Διονύσιος Σολωμός: Η ζωή του ποιητή πριν γίνει εθνικό σύμβολο
Θεμελίωσε ουσιαστικά τη δημοτική γλώσσα ως εκφραστικό όργανο της νεοελληνικής λογοτεχνίας και συνέθεσε μια σειρά σπουδαίων ποιημάτων, ο ιδεαλισμός των ποιημάτων του βρίσκεται σε αντίστιξη προς τα προσωπικά του πάθη και τις
Ο Διονύσιος Σολωμός κατάφερε να γίνει εθνικός ποιητής του νεοελληνικού κράτους, μολονότι πέρασε τη ζωή του εκτός της ελλαδικής επικράτειας και παρότι η ελληνική δεν ήταν η γλώσσα που γνώριζε να χειρίζεται καλύτερα, κάτι που στην περίπτωσή του ωστόσο λειτούργησε ως πρόκληση για να αναμετρηθεί μαζί της και να τελειοποιεί κάθε του στίχο. Αυτό βέβαια είχε ως αποτέλεσμα, μαζί με άλλους παράγοντες, τη μεγάλη αποσπασματικότητα του ποιητικού του έργου, κάτι που ο Κώστας Βάρναλης συνήθιζε να περιγράφει με τη φράση: “Ο Σολωμός πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε” στο σημαντικό του έργο “Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική”. Ο Γεώργιος Σεφέρης μάλιστα ερμήνευε αυτή την “απόσταση” του Σολωμού από τη γλώσσα, τη νοοτροπία και τα τεκταινόμενα της χώρας ως κλειδί για την κατανόηση των αριστουργηματικών του συνθέσεων. Εξάλλου ο ίδιος ο τόπος γέννησής του, η Ζάκυνθος, όπως και όλα τα Επτάνησα, παρουσιάζουν σαφείς ιστορικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με την ηπειρωτική Ελλάδα, όντας από το 14ο αιώνα υπό διαφορετικούς δυτικούς κυριάρχους, με το Σολωμό να περνά τη ζωή του σε καθεστώς αγγλικής ηγεμονίας, χωρίς αυτό να μειώνει τη σημαντική επίδραση της γείτονος Ιταλίας, δεδομένου μάλιστα ότι η ιταλική, βασική γλώσσα του ίδιου του ποιητή, παρέμενε η επίσημη γλώσσα των Επτανήσων σε θεσμικό κι εκπαιδευτικό επίπεδο.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1798, ως εκτός γάμου τέκνου του κόντε Νικολάου Σολωμού και της νεαρής υπηρέτριάς του Αγγελικής Νίκλης, η οποία γέννησε και τον αδελφό του Δημήτριο, τέσσερα χρόνια αργότερα. Ο κόντες φρόντισε να λάβουν τα παιδιά του επιμελημένη μόρφωση, τα συμπεριέλαβε μεταξύ των κληρονόμων του, ενώ λίγο πριν το θάνατό του νομιμοποίησε και τη σχέση του με τη μητέρα τους. Παρακολούθησε αρχικά μαθήματα με οικοδιδάσκαλο, αργότερα σε δημόσιο σχολείο στα πλαίσια της Επτανήσου Πολιτείας και μετά στην Ιταλία, όπου τον συνόδευσε ο αββάς Σάντο Ρόσι. Γράφτηκε στη νομική σχολή της Πάδοβας απ’ όπου αποφοίτησε το 1818.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του γράφει και τα πρώτα του ποιήματα, θρησκευτικής θεματολογίας στα ιταλικά, ενώ συνεχίζει τη συγγραφή ιταλικών ποιημάτων και μετά την επιστροφή του στη Ζάκυνθο την ίδια χρονιά, με σημαντικότερο ποίημα του “Στο Θάνατο του Ούγου Φώσκολου”, σπουδαίου Ιταλού ποιητή και συμπατριώτη του. Παράλληλα εμβαθύνει στη μελέτη της νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, εστιάζοντας ιδιαίτερα στην επτανησιακή γραμματεία, τα έργα της Κρητικής Αναγέννησης αλλά και το δημοτικό τραγούδι.
Η πρώτη σημαντική ποιητική του σύνθεση στα ελληνικά είναι ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, που γράφτηκε το 1823 και αποτελείται από 158 στροφές, οι 24 εκ των οποίων, σε μελοποίηση Νικολάου Μάντζαρου (1828) αποτελούν το εθνικό Ύμνο του Ελληνικού Κράτους από το 1865 και της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1966. Η ελληνική επανάσταση είναι ένα γεγονός που προκάλεσε βαθιά εντύπωση στον ποιητή, όπως αποτυπώνεται και σε άλλα ποιήματα της περιόδου όπως το “Εις Μάρκο Μπότσαρη” και η “Καταστροφή των Ψαρών”.
