και μαρξισμός. Ποιητής-αγωνιστής που συνεπαίρνεται από την ηρωική πάλη των επαναστατών και θέτει την ποίησή του στην υπηρεσία του λαού, υπερασπιζόμενος τη δημοτική και αντιτιθέμενος στο δόγμα η τέχνη για την τέχνη», όπως το είχε θέσει ο Γιάννης Ζεύγος με άρθρο του «Πάνω στο Σολωμό» το 1936.

Σαν έτοιμος από καιρό και σαν να συνόψιζε όλο και πιο καλά σκόρπιες νεότερες δημοσιευμένες κρίσεις του, αυτός που δεν εξιδανίκευε κανέναν και ούτε και τον λαό στον οποίο αφιέρωσε όλο του το είναι και που δεν δίστασε ως στρατιώτης στον σκληρό ιδεολογικό πόλεμο ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό στην ελληνική κοινωνία να αναμετρηθεί και με τον Παλαμά και με τον αρχικό Σικελιανό και βέβαια και με τον δικό του εαυτό, μέσα στην αντάρα του 1946, είκοσι και έναν χρόνους ύστερα από εκείνο το δοκίμιό του, θαρρείς και μετουσίωνε στον πεζό νεότερο κριτικό λόγο του τους στίχους του «πάνου απ’ τους τάφους θα περάσει ο δρόμος» για «τον μεγάλο λυτρωμό», βγήκε κι έγραψε, μεταξύ άλλων, με την μοναδική πένα του στον «Ριζοσπάστη»:     

«Ο Σολωμός δεν ήταν μονάχα μεγαλοφυής βάρδος. Δεν είχε μονάχα μεγάλη καρδιά και μεγαλύτερο νου. Πήρε και τη σωστή θέση Υπέρ του Λαού” και ενάντια στους αριστοκράτες κοτζαμπάσηδες και τους φαναριώτες κι ενάντια στους ξένους προστάτες. (…) Στάθηκε δίπλα στους λαϊκούς πολεμιστάδες και για την πολιτική τους ελευθερία και για την πνευματική».

Στους συντρόφους του είχε ήδη άλλωστε γίνει σαφές, φαίνεται, πως και η πρώτη ματιά του στον Σολωμό του χωρίς μεταφυσική, εκείνη με την οποία από πολύ μακριά σαν να είδε πως «ο Σολωμός δεν ανέβηκε ούτε πάνου από το περιβάλλο του ούτε πάνου από τη μοίρα του», ήταν μόνον αυτό που πρέπει να τη θεωρούμε σήμερα, όπως φωτεινά την επροσδιόρισε το 2011 στο συνέδριο του ΚΚΕ η Λαδογιάννη: «Μια γερά θεμελιωμένη κριτική στην ιδεαλιστική παραμόρφωση της ποιητικής παραμόρφωσης του Σολωμού από τον καθηγητή Γιάννη Αποστολάκη (…) Για τον Κώστα Βάρναλη ο Σολωμός στάθηκε στο ύψος της αποστολής του (…) Για την πραγμάτωση του μεγαλύτερου ιδανικού όλων των λαών κι όλων των εποχών». Τη δίχως όνομα Ελευθερία. Με το νόημα και της κοινωνικής για τον λαό σε όλες τις διαστάσεις της. 

Ούτε το γεγονός πως η αστική τάξη πράγματι εχρειαζόταν κι εγύρεψε από τον Σολωμό για τους δικούς της ταξικούς λόγους μόνο ή κυρίως μια νέα ενιαία ελληνική γλώσσα, όπως είχε κάνει μέσω ως ένας από τους πιο φωτισμένους εκπροσώπους της τότε ο πατέρας του Χαρίλαου Τρικούπη λόγιος και πολιτικός Σπυρίδων Τρικούπης, εκλόνισε την ολοκληρωμένη γνώμη του Βάρναλη για εκείνον. 

Προφανώς επειδή ο πατέρας της νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν έκανε το χατίρι καμίας και ούτε της πιο κοντινής στον λαό μερίδας της κυρίαρχης τάξης να ασπαστεί τη δική της γλώσσα. Τη ρέουσα εν πολλοίς ανατρεπτική γλώσσα του πολύ λαού επήρε κι ανέβασε στον λογοτεχνικό Παρνασσό. Απ’ τον τόπο του κι απ’ όλη την Ελλάδα, μελετώντας αδιάκοπα τον πλούτο του δημοτικού τραγουδιού. Που η αστική τάξη πεισματικά την απέρριψε. 

