«Απέζησα από τον δημοσιογραφικό μου μισθόν και μόνον…» – Κώστας Στούρνας: Βηματισμός αγωνιστικός σ’ όλη του τη ζωή…
Ας μην μας κάνει εντύπωση που οι ανθολόγοι, οι ιστορικοί της Λογοτεχνίας, οι δοκιμιογράφοι θάβουν συνεχώς τον Στούρνα. Το μέλλον θα τον δικαιώσει. Αφού είναι βέβαιο πως θα σκύψουν στο έργο του και θ’ ανακαλύψουν αναμφισβήτητες αρετές μεταγενέστεροι μελετητές που θα θελήσουν να καθαρίσουν στη Λογοτεχνία μας την ήρα από το σιτάρι. Το αληθινό από το ψεύτικο…
Την 1η του Ιούλη 1979 έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Στούρνας, σημαντική μορφή της δημοσιογραφίας, αγωνιστής λογοτέχνης, πολυγραφότατος συγγραφέας, μεταξύ άλλων του συγκλονιστικού ρεπορτάζ «Η “Σωτηρία”, τόπος μαρτυρίου των φθισικών» που έστειλε στην πυρά το 1936 η δικτατορία του Μεταξά, και «Casa Preventiva – Τα πρώτα ιταλικά στρατόπεδα στην Ελλάδα», που αποτελεί το χρονικό του εγκλεισμού του στο ομώνυμο ιταλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας, το καλοκαίρι του 1941, μαζί με τον Δημήτρη Γληνό, τον Νίκο Καρβούνη κ.ά.
Το 2010 ο Σύλλογος Φίλων Περιθαλπομένων Νοσοκομείου «Η Σωτηρία» επανέκδωσε με δικά του έξοδα το βιβλίο του Κώστα Στούρνα «Η “Σωτηρία”, τόπος μαρτυρίου των φθισικών το συγκλονιστικό ντοκουμέντο για τα βάσανα, τον πόνο αλλά και τους αγώνες των φυματικών, το οποίο θα κάψει μαζί με άλλα προοδευτικά αντιφασιστικά βιβλία η μεταξική δικτατορία και ο συγγραφέας του θα κυνηγηθεί άγρια, και θα κλειστεί σε φυλακές και στρατόπεδα.
Η έκδοση του Συλλόγου Φίλων Περιθαλπομένων Νοσοκομείου «Η Σωτηρία» συνοδεύεται από τα δυο κείμενα που ακολουθούν, του Μιχάλη Σταφυλά, Ευρυτάνα συγγραφέα, επί σειρά ετών διευθυντή του περιοδικού «Πνευματική Ζωή» και του δημοσιογράφου του Ριζοσπάστη, αγωνιστή της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, Νίκου Καραντηνού, που σκιαγραφούν παραστατικά τη ζωή και το έργο του Κώστα Στούρνα.
Η πίκρα της ζωής και η ποίηση της πίκρας
του Μιχάλη Σταφυλά
Μαθητής στο Γυμνάσιο του Καρπενησιού πρωτοδιάβασα κείμενα του Κώστα Στούρνα. Μου έκανε εντύπωση η ζωντάνια τους, η αμεσότητα στην έκφραση, οι πρωτοποριακές τους θέσεις.
Αργότερα που τον γνώρισα κατάλαβα πόσο ακέραιος άνθρωπος ήτανε, πόσο αφοσιωμένος στο πνεύμα και στην πίστη του. Γιατί ο Στούρνας πάνω απ’ όλα έβαζε το ταλέντο του στην υπηρεσία του λαού, στην εξυπηρέτηση του πανανθρώπινου οράματος για ένα χαρούμενο και χορτάτο Αύριο.
