18 Δεκέμβρη 1974: «Είσαι Οδηγητής για μας, Ποιητή της εργατιάς!»
Ένα ανθρώπινο ποτάμι συνόδευε τον κομμουνιστή επαναστάτη ποιητή Κώστα Βάρναλη ως την τελευταία του κατοικία. Όλοι ήθελαν ν’ αγγίξουν το φέρετρο, που κουβαλούσε στους ώμους της η νεολαία. «Απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα, όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές» τραγουδούσαν χιλιάδες στόματα, μέχρι που ήχησε το σύνθημα: «Αθάνατος!»
Το ημερολόγιο έγραφε Τρίτη 17 του Δεκέμβρη 1974 όταν ο Ριζοσπάστης ανάγγειλε από την πρώτη του σελίδα το θάνατο του Κώστα Βάρναλη: «Ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΠΕΘΑΝΕ – Όλη η Ελλάδα πενθεί τον κορυφαίο ποιητή της», και πιο κάτω: «Η καρδιά του ποιητή του “Οδηγητή” δεν άντεξε άλλο στη δοκιμασία. Ο Κώστας Βάρναλης, κορυφαίος ποιητής του λαού μας, τιμημένος με το βραβείο «Λένιν», που συνταίριασε το στίχο, το λόγο και τη ζωή με τους αγώνες του λαού μας, πέθανε, χθες το βράδυ. Η Ελλάδα χάνει έναν κορυφαίο πνευματικό άνθρωπο κι ο λαός μας τον πιο αγαπημένο ποιητή, που του στάθηκε πάντα στο πλευρό του. Που τα τραγούδια του έδωσαν ελπίδες και πίστη…».
Την επόμενη, ένα ανθρώπινο ποτάμι συνόδευε τον κομμουνιστή επαναστάτη ποιητή ως την τελευταία του κατοικία: «Ατέλειωτη πορεία λαού… – Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων πέρασε στους αθάνατους»…
Ήταν όλοι εκεί: η οικογένειά του, οι φίλοι του, κορυφαίοι λογοτέχνες, ο Γιάννης Ρίτσος, το ΚΚΕ με επικεφαλής τον Χαρίλαο Φλωράκη, εκπρόσωποι κομμάτων, προσωπικότητες και μια λαοθάλασσα που είχε φτάσει από κάθε γωνιά της Ελλάδας, για ν’ αποχαιρετίσουν τον δικό τους ποιητή.
Όλοι ήθελαν ν’ αγγίξουν το φέρετρο, που κουβαλούσε στους ώμους της η νεολαία. «Απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα, όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές» τραγουδούσαν χιλιάδες στόματα, μέχρι που ήχησε το σύνθημα: «Αθάνατος!».
Όσο η μεγάλη πορεία πλησίαζε στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας, κορυφωνόταν η συγκίνηση. «Σ’ αυτό το δρόμο που διάλεξες να πας, κοίτα να προφτάσεις τον καιρό» έπιασε κάποιος να τραγουδά για ν’ ανταμώσουν με τη φωνή του χιλιάδες φωνές… Τα τραγούδια εναλλάσσονταν με το «Αθάνατος!», ώσπου ένα σύνθημα ξέσπασε μυριόστομο σαν κεραυνός και σκέπασε τον αττικό ουρανό: «Είσαι οδηγητής για μας ποιητή της εργατιάς!», φώναζαν και ξαναφώναζαν χιλιάδες λαού, αποχαιρετώντας με τη μεγαλύτερη τιμή, τον μεγάλο τους νεκρό:
«Ο παππούς των λαϊκών αγώνων σκεπάστηκε χτες με το χώμα της αγαπημένης του γης: το χώμα της Ελλάδας», έγραφε ο αγαπημένος του Ριζοσπάστης, την επόμενη μέρα…
Την πρωτοχρονιά του 1975, ο Νίκος Οικονομίδης, ο θρυλικός «Παλιός» του Ριζοσπάστη, από τη στήλη «Έμμετρος Ρίζος» αποχαιρετούσε συγκινητικά τον σύντροφο ποιητή, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, παίρνοντας και στίχους από το γνωστό ποίημα «Οι μοιραίοι»:
Πένθιμη παραλλαγή
(Οι Μοιραίοι)
«Μεσ’ στην υπόγεια την ταβέρνα»
τρέχει το δάκρυ μας βροχή
απόψε ταβερνιάρη κέρνα
για να μεθύσουν οι φτωχοί.
Όσα κι αν πιούνε ποτηράκια
δεν πάνε κάτω τα φαρμάκια.
― Όχι, να μη τον κλάψουμε άλλο
εκείνος το ’πε: Μ’ εννοείς;
«Ω, πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής»!
Μα ο νους απόψε τυραγνιέται
μ’ ό,τι δικό του αναθυμιέται.
«Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος του άσωστου ουρανού
ω, της αυγής κροκάτη γάζα»
μεσ’ στην ψυχή του και στο νου
στίχοι ―μεστοί του― είχατε γίνει
για δίκιο και γι’ αδελφοσύνη.
Πάλαιψε με το ριζικό μας
με το Θεό που μας μισεί
με το κεφάλι το κακό μας
και της καρδιάς του το κρασί
μέσα στο στίχο του έχει κλείσει
για να πνιγούν της γης τα μίση.
Μέσα στη σκοτεινή ταβέρνα
απόψε πίνουμε σκυφτοί
Χάρε από δω για λίγο πέρνα
με της αλήθειας τον ποιητή
Κι αν σε μεθύσουμε όλοι αντάμα
ίσως να γίνει κάνα θάμα.