Πάνω στην οποία, όμως, «πάτησε» ο σολωμικός Νικόλαος Κονεμένος, δεκαπέντε χρόνια πριν ο Γιάννης Ψυχάρης εκδώσει το γνωστό θεμελιακό για το ευρύτερο κίνημα του δημοτικισμού «Ταξίδι» του, για να προτείνει το 1873 με το «Ζήτημα της γλώσσας» του, όπως το 1893 ο δέσμιος ταξικών συμφερόντων του κατά τα άλλα Ιάκωβος Πολυλάς με τη «Φιλολογική Γλώσσα» του, τη γλώσσα, κοντολογίς, που «πέρασε» λίγο ή πολύ, τελικά, στην ελληνική λογοτεχνία. Εκείνη που ο μη σοσιαλιστής μόνο επειδή έβαζε πάνω απ’ όλα τη γνωστή αστικής έμπνευσης «Μεγάλη Ιδέα» μα βαθιά σολωμικός σονετογράφος Λορέντζος Μαβίλης, ο οποίος το 1911 είχε μιλήσει στο Εργατικό Κέντρο Βόλου για τη γλώσσα κάτω από πορτρέτα του Σολωμού και του Μαρξ, υπεράσπισε στη Βουλή λέγοντας σε συνόψιση ότι «δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα, υπάρχουν μόνο χυδαίοι άνθρωποι», στιγματίζοντας τους πολέμιους της γλώσσας του λαού. Κατά τον Μαβίλη, που ξεψύχησε στα χέρια του «Βροντάει ο Όλυμπος» Νίκου Καρβούνη πολεμώντας εθελοντικά για την Ήπειρο, η σολωμική ποίηση ήταν συνταγή «για κάθε υψηλό ιδανικό» και «θάρρος και αυτοπεποίθηση και αυταπάρνηση όταν έρθει η ώρα της θυσίας». 

 Αλλά τουλάχιστον για τον ιδεαλισμό του Σολωμού μένει, μεταξύ άλλων γι’ αυτόν, να πέσει κι άλλο φως, έχει επισημάνει ο Δάλλας. Δεν έχει γίνει ακόμη, συστηματικά και σε βάθος, η συγκριτική ανάλυση της ιδεοκρατίας του.

Ο αρμονικά πολύτροπος Σολωμός λοιπόν!

Που δεν ήταν βέβαια φύσει και θέσει κοινωνικός επαναστάτης και κάποιοι τον κατηγορούσαν για αριστοκρατικό ελιτισμό ή και «αγοραφοβία», σχεδόν λαοφοβία. Αυτός που συμπεριέλαβε στον «Ύμνο εις την Ελευθερία» στίχους κομμένους από τις τότε ελληνικές επαναστατικές αρχές για κατευνασμό της Βρετανίας, τους γνωστούς σε όλους στίχους για τη «Ψεύτρα Λευτεριά» στα αγγλοκρατούμενα τότε Επτάνησα, δεν συντάχθηκε καν, όπως έκαναν κάποια άλλα μέλη της τάξης του θαρρετά, με το άτυπο Ριζοσπαστικό κόμμα της Επτανήσου για την ένωσή της με την υπόλοιπη Ελλάδα και για κοινωνικά δικαιώματα. Μα ήταν ο ίδιος που συχνά έσκυβε ταπεινά στον λαό.

Σε συναθροίσεις σε καφενεία προαστίων της πόλης και σε χωριά της Κέρκυρας, για να μαζέψει τις λέξεις του λαού, να αντλήσει τη λαϊκή σοφία για να την κάνει στίχους και τραγούδια και να φτιάξει λογοτεχνική γλώσσα, όπως ήθελε, δυνατή σαν επαναστατική! 

Το 2000 ο Κερκυραίος Σπύρος Καββαδίας στη μελέτη του «Κερκυραϊκές λέξεις στο έργο του Διονύσιου Σολωμού» έφερε στο φως τη μαρτυρία του Κερκυραίου ιστοριοδίφη Σπύρου ότι ο ποιητής στην Κέρκυρα «σύχναζε με τους φίλους του στο ελληνόγλωσσο καφενείο του Ανανίαστη Γαρίτσα, στα χωριά που πήγαινε μάζευε λέξεις και φράσεις, συζητούσε με τους ναυτικούς για να εμπλουτίσει το λεξιλόγιό του». Αυτό θέλησε να αποτυπώσει σε έργο του με ναυτικούς, με ψαράδες, ο Κερκυραίος ζωγράφος Τζίνος Δημητράτος. Το πρωθύστερο  έργο του Καββαδία «Η λαϊκή ζωή και γλώσσα στο ελληνόγλωσσο έργο του Σολωμού» είναι άλλη μία τρανή απόδειξη γι’ αυτό και για τη δημοτική, λαϊκή του έμπνευση. 