Είχε γεννηθεί στη Ζαγορά του Πηλίου στα 1900 και πέθανε την 1η του Ιούλη στα 1979. Η Μαγνησία στα χρόνια της νιότης του ήταν μια πρωτοπόρα περιοχή, με σημαντικούς ανθρώπους μπροστάρηδες κάθε προοδευτικής κίνησης. Κι ο Στούρνας μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα αντρώθηκε και αγωνίστηκε με νου και καρδιά για το δίκιο και την προκοπή. Στα 1928 τον βρίσκουμε αρχισυντάκτη στη δημοκρατική εφημερίδα του Βόλου «Πρόοδος», ύστερα κατεβαίνει στην Αθήνα και δουλεύει σε πολλές εφημερίδες, πάντα σαν μαχόμενος δημοσιογράφος. Τον καιρό της μεταξικής δικτατορίας γεύεται τη μοίρα των αντιφασιστών με αλλεπάλληλες διώξεις. Στην Κατοχή περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και δουλεύει στον εθνικοαπελευθερωτικό τύπο. Πρωτύτερα οι Ιταλοί τον κλείνουν για ένα διάστημα στο στρατόπεδο της Λάρισας με το Γληνό, το Νίκο Καρβούνη, τη Μαρία Ιορδανίδου κι άλλους αριστερούς πνευματικούς ανθρώπους.
Άνθρωπος αισιόδοξος αυτός, αντιμετώπιζε τις πίκρες της ζωής με χαμόγελο κι εγκαρτέρηση. Κάτι όμως που σημάδεψε βαθιά τη ζωή του και του στάλαξε το δηλητήριο του πόνου στην καρδιά, ήταν ο θάνατος του μονάκριβου παιδιού του. Του Σταμούλη, του Λάκη του, που πέθανε στα 21 του χρόνια, όντας τελειόφοιτος της Αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου και ορμητικός επαναστάτης νεολαίος. Το χτύπημα ήταν συντριπτικό γι’ αυτόν και τη χαροκαμένη μάνα -τη Σμαράγδα.
Κι ο Κώστας Στούρνας άρχισε να αγωνίζεται για να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του παιδιού του. Στα ποιήματά του διαφαίνεται όλος ο πόνος του ποιητή: «Πέθανες και μου πέθανε/ Αγόρι μου η χαρά μου/ Τάφος το σπίτι μου έγινε/ Μνημούρι η καρδιά μου».
Το «γλυκό του αγόρι» μπαίνει σε πολλά του ποιήματα. Δε φτάνει όμως αυτό. Καταφεύγει στη ζωγραφική και στη γλυπτική για ν’ αποθανατίσει την ωραία μορφή του έφηβου. Σμίλεψε την προτομή του, προκήρυξε διαγωνισμούς στη μνήμη του. Έκαμε δωρεές, έδωσε τα πάντα για να μείνει ο Σταμούλης υπόδειγμα εντιμότητας, αγωνιστικότητας και ήθους.
Γιος καπετάνιου καραβοκύρη, ο Κώστας Στούρνας σπούδασε στο σχολειό της ίδιας της ζωής. Στάλθηκε στρατιώτης στη Μικρασία, ένιωσε στο ίδιο του το πετσί τη βαρβαρότητα του πολέμου και μίσησε τον πόλεμο. Γυρίζοντας στην πατρίδα του το Πήλιο, έβλεπε τη γαλήνη του τοπίου και την ομορφιά των ανθρώπων. Και σκέφτηκε πόσο ωραίος θάταν ένας κόσμος χωρίς πολέμους, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς άγχος. Γύρω στα 1924 προσχώρησε στο Εργατικό κίνημα.
Από τότε κι ως τη στερνή του πνοή αγωνίστηκε ασταμάτητα σε πάμπολλους τομείς. Έγραψε άρθρα, δοκίμια, έρευνες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ευθυμογραφήματα, διηγήματα, θεατρικά ποιήματα -και τι δεν έγραψε! Η δημοσιογραφία του δεν γινόταν σε βάρος της λογοτεχνίας. Τα κείμενά του είναι κείμενα που μένουν, που στέκουν ανάμεσα στα κείμενα των καλυτέρων ονομάτων του καιρού του.
