Εμμανουήλ Ροΐδης: Πουθενά δεν υποτιμήθηκε περισσότερο απ’ ό,τι στην ίδια του τη χώρα
Πολλοί ξένοι, αλλά και Έλληνες μελετητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας κατατάσσουν τον Ροΐδη στην ίδια κλίμακα με τις μεγαλύτερες μορφές όπως ο Ντοστογιέφσκι. Η υποκρισία της αστικής κοινωνίας και ο κληρικαλισμός βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας εξοντωτικής σάτιρας και κριτικής του. Για το περίφημο έργο του “Πάπισσα Ιωάννα” ο Ροΐδης «κέρδισε» τον αφορισμό του από την εκκλησία.
Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου, στις 28 του Ιούνη 1836 και έφυγε από τη ζωή στις 7 του Γενάρη 1904.
Οι γονείς του ανήκαν σε πλούσιες και αριστοκρατικές οικογένειες. Το 1841 η οικογένεια του Ροΐδη εγκαταστάθηκε στη Γένοβα. Το 1849 επέστρεψε στην Ερμούπολη για σπουδές.
Το 1862 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα, αποφασισμένος να ασχοληθεί αποκλειστικά με τα γράμματα. Το 1866 γράφει την προκλητική και σατιρική «Πάπισσα Ιωάννα».
Στα επόμενα χρόνια δημοσιεύει πολιτικά και φιλολογικά κείμενα, συνεργάζεται με τις γαλλόφωνες εφημερίδες «La Grece» και «Independance Hellenique» και το 1870 γίνεται διευθυντής της «Grece». Το 1873 χάνει σχεδόν όλη την περιουσία του και ζει πια απ’ τη συγγραφική του εργασία.
Υπέρμαχος της δημοτικής σε όλες τις γλωσσικές του μελέτες. Ο ίδιος γράφει τα κείμενά του στην καθαρεύουσα (με εξαίρεση το παραμύθι «Η μηλιά»). Ο γραπτός του λόγος, όμως, αποδεικνύει ότι ήταν έξοχος στυλίστας της καθαρεύουσας και ότι εισηγήθηκε ένα ξεχωριστό λογοτεχνικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Από το 1876 γράφει και μεταφράζει διηγήματα, ενώ στη δεκαετία 1891-1901 δημοσιεύει το πλουσιότερο διηγηματογραφικό του έργο. Το 1876 ιδρύεται το περιοδικό «Εστία» και το 1877 ο «Παρνασσός», είναι μέλος της συντακτικής τους επιτροπής, ενώ ως το τέλος της ζωής του συνεργάζεται με πολλά ακόμη φιλολογικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής.
Όπως διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη: «Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο Εμμανουήλ Ροΐδης είναι ο θεμελιωτής και ένας από τους δυο – τρεις σημαντικότερους εκπροσώπους της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Εξάλλου, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός είναι ότι πολλοί ξένοι, αλλά και Έλληνες μελετητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας κατατάσσουν τον Ροΐδη στην ίδια κλίμακα με τις μεγαλύτερες μορφές όπως ο Ντοστογιέφσκι. Το βέβαιο είναι ότι ο Ροΐδης πουθενά δεν υποτιμήθηκε περισσότερο απ’ ό,τι στην ίδια του τη χώρα, την Ελλάδα. Αυτή η μεταχείρισή του οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα στο ότι υπήρξε ενοχλητικός για την κυρίαρχη τάξη της εποχής του, που και σήμερα είναι κυρίαρχη. Η υποκρισία της αστικής κοινωνίας και ο κληρικαλισμός βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας εξοντωτικής σάτιρας και κριτικής του Ροΐδη. Η πλατιά ευρωπαϊκή παιδεία του τον ωθούσε να ασκεί κριτική με διεισδυτικότητα και δηκτικό πνεύμα στην καθυστερημένη πνευματική ζωή της Ελλάδας. Αν και υπέρμαχος της δημοτικής έγραψε σε μια απολαυστική καθαρεύουσα. Για το περίφημο έργο του «Πάπισσα Ιωάννα» «κέρδισε» τον αφορισμό του από την εκκλησία».