“Αν δεν αλλάξετε τη μοίρα σας, ποτέ της δεν θ’ αλλάξει…” – Για τον Φώτη Αγγουλέ
Ο πρόσφυγας απ’ το Τσεσμέ της Ερυθραίας , απέναντι απ’ τη Χίο, Φώτης Χονδρουδάκης ή Αγγουλές, σαν τέτοια μέρα ταξίδευε απ’ τη Χίο προς Πειραιά. Ήτανε 26 προς 27 Μάρτη ξημέρωμα όταν στο πλοίο Κολοκοτρώνης, βρέθηκε νεκρός, στο διάδρομο της τουριστικής θέσης, έχοντας ένα εικοσάρικο στην τσέπη.
Ο πρόσφυγας απ’ το Τσεσμέ της Ερυθραίας , απέναντι απ’ τη Χίο, Φώτης Χονδρουδάκης ή Αγγουλές, σαν τέτοια μέρα ταξίδευε απ’ τη Χίο προς Πειραιά. Ήτανε 26 προς 27 Μάρτη ξημέρωμα όταν στο πλοίο Κολοκοτρώνης, βρέθηκε νεκρός, στο διάδρομο της τουριστικής θέσης, έχοντας ένα εικοσάρικο στην τσέπη.
Τι ήταν αυτό που οδήγησε το μικρό Φώτη να ‘ρθει με τον ψαρά πατέρα του αρχικά το ’14, να ματάρθει το ’18 και στη συνέχεια να ‘ρθει οριστικά το ’22 με τους γονείς του και τις τρεις αδελφές του; Τι ήταν αυτό που τον οδήγησε να ‘ρθει στη Χίο, κουβαλώντας μαζί του τις μνήμες, τους βόγγους των σφαγμένων από τους Τούρκους συγχωριανούς του και τα μοιρολόγια του τόπου του;
Ο Πόλεμος…
Τον οποίο και αποδίδει πολύ παραστατικά, με ρεαλιστικά λόγια στο ποίημα του:
«Στη Μάνα»
Μανούλα
Τα μωρά θα πεθάνουν στις κούνιες τους
Θα σκοτωθούνε οι έφηβοι άδικα
θα μαραθούν τα λουλούδια στις γλάστρες,
κι εσύ, να μην περιμένεις
να πραγματοποιήσεις
κανένα σου όνειρο…
Αυτό… είναι Πόλεμος. [1]
Ο πόλεμος, που αυτή την περίοδο μαίνεται στη Συρία, τη Λιβύη, το Ιράκ, στις χώρες της Αφρικής και οδηγεί τα βήματα εκατομμυρίων ανθρώπων στη φυγή από τον όλεθρο, την πείνα και το θάνατο.
Πρόσφυγες και στη Χίο! Στο νησί της προσφυγιάς του ’22 και του ’43!
Πρόσφυγες και σήμερα!
Χιλιάδες πηγαίνουν και έρχονται στη Βιάλ του Χαλκειούς, μένοντας κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Συνυπάρχουν διάφορες φυλές, θρησκείες, οικογένειες, γέροντες και πάνω από όλα μικρά παιδιά, που στα ματάκια τους, αλλά και στις ζωγραφιές τους αποτυπώνεται η σκληρότητα της ζωής.
Πολλά τα συμβάντα που καταγράφονται στο «ημερολόγιο της τοπικής κοινωνίας», συμβάντα τόσο ανθρωπιάς όσο και ρατσισμού.
Δύο από τα περιστατικά της πρόσφατης περιόδου…..
«Μια νεαρή αφρικανή κυρία κλαίει με αναφιλητά. Ένας αστυνομικός εξηγεί ότι η κυρία ήταν από τους τελευταίους πρόσφυγες που προσπάθησαν να περάσουν στη Βιάλ, όταν ένα μπλόκο ξενοφοβικών και ρατσιστών κατοίκων τους εμπόδισε. Ο σύζυγος πέρασε, η γυναίκα οδηγήθηκε στο Μπούρτζι! Τώρα εκείνη φεύγει για Καβάλα κι εκείνος μένει στη Χίο. Το δράμα της οικογένειας τώρα αρχίζει….»
«Η πρεσβυτέρα του προέδρου του Συνδέσμου Κληρικών Χίου, πατέρα Γ. Κωνσταντίνου, χρόνια τώρα πηγαίνει πράγματα στους πρόσφυγες. Αυτό έκανε και το μεσημέρι της 19/3/20, όταν καθώς μοίραζε ρούχα στους πρόσφυγες για τα μικρά παιδιά τους, δέχθηκε επίθεση, εκείνη και η κουμπάρα της, από τρεις γυναίκες, με βίαιο τρόπο, οι οποίες αφού έκαναν το… θεάρεστο έργο τους, κρύφτηκαν στο σπίτι τους, για να επωάσουν το Φασισμό!»
