Η πρόσληψη του Ντοστογέφσκυ στην ΕΣΣΔ: Μια μεγάλη παρεξήγηση
Μπορεί μέχρι τέλους να μην ήταν εύκολο να βρεθεί σε κάθε βιβλιοπωλείο της σοβιετικής επικράτειας αντίτυπο κάποιων ή και όλων των έργων του Ντοστογιέφσκυ, σίγουρα όμως η μορφή του ενσωματώθηκε, με κριτικό και υπό συχνή διαπραγμάτευση τρόπο, αξεδιάλυτα στη σοβιετική πολιτισμική κληρονομιά.
Η πρόσληψη του μεγάλου Ρώσου λογοτέχνη Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ στην ΕΣΣΔ είναι ένα θέμα στο οποίο υπάρχουν αρκετές παρανοήσεις, αλλά ενίοτε και συνειδητές διαστρεβλώσεις, όπως για παράδειγμα ότι υπήρξαν περίοδοι απαγόρευσης των εργών του. Είναι αληθές πως επρόκειτο για μια σχέση με σκαμπανεβάσματα, τα οποία όμως χρονολογούνται από τα πρώιμα βήματα του ριζοσπαστικού και σοσιαλιστικού κινήματος στη Ρωσία, ζώντος ακόμα του συγγραφέα. Το γεγονός πως ειδικά μετά το θάνατό του χρησιμοποιήθηκε από το τσαρικό καθεστώς και κάθε λογής συντηρητικούς ως σύμβολο ορθοδοξίας και απολυταρχίας ενέτεινε την καχυποψία απέναντι στις ιδέες, αν και σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε αμφισβήτηση του τεράστιου λογοτεχνικού του ταλέντου.
Ενδεικτική της στάσης των προοδευτικών διαννοουμένων στην προεπαναστατική Ρωσία, η οποία εν πολλοίς συνεχίζεται και κατά τη σοβιετική περίοδο, είναι η απάντηση που έδωσε ο Μαξίμ Γκόρκυ στους επικριτές του, όταν εκείνος διαμαρτυρήθηκε για το ανέβασμα των “Δαιμονισμένων” του Ντοστογιέφσκυ από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Εκεί λοιπόν, δίχως να αναιρεί την ουσία των απόψεων τού παραδεχόταν πως: “Παρότι ο Ντοστογιέφσκυ είναι ένας αντιδραστικός […] παρόλαυτα η καλλιτεχνική του ιδιοφυία είναι τόσο μεγάλη που ξεπερνάει όλες του τις αμαρτίες ενάντια στην έννοια της δικαιοσύνης που προσπάθησαν να επεξεργαστούν οι καλύτεροι ταγοί της ανθρωπότητας. Και γι’ αυτό η κοινωνία δεν έχει δικαίωμα να διαμαρτύρεται ενάντια στις τάσεις του Ντοστογιέφσκυ και γενικά, ενάντια σε οποιονδήποτε καλλιτέχνη, όποια κι αν είναι τα κηρύγματά του”.
Μετά την επανάσταση υπήρξαν αρκετοί διαννοούμενοι που τόνισαν την εξεγερσιακή του διαστάση, υπενθυμίζοντας ότι είχε συλληφθεί, καταδικαστεί σε θάνατο κι εξοριστεί στη Σιβηρία για την ανάμειξή του σε κύκλους ουτοπικών σοσιαλιστών. Επίσης στα έργα του στηλιτεύονταν τα ελαττώματα της αστικής τάξης και της αριστοκρατίας, ενώ παρουσιαζόταν με ζοφερά χρώματα η ζωή των φτωχότερων στρωμάτων, ιδίως στο Έγκλημα και τιμωρία.