Ο Σολωμός ο ίδιος ήταν που τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» θέλησε και με την προτροπή του ο Νικόλαος Μάντζαρος τον μελοποίησε στα 1829-1830 έτσι που λαός και στρατός να τον ψάλλουν βαδίζοντας, σε μιαν εκδοχή βεβαίως που απορρίφθηκε από την αστική τάξη και τον βασιλιά της Ελλάδας όταν με ποταμόν αίματος έγινε πραγματικότητα η ένωση της Επτανήσου με το ελληνικό κράτος. Ο φίλος ορισμένων Βρετανών αξιωματούχων στην Κέρκυρα ήταν ο ίδιος που σε νεανική ηλικία στη Ζάκυνθο είχε σκύψει ταπεινά σ’ έναν σαν άλλο Δημόδοκο τυφλό ζητιάνο λαϊκό τραγουδιστή, όπως έλεγε και ξανάλεγε στους μαθητές του, για να ακούσει το λαϊκό τραγούδι του, τη λαϊκή ψυχή. Για να εμπνευστεί. 

«Υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού και αν είσαι αρκετός κυρίεψε την», πρόσταξε επιγραμματικά τον εαυτό του.   

Ο βάρδος αυτός της Ελληνικής Επανάστασης ούτε θέλησε να βρεθεί άλλωστε μα ούτε και κλήθηκε επίσημα ποτέ, όπως αρκετοί ξεχνούν, στην Αθήνα! 

Ευχαριστούμε λοιπόν Κώστα Βάρναλη!

Ευχαριστούμε που με το έργο σου έγινες άλλος Σολωμός!

Ευχαριστούμε και ως Επτανήσιοι, αλλά κι εμείς βέβαια Πανέλληνες όπως είχε πει ο πρώτος υποστηρικτής του Γιάννη Ρίτσου γιος της Ζακύνθου Γρηγόριος Ξενόπουλος, που μπόρεσες να δεις τον αληθινό λαϊκό, αν και κόμη, Σολωμό. Που τον είδες όπως του έπρεπε από τα χαμηλά κοινωνικά πατώματα. Κι έτσι μπόρεσες να τον καταλάβεις και τελικά να τον ανεβάσεις και για την Τέχνη του και για όλες εκείνες τις διαστάσεις του έργου του που άξιζαν τόσο ψηλά!

Μπορούμε έτσι, χάρη και στη δική σου οξύνοια, να ερμηνεύσουμε πληρέστερα τους λόγους για τους οποίους το αστικό ελληνικό κράτος, φυσικά κατά κύριο λόγο επειδή γίνεται όλο και πιο αντιδραστικό όπως η κυρίαρχη τάξη του, δυσκολεύεται πια! Ναι, δυσκολεύεται πια ακόμη και να διαχειριστεί το σολωμικό μεγαλείο όπως παλιότερα για τους δικούς του σκοπούς, καθώς σαπίζει με όλο και πιο πολλές γιρλάντες για κάλυψη και έχει πολλούς λόγους να ανησυχεί για το μέλλον, ενώ ο «νεκροθάφτης» κάθε αντιδραστικής ιδέας Σολωμός στέκει τόσο κρυστάλλινος και πιο φωτεινός από ποτέ ώστε γίνονται γελοίες πια οι όποιες κοινωνικά και εθνικά άχρωμες, άοσμες και άγευστες τυπικές εκδηλώσεις διεκπεραιώνονται από απολογητές της αστικής τάξης στο όνομά του για το έργο, δήθεν, εκείνου που πρώτος διακήρυξε πως εθνικό είναι μόνο το αληθές και που μόνο για την αλήθεια μοχθούσε. 

Στα Ιόνια νησιά κατανοούμε καλύτερα τους λόγους για τους οποίους η επικεφαλής της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων απέρριψε δημόσια πρόταση να οργανώσει η Περιφέρεια λαϊκή εκδήλωση μεταδιδόμενη ζωντανά από την ΕΡΤ με τα πιο δυνατά μηνύματα της ποίησης του Σολωμού μπροστά στο σπίτι του στην Κέρκυρα. 

Κατανοούμε καλύτερα τους λόγους για τους οποίους η επικεφαλής της «Επιτροπής 1821» στην επίσκεψή της στην Κέρκυρα είχε τον χρόνο να κάνει άλλα πράγματα με κέφι, μα όχι και να περάσει από το σπίτι εκείνου που έγραψε το «Όνειρο» για τον πλούτο και τη φτώχεια και είχε φέρει στο φως ο Νικόλαος Κονεμένος.   

Κατανοούμε καλύτερα και τους λόγους για τους οποίους, αντιθέτως, επισκέφθηκε φέτος το «Μουσείο Σολωμού» πια αυτό σπίτι, όπου ο Σολωμός έζησε 25 σχεδόν χρόνια και πέθανε, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Θανάσης Παφίλης. 

Όπου εσυζήτησε επί μακρόν για εκείνον με τον βαθύ μελετητή του ποιητή και συγγραφέα σχετικών εκδόσεων πρόεδρο της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών Περικλή Παγκράτη. Και που έγραψε στο βιβλίο επισκεπτών του: «Σ’ αυτό τον όμορφο και ιστορικό χώρο, όπως μας είπε και ο κ. Παγκράτης, νιώθεις την αύρα του μεγάλου εθνικού μας ποιητή, του ποιητή της ελευθερίας, των ελεύθερων πολιορκημένων. Για μας και ιδιαίτερα για τους νέους και τις νέες μας, δίνει και το σύγχρονο μήνυμα της ελευθερίας. Ελευθερία από την εκμετάλλευση».