Και αν – θέλαμε να βρούμε ένα χαρακτηριστικό του ξεχωριστού τούτου δημιουργού, θα λέγαμε πως δεν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στη ζωή και στο έργο του -όπως συμβαίνει με πολλούς. Τίμιος και ανένδοτος στη ζωή όπως και στο έργο του. Υποδειγματικός σ’ όλα του, μπεσαλής, ευγενικός, δουλευτάρης. Αν μπορούσε ακόμα και την καρδιά του θάδινε στους άλλους. Αυτήν την πονεμένη, πληγωμένη καρδιά.
Ο φίλος του Νίκος Καραντηνός επισήμανε σχετικά και τα παρακάτω για τον άνθρωπο Στούρνα:
Κάθε φορά που η θύμιση συναπαντιέται με τη μορφή και με τα γραφτά του αξέχαστου αγωνιστή δημοσιογράφου, του Κώστα Στούρνα, την ίδια εκείνη στιγμή πάνω απ’ όλα έχει προτεραιότητα, προβάλλει στα μάτια, ένα δικό του λιγόλογο γραφτό. Είναι ένα από τα καθιερωμένα γνώριμα απογραφικά δελτία, που πρέπει να συμπληρώνουν για το σωματείο τους οι δημοσιογράφοι. Δελτίο, που ανάμεσα στ’ άλλα στοιχεία, πρέπει να λένε, να δηλώνουν: σε ποιόν δουλεύουν, πώς κερδίζουν το ψωμί τους.
Ένα παρόμοιο σημείωμα συμπλήρωνε με την μεγαλογράμματη κείνη γραφή του ο Κ.Σ. – λίγα χρόνια πριν πεθάνει και με περηφάνεια δήλωνε:
Μέχρι σήμερον απέζησα από τον δημοσιογραφικόν μισθόν, και μόνον με μικρόν διάλειμμα ανεργίας (μηνών) όταν απελύθην από την «Ακρόπολιν», κατόπιν απεργίας, την οποίαν οργάνωσεν η ‘Ενωσις Συντακτών.
Ταυτότητα κρυστάλλινη μ’ αυτήν μπήκε, μ’ αυτήν βγήκε. (Εφημ. «Ριζοσπάστης» 25.7.1982)
Δεν έκανε θόρυβο γύρω απ’ τ’ όνομά του. Δεν υπογράμμιζε τις επιτυχίες του ιδιαίτερα. Ο Βάσος Γεωργίου νεκρολογώντας τον, θυμήθηκε πολύ επιτυχημένα, πως ο Κώστας ήταν καμωμένος από πέτρα, από στούρνο -όπως φανερώνει τ’ όνομα του. Γι’ αυτό και στέρεος στις απόψεις του, ανυποχώρητος, βράχος. Λιγόλογος αλλά δηκτικός όταν έπρεπε, με πηγαίο χιούμορ πάντα, για να γλυκαίνει τη δύσκολη ζωή των άλλων. Κι η ειρωνεία τους καλοκάγαθη, κι όχι εκδικητική.
Το λογοτεχνικό του έργο πολύπλευρο. Μερικά μονάχα θα θυμηθούμε εδώ: «Ιωνική τραγωδία» (1964), «Θαλασσινές Ιστορίες» (1965), «Ποιήματα και ο Δον Κιχώτης του Αιγαίου» (χ.χ). Πρωτύτερα το συγκλονιστικό ρεπορτάζ από τη ζωή των φυματικών του «Σωτηρία» (1936), «Ελληνικά βουνά» (1938, β’ έκδ., 1958), «Ιστορίες του βουνού» (1943), «Σκληρή θάλασσα» (1943), «Σμύρνη – Χρονικό του 22» (1962), «Χιμαιρικοί αργοναύτες» (ποιήματα, 1962), «Ένα αστέρι που έσβησε την αυγή» (ελεγεία για το πεθαμένο του παιδί, 1962), «Ο δρόμος του ήλιου» (βίωμα, 1969), «Σορόκο κάρτα Λεβάντε» (Χρονικό της Κατοχής, 1972), «Θεατρικά» (1973) και «Casa preventiva» (Τα πρώτα ιταλικά στρατόπεδα στην Ελλάδα, 1974) και το μεταθανάτιο «Δημοσιογραφικές Αναμνήσεις» (που βγήκε από τη «Σύγχρονη Εποχή» το 1982). Σ’ αυτό το τελευταίο του ο Στούρνας σαν σε υποθήκη, δίνει τον ηρωισμό, τη λεβεντιά και την άκαμπτη πίστη του λαού μας στα φιλελεύθερα ιδανικά του.