Στη χορεία των υπερασπιστών του Ντοστογιέφσκυ συγκαταλεγόταν βάσει αυτής της επιχειρηματολογίας ο ίδιος ο πρώτος επίτροπος εκπαίδευσης, Ανατόλι Λουνατσάρσκυ με άρθρο του το 1921. Ενδεικτικό των διαφωνιών στους κόλπους των ίδιων των μελετητών, ενάντια στο στερεότυπο περί σταλινικής μονολιθικότητας είναι και η αντιπαράθεση που ξέσπασε με αφορμή τις απόψεις του Β. Περεβέρζεφ, ο οποίος αρνούνταν να αποδώσει το χαρακτηρισμό του αντιδραστικού στο Ντοστογιέφσκυ. Κατά τον κριτικό, ο συγγραφέας προσπάθησε, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να αποβάλει τις επαναστατικές του τάσεις, όπως φαίνεται από τα έργα του, όπου συνήθως οι ήρωες του εξεγείρονται κατά του Θεού και της κοινωνίας. Οι επικριτές του απάντησαν ότι υποτιμούσε ή παρέβλεπε εντελώς τα αντιδραστικά και μυστικιστικά στοιχεία της σκέψης και των γραπτών του.
Παρότι από αστούς μελετητές υπάρχει μεμψιμοιρία για τα περιορισμένα αντίτυπα των έργων του Ντοστογιέφσκυ – με εξαίρεση τέσσερα εξ αυτών, μεταξύ των οποίων και το Έγκλημα και τιμωρία- σε σχέση με άλλους Ρώσους κλασικούς συγγραφείς, η πρώτη πλήρης έκδοση των Απάντων του συγγραφέα, με σχόλια κι εναλλακτικές παραλλαγές του κειμένου, πραγματοποιείται στα χρόνια 1926-1930, με την επιμέλεια σπουδαίων μελετητών όπως ο Τομασέφσκυ και Καλαμπάγιεφ. Πέρα από τη σπάνι του χαρτιού, που ταλάνιζε την ΕΣΣΔ σε όλη τη διάρκεια της πορείας της, αλλά και την εύλογη προτεραιότητα που δινόταν σε έργα τα οποία η σοβιετική εξουσία έκρινε -με κριτήρια συζητήσιμα ή μη- ευνοϊκότερα για μαζική διάδοση, πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη από τα πρώτα χρόνια του σοσιαλιστικού καθεστώτος οι συνολικές εκδόσεις των έργων του συγγραφέα ήταν σαφώς περισσότερες από εκείνες προεπαναστατικά και σε περισσότερα αντίτυπα.
Επίσης αξίζει να αναφερθεί ότι οι “Αδερφοί Καραμαζώφ”, ένα από τα “δυσεύρετα” συγκριτικά μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκυ ανήκε στα αγαπημένα του Στάλιν, αν κρίνει κανείς από το γεγονός πως επανειλημμένα το διάβαζε και κρατούσε σημειώσεις πάνω στο βιβλίο. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός ότι ο Ντοστογιέφσκυ υπήρξε παραγκωνισμένος στην ΕΣΣΔ διαψεύδεται κι από την τεράστια βιβλιογραφική παραγωγή γύρω από τη ζωή και το έργο του, όταν μόνο από το 1923 ως το 1929 αναφέρονται πάνω από 100 βιβλία πάνω σε αυτά τα θέματα. Στην ίδια παραγωγή εντάσσονται δημοσιεύσεις χειρογράφων του, σημειώσεων, αδημοσίευτων κεφαλαίων, επιστολών και προσχεδίων. Η μνήμη και η κληρονομιά του τιμήθηκε από νωρίς με δύο μουσεία στη Μόσχα αφιερωμένα σε εκείνον, ένα στη Βιβλιοθήκη Λένιν και το δεύτερο μέσα στο Νοσοκομείο Μαρίινσκυ, στο οποίο εργαζόταν ο πατέρας του συγγραφέα ως γιατρός.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, με εξαίρεση τα μέσα της, το ενδιαφέρον γύρω από το συγγραφέα και τα βιβλία του υπήρξε σχετικά περιορισμένο. Γνώρισε ωστόσο νέα άνθηση στη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, όταν σημαντικά τμήματα του έργο του, ιδιαίτερα από τους “Δαιμονισμένους” κυκλοφόρησαν ευρέως, κυρίως δια του τύπου, για να ενισχύσουν τα αντιτευτονικά και πατριωτικά συναισθήματα του λαού.