Σ’ αυτούς που λησμονούν, σ’ αυτούς που αν και βιώνουν τα δεινά της καπιταλιστικής κρίσης και ψάχνουν τους αίτιους, άλλοτε στους πρόσφυγες, άλλοτε στους αγωνιζόμενους κατοίκους, τους θυμίζουμε τα λόγια του Φώτη, γραμμένα την περίοδο του μεγάλου λιμού στο νησί μας, το ’42-’43, όταν οι νησιώτες περνούσαν απέναντι….
Έλληνες ήρθαν πάλι…
Η θάλασσα τους ξέβρασε, στις ανατολικές ακτές, προχτές.
Βγήκαν πνιγμένοι στη στεριά και παραμορφωμένοι,
πρησμένοι σαν τουμπιά και μελανοί.
Μα όσο κι αν το ‘κρυψε η νύχτα το δράμα τους, να μη φανεί,
Το νόημα βγαίνει.
Τον ξέρουμε τον Ένοχο, είναι γνωστή η αιτία…
Στα φαγωμένα μάτια τους κοίταξε μέσα και θα δεις,
μια χαλασμένη πολιτεία.
Μα μην τους θάψετε, γιατί, θα χάσει σχήμα η Φρίκη.
Και όταν γραφτεί η ευγενικιά φασιστική ιστορία,
Έτσι πρησμένους βάλτε τους κι αυτούς σε μια προθήκη![2]
Ο αγέρωχος και ταπεινός ιδεολόγος
Ο Αγγουλές γύρισε από τα μεσαιωνικά κάτεργα του Ντεκαμερέ στην Αθήνα, γύρω στις 20 Νοέμβρη του ’45. Αμέσως «ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης οργανώνουν λογοτεχνική δεξίωση προς τιμήν του»[3] τιμώντας «το τραγούδι του, που αντιλάλησε στην έρημο της Αφρικής και τις πολιτείες της Αιγύπτου και απλώθηκε οδηγητικό και θαρραλέο σ’ όλον τον Ελληνισμό και την Αντίσταση των λαών όλου του κόσμου ενάντια στις δυνάμεις του Φασισμού».[4]
Ο Φώτης ξαναγυρίζει στη βιοπάλη του νησιού
Κατευθείαν από το πλοίο τρέχει στον Μπαλουχανά, για να βρεθεί κοντά στους δικούς του ανθρώπους, το σινάφι του, να μάθει νέα τους, να δει πώς πέρασαν τις μέρες της Κατοχής, να πειράξει και να πειραχτεί , να πάρει το κοφίνι τα ψάρια για να βγει να διαλαλήσει την πραγμάτεια του.[5]
Τα μάτια της ψυχής του, αλλά και τα μάτια του προλετάριου κομμουνιστή ποιητή αποδίδουν τη ζωή, στην περίοδο που αστική τάξη είχε δρομολογήσει και στο νησί της Χίου, τις πολιτικές εξελίξεις, με τη κορύφωση της Λευκής Τρομοκρατίας. Με το που φτάνει ο Αγγουλές στη Χίο, ο μοίραρχος Παντελίδης δολοφονεί στις 17/1/46 τους Αντιφασίστες Συρματένιους, Μαυράκη και Πίττα στο Βαρβάσι. Ο Φώτης γράφει…
Ζωή
Σκληρός αγώνας, για να βγει
Φτωχότατο ένα δείπνο
κι ημέρα δίχως τελειωμό
κι νύχτα δίχως ύπνο
και τρέμοντας μέσ’ στ’ άζεστο της φτώχειας αποφόρι.
Σε θαμπό βλέπουμε ζωή σαν πίσω απ’ ένα στόρι.[6]
Η Χίος ζει καθημερινά τη βία των Χιτών και της τοπικής αστικής τάξης, που έχει βάλει βαριές τις αλυσίδες της στο λαό. Καθαιρείται η νόμιμη διοίκηση του Ε.Κ.Χ., χτυπιούνται οι εργάτες στα Ταμπάκικα, το Συνοδικό Δικαστήριο βγάζει την καταδικαστική απόφαση του για τον Εαμίτη Ιεράρχη Ιωακείμ Στρουμπή [7], φυλακίζονται τα στελέχη του ΕΑΜ και στέλνονται σιδηροδέσμια να δικασθούν στη Σύρα και άλλα πολλά.
Ο Φώτης στον αγώνα για την επιβίωση βρίσκει το καφενεδάκι στο Δημοτικό κήπο (σήμερα μανάβικο), όμως τα φασιστικά αφεντικά σε κάθε του βήμα καιροφυλακτούν με τα όργανα της τάξης.