Ο Κώστας Στούρνας ως ποιητής εκφράζει τον πόνο και την απορία για τις θλίψεις και τα βάσανα των ανθρώπων. Και μια που είναι κι ο ίδιος ένας πονεμένος πατέρας, οι στίχοι του συχνά μετατρέπονται σε μια δραματική επίκληση, στην οποία ο θάνατος αποκρίνεται με την πένθιμη σιωπή του. Από το μοιρολόι του Παλαμά ίσαμε το μοιρολόι του Στούρνα η ζωή κυλάει πάντα ίδια, αλλά κι οι ποιητικές καρδιές συγκλονίζονται το ίδιο απ’ τις περιπτώσεις των χαμένων παλληκαριών.
Υπάρχει όμως κι η άλλη πλευρά του λόφου. Ο Στούρνας με τη θαλασσινή του κυρίως ευθυμογραφία (οι προγονικές ρίζες, βλέπετε) γίνεται ευχάριστος κι ευάρεστος αφηγητής, που κερδίζει την αγάπη και το θαυμαστό των αναγνωστών του. Συχνά στα κείμενά του εκμεταλλεύεται θρύλους και παραδόσεις κάνοντας μια σύνδεση ενδιαφέρουσα με το σύγχρονο κόσμο. Στην τεχνική του αποφεύγει συστηματικά τις εκτεταμένες φράσεις και τις μεγαλοστομίες, ενώ παράλληλα φανερώνεται ένας ζεστός και συναισθηματικός συγγραφέας. Μια επιλογή ποιημάτων του που κυκλοφόρησε στα 1972 φανερώνει του λόγου το αληθές γιατί μπορούμε να δούμε την πορεία του και την ολοκληρωμένη προσφορά του. «Η ποίηση», γράφει προλογικά, «με σννεκίνησε βαθύτατα και δεν έπαψα να γράφω στίχους όταν κάποια ώρα στοχασμού, έκστασή, που συνεπαίρνει την ψυχή μπροστά στην ομορφιά, και προπαντός έντονης συγκίνησης, θλίψης και πόνου, πηγαία αναβλύζει μέσα μου ο στίχος σαν αποκορύφωση…».
Κι αλήθεια, πόσο δημιουργός γίνεται κι ο πόνος πολλές φορές. Δυο μονάχα στίχους -για το παιδί του θα θυμηθούμε από το «Χορό του θανάτου» πούναι γραμμένοι σε δημοτικό σκοπό:
Σε μαραμένο αλώνι και σε ψηλό βουνό μέρα φαρμακωμένη -ν’ αρχή της Άνοιξης γερό παραμονεύει ν’ αρπάξει παλληκάρι καβάλα σύ άλογό του της νύχτας το στοιχειό…
Σ’ έναν τόπο σαν το δικό μας, όπου τα κυκλώματα προωθούν και τα παρακυκλώματα αφανίζουν και συνωμοτούν με τη σιωπή, φυσικό είναι δημιουργοί σαν τον Κώστα Στούρνα να μην έχουν και μεγάλη πέραση, τούτη ακριβώς την εποχή. Όμως όταν κατακάτσουν οι κουρνιαχτοί των (ανώμαλων) δημοσίων σχέσεων και των (ανέντιμων) προβολών, το έργο του θα μείνει σαν υπόδειγμα για τους μεταγενέστερους και σαν ένα φλογερό μήνυμα της εποχής μας.