Ο Σολωμός εκτιμούσε, βλέπετε, τα «ψίχουλα». Μάχη δόθηκε, προφανώς, ανάμεσα στους μαθητές του που επιμελήθηκαν το 1859 την έκδοση με τα «Ευρισκόμενα» του ποιητή και άλλους ενδιαφερόμενους, πώς θα παρουσιαστούν κάποιοι στίχοι του που τιτλοφορήθηκαν «Ψίχαλο». Κατά την κρατούσα άποψη, όχι όμως των μαθητών του, επρόκειτο για σατιρικούς στίχους. Για ευτελισμό, ας πούμε, κάποιου που άδικα παρίστανε τον σοφό. Αν είναι αλήθεια αυτό, όμως, τότε για ποιον λόγο οι μαθητές του τους δεν τους ενέταξαν στα «Σατιρικά» του, αλλά, αντιθέτως, τους κατηγοριοποίησαν στα σαφώς ευρύτερης κοινωνικής σημασίας «Επιγράμματά» του; 

Πρόκειται για τους εξής σωσμένους στίχους:

Σε βλέπω πάντα που κυλάς·
για πες μου, ψίχαλο, πού πας;
Πού πας ομπρός οπίσω;
— Τον κόσμο να φωτίσω. 

Ο πιο φωτεινός μαθητής του στα θέματα της λογοτεχνίας και της γλώσσας Ιάκωβος Πολυλάς διέσωσε και πως ο Σολωμός «με τρυφερή συγκίνηση εδεχότουν ζώντας μεταξύ μας το χαιρέτισμα του μικρότερου ανθρώπου».

Αλλά και μήπως ήταν η μη αποκρυπτόμενη απέχθεια του Σολωμού προς την κυρίαρχη στα Επτάνησα και την Ελλάδα τάξη ο βασικός λόγος που τον έκανε να μη δημοσιεύει έργα του και να συνεχίζει ατελείωτα να τα τελειοποιεί, αν όχι και το βάρος της ευθύνης του, που πολλοί προσπερνούν ανεύθυνα, από τη στιγμή που είχε θεωρηθεί εθνικός ποιητής; 

Έπαθαν το έργο του και η ζωή του, ωστόσο, όπως έχει εύστοχα ειπωθεί από έναν Επτανήσιο, «του λιναριού τα πάθη»!

Κι ας είχε πει εμπνευσμένος όπως συχνά από δημοτικά άσματα που τα λάτρευε και τα ύψωνε στον ποιητικό ουρανό του: «Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν».

Ο «κρυψίνους» αυτός και «κυνηγός της τελειότητας» ποιητής, όπως έχει αποδειχθεί, πήγαινε και διάβαζε ποιήματά του σε φοιτητές της Ιόνιας Ακαδημίας και τα διέχεε και τα συζητούσε με απλό κόσμο και έτσι ακριβώς διάφοροι στίχοι του πέρασαν από στόμα σε στόμα και η αδημοσίευτη «Ξανθούλα» του, μεταξύ άλλων, βεβαιωμένα τραγουδιόταν σε δρόμους και μαζώξεις σε όλα τα Επτάνησα. 

Ο ίδιος ο Ιταλός Τζουζέπε Ρεγκάλντι βεβαίωσε με προσωπικές μαρτυρίες του πως ο «απόμακρος» Σολωμός σεργιανούσε σε σχολειά και διάβαζε στίχους του σε παιδιά και σε δασκάλους. Από το 1834, βεβαίωσε άλλος, ο Σολωμός είχε θέσει για διάλογο υπόψη φοιτητών και καθηγητών της Ιόνιας Ακαδημίας το «Όνειρο» της Μαρίας. Αλλά ποιητικά βιβλία με λίγους έστω ενδεικτικούς καρπούς του, που βεβαίως εκείνη την εποχή θα απευθυνόταν κυρίως αν όχι αποκλειστικά στην κυρίαρχη τάξη και θα ήταν προσοδοφόρα, όχι, δεν έβγαζε!  

Παροιμιώδεις έχουν μείνει στην Κέρκυρα οι μύδροι του προς το τέλος της ζωής του απέναντι σε έναν Κερκυραίο πνευματικό ταγό και τολμηρό υπερασπιστή των δημοκρατικών δικαιωμάτων στα νιάτα του που ο Καρλ Μαρξ είχε επικαλεστεί σε άρθρο του για την καταπίεση στα Ιόνια νησιά, ο οποίος όμως αργότερα κατέληξε στο «pay roll» της εξουσίας για ιστορικά μελετήματα που δεν συνέχιζε και συνηγόρησε σχεδόν σε βρετανικό σχέδιο αποικιοποίησης της Κέρκυρας. Ούτε μία φορά δεν δέχθηκε να γίνει για τον ίδιο οποιαδήποτε τιμητική εκδήλωση της εγχώριας ή και της βρετανικής εξουσίας, που προσπαθούσαν βέβαια να προσεταιριστούν το όνομα και τη φήμη του.  