Μακριά από τα μέτωπα του επαναστατικού εμφυλίου που ήδη μαινόταν, ο Σολωμός προβάλλει μια εξιδανικευμένη- αν κι όχι περιοριστικά εθνικιστική-εικόνα της ιδεολογίας της Ελληνικής Επανάστασης. Η αναγκαιότητα ερμηνείας των στίχων του Σολωμού στο ιστορικό τους πλαίσιο κι όχι η αντιμετώπισή τους ως αιώνιες κι απαράγραπτες αλήθειες, φαίνονται κι από την επίδραση του στίχου “κι η διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή”, που σχολιάζει τις εσωτερικές συγκρούσεις των επαναστατών χρησιμοποιείται έκτοτε με μοιρολατρικό τρόπο για να καταδείξει μια δήθεν εγγενή τάση των Ελλήνων στον αλληλοσπαραγμό, συσκοτίζοντας τα κοινωνικά αίτια των εμφύλιων αντιπαραθέσεων. Παρόμοια τύχη είχε και η περίφημη ρήση του “Εθνικό είναι το αληθές”, που συνήθως ερμηνεύεται από τον εκάστοτε ομιλούντα ή γράφοντα απλώς ως ενισχυτικό αυτού που ο ίδιος θεωρεί εθνικό ή αληθές.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα του εν λόγω ποιήματος, όπως και του συνόλου του ώριμου ελληνόγλωσσου έργου του ποιητή, είναι η δημιουργία μας λογοτεχνικής γλώσσας βασισμένης σε εκείνη του απλού λαού, στερώντας βασικά επιχειρήματα από τους υπερασπιστές των αρχαϊζόντων μορφών γραπτής γλώσσας, με επιχείρημα την απουσία λόγιων λογοτεχνικών προτύπων στη δημοτική. Η αταλάντευτη στάση του Σολωμού στο γλωσσικό ζήτημα διαφαίνεται και στο έργο του “Διάλογος” το 1824, όπου ο Ποιητής αντιπαρατίθεται στο Σοφολογιότατο.
Το 1828 ο ποιητής εγκαθίσταται στην Κέρκυρα, μεταξύ άλλων για να αποφύγει τον αδερφό του Δημήτριο και τη σύζυγό του, που ενδεχομένως να αποτελεί και πηγή έμπνευσης για τη “Γυναίκα της Ζάκυνθος”, έργο το οποίο έχει ερμηνευτεί και ως επίκριση της Αγγλοκρατίας, δεδομένου ότι το 1821 είχε προσυπογράψει κείμενο κατά της αυταρχικής διοίκησης του Άγγλου αρμοστή Μαίτλαντ, αν και οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν πως ήταν αγγλόφιλος, λόγω τη σύμπτωσης των συμφερόντων του με την αγγλική πολιτική στα Επτάνησα. Οι σχέσεις με την οικογένειά του τα επόμενα χρόνια επιδεινώνονται διαρκώς, καθώς ο Σολωμός είχε λάβει μεν τον τίτλο του πατέρα του, όπως και μέρος της οικογενειακής περιουσίας αλλά ενεπλάκη σε πολλές δικαστικές περιπέτειες με τα ετεροθαλή αδέλφια του για το ζήτημα διαμοιρασμού της κληρονομιάς. Μάλιστα εκείνη την περίοδο έρχεται σε σύγκρουση με τη μητέρα του και τους φίλους του, που πήραν τη θέση των αντιδίκων του στη διαμάχη. Οι πικρίες από τη συγκεκριμένη εμπειρία επιδεινώνουν τον αλκοολισμό του, ο οποίος τον φτάνει σε σημείο να πίνει οτιδήποτε, από αψέντι μέχρι την κολώνια του όταν δεν έβρισκε κάτι άλλο. Ο αλκοολισμός του εξάλλου φαίνεται να εξηγεί, μαζί με την τελειομανία του τον ολοένα και πιο θραυσματικό χαρακτήρα της ποιήσής του, η οποία ωστόσο εξακολουθεί ακόμη να αποδίδει σημαντικούς καρπούς σε συνθέσεις όπως ο Κρητικός (1833), οι -επίσης μελοποιημένοι αργότερα- Ελεύθεροι πολιορκημένοι για την ηρωική έξοδο του Μεσολλογγίου, που με διακοπές συνθέτει από το 1833 κι έπειτα και ξανά μετά το 1844, καθώς και ο Πόρφυρας.
Προς το τέλος της ζωής του στρέφεται εκ νέου στην ιταλόγλωσση ποίηση, η οποία πλέον είναι πιο ουσιαστική σε σχέση με τα μάλλον κοινότοπα νεανικά του δημιουργήματα. Τα τελευταία δυο χρόνια της ζωής του δε φαίνεται να συνθέτει το οτιδήποτε, ενώ έφυγε από τη ζωή στις 27 Φλεβάρη 1857, μη προλαβαίνοντας την ανακήρυξή του σε “εθνικό ποιητή” από το βασιλιά Γεώργιο Β’ το 1865, ούτε την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, που είχε δοθεί ως “προίκα” από τους Βρετανούς στο νέο άνακτα ένα χρόνο νωρίτερα.
Σταθμοί στην πρόσληψη του σολωμικού έργου υπήρξαν η έκδοση των “Ευρισκομένων” του από τον Ιάκωβο Πολυλά το 1859, αλλά και η έκδοση των χειρογράφων του από το Λίνο Πολίτη το 1964. Αν και σήμερα μοιάζουν να έχουν ειπωθεί περίπου τα πάντα γύρω από το Σολωμό και το έργο του, είναι βέβαιο ότι η ενασχόληση με αυτά θα συνεχιστεί, υπαγορευόμενη κι από τις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες, που καθιστούν επίκαιρες ή έστω του συρμού διαφορετικές κάθε φορά πτυχές τους. Κάποιες φορές βέβαια αυτή η ενασχόληση, κυρίως όταν κινείται εκτός φιλολογικών κύκλων, προσλαμβάνει και ιδιαίτερα γραφικές διαστάσεις, όπως πριν λίγα χρόνια όταν η δημοτική αρχή Ζακύνθου κήρυξε ανεπιθύμητο στο νησί τον δημοσιογράφο-ποιητή Κωνσταντίνο Μπογδάνο, όταν αυτός ανέφερε τον ποιητή ως αλκοολικό, μασόνο, Εβραίο και ομοφυλόφιλο (εκ των οποίων τα δύο πρώτα είναι βέβαια και τα υπόλοιπα συχνά διατυπωμένες εικασίες).