Το 1946, με αφορμή τα 125 χρόνια από τη γέννησή του, ανατυπώθηκαν κι επανεκδόθηκαν έργα του σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα έκαστο, και υπήρξε σειρά εορταστικών εκδηλώσεων σε ιδρύματα όπως το Μουσείο Ντοστογιέφσκυ, το Κρατικό Λογοτεχνικό Μουσείο, Το Ινστιτούτο Γκόρκι της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας και της Ακαδημίας Επιστημών. Στην εκδήλωση της τελευταίας έβγαλε λόγο ο Β. Κιρπότιν, τονίζοντας “τη μεγάλη μαεστρία με την οποία ο Ντοστογιέφσκυ απεικόνισε τα πάθη των λαϊκών μαζών στην καπιταλιστική κοινωνία”. Ο Ντοστογιέφσκι, συνέχιζε, “δεν κατάλαβε το λόγο αυτής της αβάσταχτης συμφοράς της ανθρωπότητας, και δεν ήξερε πώς να την αντιπαλέψει, αλλά τα βιβλία του ακούγονταν σαν ένας συναγερμός, μια προειδοποίηση και ένα κάλεσμα βοήθειας”.
Άλλοι κριτικοί τόνιζαν πως τα αδύναμα σημεία του έργου του αξιοποιούνταν από τους εχθρούς της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά ο Σοβιετικός αναγνώστης εξακολουθούσε να συγκινείται από τις πιο ισχυρές πτυχές των μυθιστορημάτων του, δηλαδή τα διάφορα κρίσιμα ερωτήματα που τόσο εμφατικά έθεσε και που πλέον είχε αναλάβει να επιλύσει η επανάσταση. Υπήρχαν βέβαια και φωνές που μέσα στο κλίμα του ψυχρού πολέμου ήταν πιο αυστηρές απέναντι στο συγγραφέα αλλά και στους λογοτεχνικούς του υποστηρικτές εντός ΕΣΣΔ, όπως ο Β. Ερμίλωφ, που το 1947 τον χαρακτήριζε “πρωτοπορία της αντίδρασης” του οποίου τα έργα αξιοποιούνταν από τους “λογοτεχνικούς λακέδες της Γουόλ Στρητ”, “εύλογα” κατά το συγγραφέα διότι ο Ντοστογιέφσκι κατά τη γνώμη του δεν πίστευε στην ανθρώπινη θέληση και θεωρούσε την ανθρώπινη φύση κατά βάση δοσμένη στο κακό.
Ανεξάρτητα από την οξύτητα και την υπερβολή της συγκεκριμένης διατύπωσης, είναι γεγονός πως η απαισιοδοξία του Ντοστογιέφσκυ για την ανθρώπινη φύση είναι ένα από τα στοιχεία που δυσκολότερα απ’ όλα συμβιβάζονται με το μαρξισμό. Όπως σημείωνε ο γνωστός συγγραφέας Ίλια Έρεμπουργκ ήδη από τη δεκαετία του ’30 εξάλλου, ομολογουμένως με κάποια διάθεση εντυπωσιασμού από πλευράς του, ο Ντοστογιέφσκυ είχει πει “όλη την αλήθεια για την ανθρώπινη φύση”, “μια αλήθεια που είναι αδιαμφισβήτητη και θανάσιμη”. Είναι μια αλήθεια ακατανόμαστη “αν κάποιος θέλει να οικοδομήσει κράτος”.