Ξέρετε όμως, αλήθεια, άλλον μεγάλο ποιητή που να νοιάστηκε τόσο για τη συνέχεια ώστε να δημιουργήσει και κανονική άτυπη Σχολή; Τη μοιραζόταν την Τέχνη του κι ενδιαφερόταν να τη συνεχίσουν επάξια νεότεροί του, που ίσως απλώς να έτυχε ίσως όχι, ενώ προέρχονταν από εύπορες οικογένειες με κληρονομικούς τίτλους, δεν μετείχαν, τότε τουλάχιστον, στο φαγοπότι της εξουσίας. Έτσι προέκυψε η όχι μόνο λογοτεχνική αλλά ευρύτερα πνευματική «Επτανησιακή Σχολή», που ο τελευταίος μεγάλος ακραιφνής εκπρόσωπός της και υπέρμαχος του σολωμικού έργου ήταν ίσως ο πρωτοπόρος σε όλη την Ελλάδα επαναστάτης σοσιαλιστής λογοτέχνης, συγγραφέας των «Σκλάβων στα δεσμά τους», σονετογράφος για τον Σηκωμό της εργατιάς τη χρονιά της Οκτωβριανής Επανάστασης και φωτοδότης του κερκυραϊκού εργατικού κινήματος Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Για «αληθινό μεγαλείο» του Ποιητή και σαν «γλωσσοπλάστη» είχε μιλήσει ο Θεοτόκης.

Επιζήτησε έναν νέο κόσμο, τον οποίο ως «μικρός Προφήτης» μάλιστα «είδε» να έρχεται οπλισμένο μάλλον φέρνοντας αυτός ίσως τις «ειρηνοφόρες αγκαλιές» άλλων στίχων του.  

Πόσο έχει σχολιαστεί, αλήθεια, το χρονολογικά τελευταίο γραμμένο, το 1854, επίγραμμά του, απ’ όσα γνωρίζουμε, που τιτλοφορείται «Ο Ανατολικός Πόλεμος» και αναφέρεται στον Κριμαϊκό Πόλεμο; «Τρεις κόσμοι σφόδρα πολεμούν, κι οι τρεις αντρειωμένοι·» είδε. 

Για να δει με τα ίδια μάτια και κάτι άλλο, έναν κόσμο νέο: «Ο τέταρτος, να, φαίνεται στα μάτια, και δεν είναι»

Ελάχιστοι άλλοι σχετικοί στίχοι του, που δεν μας διαφωτίζουν, σώθηκαν. 

Ο Σολωμός, σύμφωνα με τα στοιχεία που έφερε στο φως ο Λίνος Πολίτης το 1991, στην Κέρκυρα το 1849  εξεγειρόταν για τους «παλιάνθρωπους» των νησιών που συνωμοτούσαν με τον «Μπάρμπα», όπως τον αποκαλούσε σε γράμματά του, Άγγλο αρμοστή. Είχε τη γενναιότητα και τη διορατικότητα, μολονότι φοβόταν ότι τα γράμματά του «τ’ ανοίγουν στο ταχυδρομείο» και ελάμβανε για τον λόγο αυτό ειδικά μέτρα, να τοποθετηθεί και να συμβουλεύει με ευθυκρισία για σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές υποθέσεις της κατεχόμενης Επτανήσου και ευρύτερα της Ελλάδας. 

Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, το ότι ο Σολωμός, ενώ αποτέλεσε όπως είναι φυσικό γνήσιο πνευματικό απαστράπτοντα αστέρα της εποχής της ανόδου της και πατέρα της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης, η ελληνική αστική τάξη από τότε, όπως κάνει άλλωστε και σήμερα, συχνά τον διαχειρίστηκε ως αποπαίδι της, αφού η λαϊκή απήχησή του δεν επέτρεπε την αποκήρυξή του. Συχνότερα μάλιστα τον αντιμετώπισε, αν όχι ως αρνητή της και αρνητή της ίδιας του της τάξης, τουλάχιστον ως αρνητή του χειρότερου μα πραγματικού εαυτού της. Εκείνου που αφού οικειοποιήθηκε τον λαό και τους πόθους του για να πετύχει τους ταξικούς ιδιοτελείς σκοπούς της και να ανέλθει μέσω της Επανάστασης στην εξουσία, όταν στερέωσε την κυρίαρχη θέση της γύρισε την πλάτη στον λαό και στράφηκε εναντίον του για να τον καθυποτάξει και να τον θέσει άλλοτε με το καρότο και άλλοτε με το μαστίγιο στην υπηρεσία των δικών της συμφερόντων. 