Πριν κλείσω, θάθελα να θυμηθώ πως κάπου εκεί στα 1972 που έμενα στη Λάρισα, μ’ έκπληξη πήρα ένα γράμμα του Στούρνα, μέσα στο οποίο μου είχε ένα ξεχασμένο ποίημά μου με τίτλο «Εφημερίδες του χωριού», απόκομμα από την εφημερίδα «Φωνή της Ευρυτανίας» του 1937. Όταν αργότερα τον ρώτησα πώς κράτησε αυτό το κείμενο μου αποκρίθηκε: «Από πολλά χρόνια ό,τι μου έκανε εντύπωση τόκοβα, το αποδελτίωνα και τόβαζα σε ειδικούς φακέλους». Είναι κι αυτό ένα δείγμα της μεθοδικότητας με την οποία δούλευε, αλλά και της αγάπης του για τους νέους. Τι προνόμιο αλήθεια (και καμαρώνω γι’ αυτό) νάμαι εγώ 17 χρόνων και να κρατάει στα χαρτιά του κείμενό μου ένας φτασμένος δημιουργός.
Ας μην μας κάνει εντύπωση που οι ανθολόγοι, οι ιστορικοί της Λογοτεχνίας, οι δοκιμιογράφοι θάβουν συνεχώς το Στούρνα. Το μέλλον θα τον δικαιώσει. Αφού είναι βέβαιο πως θα σκύψουν στο έργο του και θ’ ανακαλύψουν αναμφισβήτητες αρετές μεταγενέστεροι μελετητές που θα θελήσουν να καθαρίσουν στη Λογοτεχνία μας την ήρα από το σιτάρι. Το αληθινό από το ψεύτικο. Το ανεπίτρεπτα διαφημιζόμενο για καλό, από το πραγματικό καλό…
***
Δημοσιογραφία ευθύνης (Αταλάντευτος στο χρέος)
του Νίκου Καραντηνού
Όταν ψάχνεις κι έχεις και υπομονή όλο και κάτι βρίσκεις. Αυτό ορίζει μια παροιμιακή ρήση κι η πράξη έρχεται να το βεβαιώσει. Έτσι έγινε και με τις δικές μου «ανασκαφές» σε κάτι δημοσιογραφικά χαρτιά, που βρέθηκαν με συντροφική εμπιστοσύνη στα χέρια μου από το βετεράνο αντιφασίστα, τον Πηλιορίτη δημοσιογράφο Κώστα Στούρνα.
Με γερές ρίζες στη θάλασσα ο κατοπινός δημοσιογράφος θα αλωνίσει στα προπολεμικά χρόνια τις θάλασσες και θα γνωρίσει ανθρώπους και τόπους. Μπήκε νωρίς στο προοδευτικό κίνημα. Κι έζησε έντονα του Βόλου και της Θεσσαλίας την αγωνιστική πορεία για να κατασταλάξει έπειτα στην Αθήνα και να ακολουθήσει πια σταθερά της δημοσιογραφίας τη ρότα σε ώρες σκληρές και δύσκολες.
Ο Κώστας Στούρνας από πολύ νωρίς είχε κάνει την επιλογή του, όταν παιδί ακόμη ταξιδεύοντας με του πατέρα του τη σκούνα είχε γνωρίσει το ψωμί της ναυτοσύνης, το ψωμί που γευόταν ο θαλασσοπνιγμένος. Επιλογή ζωής δύσκολη που είχε κόστος. Να σταθεί κοντά στους φτωχούς και τους αδικημένους. Πάντα πιστός στο χρέος.
Είναι αυτή η καθαρή, η ξάστερη επιλογή που θ’ ακολουθήσει μια ολόκληρη ζωή αλλά και που θα τον κυνηγά επίσης και θα ’χει πάνω στη ζωή κόστος και συνεχώς θα πληρώνεται. Η πένα του κι η καρδιά του θα μας δώσει το συγκλονιστικό εκείνο ντοκουμέντο ρεπορτάζ για τη «Σωτηρία» που δεν το άντεξε η δικτατορία του Μεταξά και το έβαλε μαζί με άλλα βιβλία στην πυρά.
Σ’ ένα βιογραφικό – επαγγελματικό σημείωμα που είχε συντάξει εδώ και πολλά χρόνια για να το καταθέσει στην ΕΣΗΕΑ, ο Κ. Στούρνας έγραφε λιγόλογα και σταράτα και τούτα τα λόγια: «Μέχρι σήμερα απέζησα από τον δημοσιογραφικό μου μισθόν και μόνον με μικρόν διάλειμμα ανεργίας…». Τα λίγα αυτά λόγια τα λένε όλα. Κι αποκτούν για το δικό μας σήμερα ιδιαίτερα νόημα κι αξία για σειρά φαινομένων που συσσωρευτικά και εκρηκτικά βαραίνουν τη δημοσιογραφία.