Η περίοδος της λεγόμενης αποσταλινοποίησης, που επισημοποιήθηκε όπως είναι γνωστό το 1956, θεωρείται από αστούς μελετητές του Ντοστογιέφσκι σημείο νέας θετικότερης αποτίμησης του έργου του στην ΕΣΣΔ. Μια πιο προσεχτική ματιά στα γεγονότα όμως καταδεικνύει ότι επί της ουσίας, κι ανεξαρτήτως της όποιας επιρροής της πολιτικής συγκυρίας, απλώς έπεσαν οι οξείς τόνοι της πρώτης ψυχροπολεμικής περιόδου, επιστρέφοντας στις απόψεις που κυριαρχούσαν το αμέσως προηγούμενο διάστημα, δηλαδή από τα πρώτα χρόνια της ΕΣΣΔ ως και τα τέλη της δεκαετίας του ’40. Υπό την έννοια αυτή, τίποτε το πραγματικά καινούργιο δε σηματοδοτεί η εποχή αυτή για την πρόσληψη του Ντοστογιέφσκυ στη χώρα.
Για του λόγου το αληθές αρκεί μια ματιά στο άρθρο της Πράβδα στις 6 Φλεβάρη 1956 δυο μέρες πριν τα 75χρονα από το θάνατο του συγγραφέα, όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων: “Η ισχυρή ρεαλιστική δύναμη της δημιουργικής ευφυίας του Ντοστογιέφσκι του επέφερε οικουμενική αναγνώριση. Η καλλιτεχνική του κληρονομιά φέρει τις ιδέες του ανθρωπισμού. Με εγκάρδια οδύνη και βαθύ πόνο, ο συγγραφέας αυτός στοχάστηκε τη μοίρα των απλών ανθρώπων της εποχής του. Οι καλύτερες σελίδες των βιβλίων του Ντοστογιέφσκυ διαμαρτύρονται παθιασμένα κατά της καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο, ενάντια στη δύναμη του χρήματος, ενάντια στην κοινωνική ανισότητα. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα. Ποτέ όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η οπτική του συγγραφέα για τον κόσμο ήταν βαθιά αντιφατική, κι ότι αυτές οι αντιφάσεις αντανακλώνται στο έργο του, παράγοντας πολλά που είναι σαφέστατα απαράδεκτα, αποκρουστικά σε μας”.
Το έργο του Ντοστογιέφσκι παρέμεινε αναπόσπαστο τμήμα της σοβιετικής πραγματικότητας ως το τέλος. Έτη ξεχωριστών τιμών υπήρξε το 1971 όταν ιδρύθηκε μουσείο προς τιμή του στο Λένινγκραντ, στο κτίριο που έζησε το 1846 αλλά και λίγα χρόνια πριν το θάνατό του, ενώ εκδόθηκε και γραμματόσημο με το πορτραίτο του, το δεύτερο μετά το 1956. Με λαμπρότητα γιορτάστηκαν και τα 100χρονα του θανάτου του, με διαλέξεις και δραματοποιήσεις των έργων του, συζητήσεις με κριτικούς σε διάφορες πόλεις, ανακαίνιση του Μουσείου Ντοστογιέφσκυ στη Μόσχα (αν και δεν ολοκληρώθηκαν έγκαιρα οι εργασίες για την επέτειο) καθώς και το γύρισμα μιας ταινίας με τίτλο “26 μέρες της ζωής του Ντοστογιέφσκυ” από τον σκηνοθέτη Αλεξάντερ Ζάρκι, η οποία πραγματεύεται την κατάσταση του συγγραφέα όταν συνέγραφε τον “Παίχτη”, βασισμένος στις προσωπικές οδυνηρές του εμπειρίες με το τζόγο.
Μπορεί μέχρι τέλους να μην ήταν εύκολο να βρεθεί σε κάθε βιβλιοπωλείο της σοβιετικής επικράτειας αντίτυπο κάποιων ή και όλων των έργων του Ντοστογιέφσκυ, σίγουρα όμως η μορφή του ενσωματώθηκε, με κριτικό και υπό συχνή διαπραγμάτευση τρόπο, αξεδιάλυτα στη σοβιετική πολιτισμική κληρονομιά.