Η απόμακρη από τα πεδία των μαχών νεανική επαναστατική ορμή του είχε υποταχθεί, συμπέραναν άλλοι, στον στόχο του να εξασφαλίσει την υποστήριξη της διεφθαρμένης κερκυραϊκής αριστοκρατίας και των Βρετανών ώστε να πετύχει τη νομική αναγνώριση και διατήρηση των αμφισβητούμενων δικαιωμάτων του στην οικογενειακή περιουσία του στη Ζάκυνθο. 

Ενώ εκείνος γράφοντας τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», που η Κερκυραία χαράκτρια τόσο πολύ ύμνησε με έργα της, συνέχιζε να μαστιγώνει την «Προστάτιδα Δύναμη» της Επτανήσου και της Ελλάδας και τον ρόλο της με στίχους του στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του. 

Λες και δεν γνωρίζουν επιστολές σύμφωνα με τις οποίες είχε «εχθρούς όλη τη Γερουσία» την τοποθετημένη από τους Βρετανούς τοποτηρητές και το 1853 ήταν για εκείνους «ο γάιδαρος εκείνος ο προ τριάκοντα ετών». Λες και αγνοούν τελείως την «τρομερή, τρομερότατη» διαμάχη που γράμμα του αναφέρει ότι είχε με τον φρικαλέο Αρμοστή Ουόρντ όταν, όπως έλεγε, «ζούμε σε τρομερούς καιρούς». Όταν σε επιστολή του έλεγε για έναν «Μπάρμπα», μα στην πραγματικότητα για τον Αρμοστή της Βρετανίας στα Επτάνησα, «ετοιμάζομαι να του δώσω ένα μάθημα, όπως του έδωσα κι άλλη φορά». Θαρρείς και δεν μπορούν να φανταστούν ότι, όπως πάλι ο ίδιος έλεγε, αντιμετώπιζε «ανθρώπους σκοτεινούς και κίβδηλους».

Αιώνια καταδίκη της ελληνικής αστικής τάξης  αποτελεί ένα σωσμένο από μαθητές του ως «Ωδή προς Επτανησίους» επίγραμμα του Σολωμού στην ύστερη φάση της πνευματικής του ωριμότητας. 

Αυτό το ολιγόλογο που ο Κερκυραίος ζωγράφος Άγγελος Γερακάρης τον έβαλε σε έργο του να το εκφωνεί από το Παλαιό Φρούριο της πόλης της Κέρκυρας: 

Αγαπημένε μου λαέ,
πάντοτ’ ευκολοπίστευτε
και πάντα προδομένε 

Ήταν τελείως αποκομμένος, υποτίθεται, από τον λαό στην Κέρκυρα. 

Μα στην πάνδημη κηδεία του το 1857 ο πολύ νεαρός τότε μετέπειτα λαμπρός ιστορικός και για λίγο πρωθυπουργός της Ελλάδας Σπυρίδων Λάμπρος είχε παρατηρήσει ότι στην υπέροχα ζωγραφισμένη το 2009 σε τρίπτυχο από τον Γερακάρη νεκρική πομπή της σορού του τον ακολουθούσαν στο κέντρο της πόλης της Κέρκυρας άνθρωποι του λαού του νησιού που πιο απλοί και φτωχοί δεν υπήρχαν.

Είχαν έλθει από χωριά γι’ αυτόν, ενώ σαν ζούσε δεν τον ενδιέφεραν, υποτίθεται, τα καθημερινά βάσανα των απλών ανθρώπων του τόπου και τους γύριζε την πλάτη. Θυμόταν ανεξίτηλα «τας γραφικάς ενδυμασίας των αγροτών», ένιωσε πως «η νήσος όλη» προέπεμπε τον Σολωμό στον τάφο του. 

Ο Άγγελος Ζήζος διέσωσε με εντυπωσιακή περιγραφή το «πλήθος του λαού». Ο γιατρός του ποιητή Τορναμπουόνι είδε μιαν «απέραντη νεκρώσιμη πομπή». Να τι έγραψε ο Ιούλιος Τυπάλδος πως εσυνέβη όταν έγινε γνωστός από στόμα σε στόμα ο θάνατος: «Όλοι παρατούν ταις εργασίαις τους, μαζόνονται ολόγυρα στην κατοικία του ποιητή».

Μήπως πολύ εύστοχα ο λογοτέχνης ποιητής Μανώλης Πρατικάκης τα είπε όλα κιόλας για τη δική μας σύγχρονη πατρίδα με τον στίχο «Τέτοιο ανάστημα δεν είδα, μοναχός του μια πατρίδα»; Τουλάχιστον για όσους η θέση τους το λέει να μην μπορούν να κοιτούν από τα πάνω προς τα κάτω μα αντίστροφα.  