Στα χρόνια τα προπολεμικά, αυτά που έζησε ο συνάδελφος, σε συνθήκες φτωχοπροδρομικές, η επιλογή της δημοσιογραφίας σαν επάγγελμα ήταν μαρτυρική για όσους τολμούσαν να την ακολουθήσουν. Ο Κ. Στούρνας γράφοντας για τα βασανιστικά εκείνα χρόνια, για το δημοσιογραφικό επάγγελμα, αλλά και για τις Κίρκες που και τότε τον περιτριγύριζαν για να τον ξελογιάσουν, υπογράμμιζε εμφαντικά: «Δημοσιογραφία: Μια μεγάλη έννοια. Μια σταδιοδρομία, που το μεγαλείο της δεν το νιώθουν παρά μόνον οι αληθινοί δημοσιογράφοι. Όχι όλοι οι λεγόμενοι «δημοσιογράφοι», που μεταχειρίζονται τη δημοσιογραφία για ιδιοτελείς σκοπούς αλλά οι γεννημένοι δημοσιογράφοι, οι διψασμένοι για την αλήθεια, που κρύβεται κάτω από κάθε κοινωνικό, πολιτικό, ανθρώπινο γενικά φαινόμενο, αυτοί οι ρεαλιστές που αποκαλύπτουν τη ζωή, όπως είναι και ιδιαίτερα θέλγονται να διαλύουν τους μύθους και τα ψέματα…».
Είναι αναμφίβολα «ανθρωποβόρο» και πλανερό το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Τρώει συχνά τους ανθρώπους του, που μπαίνουν σ’ αυτό και μάλιστα μερικούς απ’ αυτούς πάνω στα νιάτα τους. Αλλά «φανταχτερό» καθώς είναι έχει τα μεθύσια του και τα ξεγελάσματα. Κι αυτά δημιουργούν τις ψευδαισθήσεις και σε ξεμακραίνουν από την αποστολή και το ρόλο σου από το χρέος. Κοντά σ’ αυτά όλα υπάρχουν κι άλλα πλανέματα. Μερικοί φιγουράρουν δίπλα στην εργοδοσία. Είναι στα επιτελικά όργανα. Μεθούν και πιστεύουν πως έγιναν κι αυτοί αφεντικά μέχρι να φτάσει η ώρα της εκπαραθύρωσης. Φτάνει η ανώμαλη προσγείωση.
Δεν είχε τέτοιες αναταράξεις με αφεντικά και άλλα παρόμοια ο Κώστας Στούρνας. Βηματισμός αγωνιστικός σ’ όλη του τη ζωή και στο συγκλονιστικό ρεπορτάζ για τη «Σωτηρία» αλλά και στη δοκιμασία του στρατοπέδου της Λάρισας (Casa Preventiva) αλλά και στη στερνή οικογενειακή του δοκιμασία, όταν ξαφνικά έχασε έναν λεβέντη σπουδαστή της αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ, τον Στάμο Στούρνα. Στο όνομά του ο πονεμένος αλλά Ολύμπιος πάντα πατέρας αφιέρωσε τον ξενώνα που αγόρασε, προσφορά δική του στα σπουδαστικά νιάτα, που ο πατέρας υπεραγαπούσε. Εκεί στην Άλλη Μεριά, λίγο έξω από το Βόλο, ο Ξενώνας «Στάμος Στούρνας», η προσφορά του αγωνιστή δημοσιογράφου στη μνήμη του γιου του που τόσο πρόωρα έφυγε από τη ζωή το Μάρτη του 1962.
Δείτε ακόμα:
«Αν γονατίσει τώρα η ΕΣΣΔ…» – Ο Δημήτρης Γληνός στην ταράτσα της Ειδικής Ασφάλειας του Μανιαδάκη