Τότε στη Χίο ήταν Νομάρχης ο Αντώνης Σβώκος , δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Αίμα» του Καΐρου και γνώριμος του Φώτη από το Κάϊρο, «τρομερός διώκτης των αριστερών και υπερασπιστής των λεγόμενων εθνικοφρόνων». Πολλές φορές κάνοντας τη βόλτα μας στη προκυμαία μου έλεγε ξαφνικά ο Φώτης «Στέφανε, στρίψε μέσα στο στενό, διότι έρχεται ο Σβώκος και θα μου λέει πάλι, γιατί δεν πήγα να μου δώσει διαταχτική, για να πάρω καφέ και ζάχαρη, δια το καφενεδάκι μου και δε θέλω να πάω»
Την ίδια περίοδο διοικητής του Τμήματος Ασφαλείας ήταν ο Ζορμπάς, ο οποίος πήγαινε ο ίδιος να κατασκοπεύσει, ποιοι πήγαιναν στου Φώτη. Μπαίνοντας την πόρτα του έλεγε:
– Φωτάκη, πώς πάει η δουλειά; Και ο Φώτης αγέρωχος και με ειρωνικό χαμόγελο του απαντούσε…
– Περίφημα, επειδή δεν υπάρχουν πελάτες πίσω, εγώ το καφεδάκι, εγώ και τα ουζάκια!….[8]
Οι τρομοκρατικές ενέργειες της Ασφάλειας καταγράφηκαν ως εξής:
«Κατά τις εσπερινές ώρες καμιόνι του αστυνομικού τμήματος, με επικεφαλής το Δ/τη Ασφάλειας Ζορμπά επέδραμε στο παρά το Δημοτικό κήπο καφενείο του Αγγουλέ. Οι χωροφύλακες με προτεταγμένα τα αυτόματα διέταξαν τις παρέες να διαλυθούν και τον καταστηματάρχη να κλείσει σε 10 λεπτά. Ο δε χωροφύλακας Μάργαρης Πέτρος, κτύπησε βάναυσα τον Κώστα Καραμαϊλή, ναυτεργάτη απ’ τις Οινούσσες». [9]
Κλείνοντας το μικρό αφιέρωμά μας, για την πολυκύμαντη αγωνιστική ζωή του Φώτη, θεωρούμε ότι πρέπει να στείλουμε το μήνυμα του, που και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές, ο καθένας πρέπει να είναι δημιουργικός, αγωνιστικός και υποψιασμένος, για τις επιδιώξεις της αστικής τάξης!
Αλλάξτε τη μοίρα σας
Άβουλος μη σταθείς στιγμή, μπρος στης ζωής τη στράτα
κι είν’ όμορφα τα γηρατειά κι είναι γλυκά τα νιάτα.
Χιλιόγλωσση είν’ η προσευχή κι έχει απ’ τα χρόνια πια γεράσει.
Κι όμως ως του Θεού τ αφτιά, ποτέ δεν έχει φτάσει.
Τίποτα. Τίποτα καλό σε σας, δεν έχουν δώσει
όσοι σοφοί κι αν περάσουν και παντογνώστες και μεγάλοι.
Ποιόν περιμένετε να’ ρθει.
Ποιόν καρτεράτε, να σας σώσει.
Εσείς οι ίδιοι, με τα χέρια σας, με το μυαλό σας, με την πράξη.
Αν δεν αλλάξετε τη μοίρα σας.
Ποτέ της δεν θ αλλάξει…..[10]
1,6,10. Φώτης Αγγουλές, Μελέτη Γιώργου Σιδέρη, Μοχλός 19922
2.Πρωτοπόρος εφημ. του ΕΑΜ Χίου, α.φ. 156, Πέμπτη 20/12/45, σελ. 1
3. Πρωτοπόρος εφημ. του ΕΑΜ Χίου, α.φ. 143, Τρίτη 20/11/1945, σελ. 1
4.Πρωτοπόρος εφημ. του ΕΑΜ Χίου, α.φ. 154, Κυριακή 16/12/1945, σελ. 1
5.Αναμνήσεις Μεσανατολίτη Γ. Συρβίτη
7.Πρωτοπόρος εφημ. του ΕΑΜ Χίου, α.φ. 312, Πέμπτη 26/9/1946, σελ. 1
8.«Η γνωριμία δύο ανθρώπων» Καζανόβα Στεφ., Χιακή Επιθεώρηση, β’ περίοδος, τεύχος 2, Απρίλιος 1986, σελ 98-100
9. Εμπρός , α.φ. 206, Δευτέρα, 11/8/47, σελ. 2
Γιώργης Η. Αμπαζής, Δάσκαλος, Χίος, 24/3/20