Η συνεισφορά λοιπόν του Κώστα Βάρναλη στον πνευματικό μας κόσμο με όλες τις μελέτες του και την τελική κρίση του για τον Σολωμό, που καμιά τιμητική αποστρατεία δεν του πρέπει αλλά αποτελεί πολύτιμη εφεδρεία, υπερβαίνει κατά πολύ το αμιγώς ποιητικό επίσης συγκλονιστικό έργο του. Είναι ανεκτίμητα ακόμη πολύτιμη.

Η αγάπη του λαού τον συνόδεψε στην τελευταία κατοικία του στην Αθήνα το 1974, τις 18 Δεκέμβρη 1974. Αγάπη απολύτως δικαιολογημένη. 

Όσοι ενδεχομένως πιστεύουν, σε αντίθεση με τη γνώμη του Βάρναλη, πως ο σολωμικός πνευματικός θησαυρός επειδή έχει ξεπεραστεί  το ιστορικό του πλαίσιο δεν έχει τα ανεξάντλητα εφόδια που ακριβώς μπορούν να εμπνέουν και σήμερα ευεργετικά τον απλό πολυπροδομένο λαό, αν όχι και ακόμη περισσότερο ίσως τους καλύτερους αγωνιστές του και βέβαια τους φύσει και θέσει γνήσιους πνευματικούς ταγούς του ή, προπάντων, τη νεολαία, λαθεύουν, πιστεύουμε, πολύ. Πόσο το μεγαλείο του Σολωμού, αντιθέτως, εμπνέει ακόμη και όταν δεν τον διδάσκουν στα παιδιά πέρα κι από το γράμμα και το πνεύμα των σχολικών βιβλίων όπως ο Βάρναλης πριν από έναν αιώνα, δεν είναι μια αστήρικτη υπόθεση. Τρανή απόδειξη προσφέρει 3ο Γυμνάσιο μιας περιοχής της Θεσσαλονίκης, η Θέρμη. Εφέτος. Προτάθηκε στους μαθητές και τις μαθήτριες να δοκιμάσουν να εμπνευστούν ποιητικά, αν θέλουν και μπορούν, από τον Σολωμό. Ε, λοιπόν, εμπνεύστηκαν πενήντα πέντε δεκαπεντάχρονοι και δεκαπεντάχρονες, με εξαιρετικές δημιουργίες. Τα ποιήματά του «εμπνευσμένα για όλες τις δύσκολες εποχές» τα βρήκε ο Ακύλας Κουκίδης στο ποίημά του «Εθνικός Ποιητής». Η Ελισάβετ Μαλλού ετιτλοφόρησε «Σύγχρονοι Πολιορκημένοι» το δικό της.  

Είχε δίκιο, έχει δίκιο ο Βάρναλης!

Έχετε δοκιμάσει, να προσθέσουμε πριν κλείσουμε, όταν έχετε τις κακές σας, όταν νιώθετε οι δυσκολίες της ζωής να σας λυγίζουν κάπως, όταν χρειάζεται να γεμίσετε τις μπαταρίες σας να το πούμε έτσι, να προσπαθήσετε να πάρετε τα πάνω σας, να νιώσετε «Άστραψε φως κι ανέβηκα ξανά στον εαυτό μου», απλώς διαβάζοντας ποίηση και στοιχεία για έναν ποιητή; Είτε με την έκδοση «Διονυσίου Σολωμού Τα Κερκυραϊκά» που ο Γιώργος Βαρλάμος και ο Αλέκος Φασιανός δεν άντεξαν να μην δακρύσουν διαβάζοντάς τη είτε πολύ περισσότερο με άλλες ανάλογες πιο περιεκτικές εκδόσεις, στην Κέρκυρα δεν είναι λίγοι όσοι έτσι ανεβαίνουν στον εαυτό τους. 

Ο Κερκυραίος εκπαιδευτικός Γιάννης Σαρακηνός στα δικά του «Σολωμικά» το 1965 είχε επιμείνει στην αδιάλλακτη υπεράσπιση του σολωμικού έργου από παρερμηνείες: «Φίλος μεν Βάρναλης, φιλτάτη δε η αλήθεια». Ο βαρναλικός ύμνος στον Σολωμό είχε χειροκροτηθεί και στην Κέρκυρα. 

Την καταφυγή στον Σολωμό κάθε τόσο τη συνέστησε εξάλλου πολλές φορές ο ‘Δυσσέας Ελύτης. Με τον τρόπο του ο Βάρναλης το πρωτόπε, άλλωστε, στον αγωνιζόμενο λαό της Αθήνας. 

Την ίδια παραίνεση, για να μιλήσουμε για έναν άλλο σοσιαλιστή λογοτέχνη που το 1920 το ποίημά του «Χαίρε Ρωσία» είχε φιλοξενήσει πρωτοσέλιδα ο «Ριζοσπάστης», είχε διατυπώσει ο παλιός Κερκυραίος σοσιαλιστής Νίκος Λευτεριώτης. Σύμφωνα με τον συμπατριώτη του νεότερο αγωνιστή ποιητή Σπύρο Κατσίμη, η ποίηση του Σολωμού «θα αντέξει στο χρόνο όσο ακόμα υπάρχουν μνήμες, πάθος για τη ζωή, έρωτας για την ελευθερία και την ομορφιά». 

«Φως που Γλυκολαμπυρίζει» ο Σολωμός και «Φώς που Καίει» ο Βάρναλης; 

Υπάρχει στον πρώτο κάτι σαν εκείνη την ανεξήγητη ας πούμε και από τον Καρλ Μαρξ γοητεία που εκπέμπουν διαρκώς φωτεινά δυνατοί στοχαστές της αρχαιοελληνικής γραμματείας; 

Απομένει όμως!

Μένει κάτι πιο σπουδαίο απ’ όσα πρόλαβαν και ο Βάρναλης και ο Ελύτης για τον Σολωμό και απ’ όλα τα άλλα ερωτήματα. Ο Κώστας Βάρναλης με τα διάφορα μελετήματά του έθεσε γι’ αυτό τις βάσεις, χάραξε τον δρόμο, όπως λέμε μερικές φορές για τη μεγαλύτερη Επανάσταση του περασμένου αιώνα. Μα ούτε αυτός έζησε όλα όσα, φυσικά εννοούμε χωρίς αγιοποιήσεις και εξοβελισμούς, έχουν έλθει στο φως από ερευνητές και μελετητές του Σολωμού. Δέος και συντριβή του Βάρναλη όταν θα συνειδητοποίησε πως χρειαζόταν, όπως αργότερα του Ελύτη για άλλους κυρίως λόγους, στην αναμέτρηση με την Τέχνη και το βαθύτερο νόημα της Τέχνης του Σολωμού; Ούτε ο Μάρκος Αυγέρης το αποτόλμησε. Μια νέα, πλήρη, ολοκληρωμένη, ενιαία κριτική μελέτη για τον Σολωμό με τα φώτα της επιστημονικής κοσμοθεωρίας εννοούμε φυσικά. Μένει να έλθει ο νέος, σοσιαλιστής Πολυλάς!

Όπως το είχε πει πριν από 120 χρόνια ο Κωστής Παλαμάς είναι: «Να έλθει ένας όμοια σοφός σαν τον Πολυλά…». Όχι ιδεαλιστής βέβαια. Ακόμη κι αν είναι να μικρύνει κάπως η δόξα του Σολωμού, είχε πει εκείνος. Για να αναδειχθεί σε όλο το μεγαλείο του, ευχόμαστε εμείς, όλος ο σολωμικός πνευματικός πλούτος. 

Κατάλληλα δοσμένο το ποιητικό μεγαλείο εκείνου που ο «Ριζοσπάστης» το 1998 είχε πει πως πριν από δύο αιώνες στην αρχή και για δεκαετίες στη συνέχεια «τραγουδούσε για να σμίξει τον κόσμο». 

«Λάμψιν έχει όλη φλογώδη» ακόμη και με την ιδεαλιστική λαμπάδα του Πολυλά που το κριτικό του έργο το 1859 για τον Σολωμό αποτέλεσε, βέβαια, σταθμό για την απαρχή νεοελληνικής κριτικής και παρακίνησε τον Βάρναλη να δώσει την κατάλληλη συνέχεια.

Γιατί τότε, όταν συμβεί αυτό…

Τότε θα αναδυθεί περίλαμπρα αυτό που ο Σολωμός επροσπαθούσε με το έργο του για τη δίχως όνομα Ζωή με μύρια κόπια και μύριες λαθεψιές κι ο Βάρναλης επήγε σαν πανάξιος μαθητής εκείνου, με τις όποιες ενστάσεις του, μύρια βήματα μπροστά, αντιιδεαλιστικά. 

Ας το προσέξουμε  και όλοι όσοι ενδεχομένως δεν το έχουμε κάνει όσο πρέπει τουλάχιστον: Ο σπουδαίος αναλυτής του Κώστα Βάρναλη Γιάννης Δάλλας, που ο τελευταίος δημόσιος λόγος του ήταν στον Περισσό το 2018 για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ και την ελληνική λογοτεχνία των αρχών του περασμένου αιώνα, έχει γράψει πως για τον Σολωμό ο τελευταίος λόγος διαρκώς αναβάλλεται, μα χωρίς να ξεκαθαρίσει τι εννοούσε και, συγχρόνως, πως ίσως ο Σολωμός να αποτελεί μια πολύτιμη «ιερή εφεδρεία».

Γιατί τότε…

Με σολωμικά λόγια οφείλουμε να το πούμε και να κλείσουμε.

Τότες από τον Σολωμό με νικηφόρα δυναμική όλες «θέλει έβγουν οι Μεγάλες Ουσίες».

ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΡΦΗΣ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: