Ένας αληθινός, ανώτερος άνθρωπος
«Κλαίω για όλους εμάς, που, έστω και άθελά μας, δεν φροντίσαμε να σε κρατήσουμε…όσο μπορούσαμε περισσότερο, κοντά μας…στη ζωή και στην τέχνη…» – Άγνωστο ντοκουμέντο: Ο Μελής Νικολαΐδης γράφει για τη συνάντησή του με τον Γιώργο Κοτζιούλα, τρεις μέρες πριν ο μεγάλος μας ποιητής και συγγραφέας φύγει από τη ζωή, στις 29 του Αυγούστου 1956.
Ήταν 29 του Αυγούστου 1956, όταν σταμάτησε να χτυπά η καρδιά του Γιώργου Κοτζιούλα. Στην εύθραυστη, επιβαρυμένη από την ανέχεια και τις κάκιστες συνθήκες ζωής υγεία του μεγάλου μας ποιητή και πεζογράφου, μεταφραστή, κριτικού και θεατρικού συγγραφέα, μια κρίση διαβήτη ερχόταν να δώσει τη χαριστική βολή.
Ολόκληρη η ζωή του Γιώργου Κοτζιούλα υπήρξε ένας ανηφορικός και κακοτράχαλος δρόμος. Σαν τα μονοπάτια των περήφανων Τζουμέρκων που είχαν πρωταντικρύσει τα μάτια του, 47 χρόνια πριν, όταν ερχόταν στη ζωή. Αυτό το δρόμο ο ίδιος βάδισε καρτερικά και με αξιοπρέπεια, ζώντας συχνά σε ακατάλληλα καταλύματα, υγρά πλυσταριά, ακόμα και περιστερώνες, περιδιαβαίνοντας ως φυματικός τα σανατόρια και τις παράγκες της Πάρνηθας και της Πεντέλης, πότε πεινώντας και λίγες φορές με γεμάτο στομάχι, μα δουλεύοντας πάντα το ίδιο σκληρά, μέχρι το τέλος, και παράγοντας πλουσιότατο σε αξία και μέγεθος έργο, που τον κατατάσσει ανάμεσα στους κορυφαίους των γραμμάτων μας.
«Το κατόρθωμα του Κοτζιούλα είναι σπάνιο και εξαιρετικό. (…) Πολύ λίγοι άνθρωποι στον κόσμο ξεπερνούν τέτοια εμπόδια και με τέτοια αποτελέσματα. Πολύ λίγοι άνθρωποι μέσα σε τέτοιες συνθήκες έχουν να επιδείξουν τέτοιες νίκες» υπογραμμίζει ο Μάρκος Αυγέρης, στη μελέτη του για τη ζωή και το έργο για τον μεγάλο μας ποιητή.
Η πρόωρη απώλεια του νεότατου Κοτζιούλα βύθισε στο πένθος τους ανθρώπους που τον γνώρισαν μέσα από το έργο του, μα κυρίως τους λιγοστούς φίλους του, όσους του στάθηκαν, κι όσους είχαν την τύχη να μοιραστούν μαζί του στιγμές και σχέσεις από αυτές που χτίζονται με το χρόνο και στέκουν σαν αγκρέμιστα κάστρα για όσο ζουν οι «χτίστες» τους.
Ένας από τους ανθρώπους που συναναστράφηκε με τον Γιώργο Κοτζιούλα ήταν ο Κύπριος λογοτέχνης Μελής Νικολαΐδης, που, χωρίς να το επιδιώξει, συγκαταλέγεται στα λίγα πρόσωπα που ήρθαν σε επαφή μαζί του το διάστημα λίγο πριν το θάνατό του.
Πριν αναφερθούμε στη σχέση του Μελή Νικολαΐδη με τον Κοτζιούλα, ας θυμηθούμε την κατάθεση ψυχής του Στέφανου Έλυρου (Στέφανος Χατζημιχελάκης), καλού φίλου το Κοτζιούλα, που αναφέρεται στις δέκα τελευταίες μέρες της αξιότατης όσο και πολύπαθης αυτής μορφής τον γραμμάτων μας:
Ο Μελής (Μιχάλης) Νικολαΐδης Μελής γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1892 και έφυγε από τη ζωή στις 31 του Γενάρη, στην Αθήνα. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα, ταξιδιωτικές περιηγήσεις, χρονογραφήματα και θεατρικά έργα, ανέλαβε δημόσιες θέσεις και εργάστηκε για την αυτοδιάθεση των Κυπρίων. Τα έργα του χωρίζονται σε δυο περιόδους όπου στη θεματολογία τους επικρατεί ο κοινωνικός και ο θρησκευτικός χαρακτήρας αντίστοιχα. Υπήρξε ιδρυτής του εκδοτικού οίκου «Λογοτεχνία» και του περιοδικού «Πνευματική Ζωή» και συνεργάτης εφημερίδων στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1933), την οποία υπηρέτησε από τις θέσεις του προέδρου και του γενικού γραμματέα.
Το 1929 ο Γ. Κοτζιούλας έγραψε στο περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» θετική κριτική με λίγα ψεγάδια για τα διηγήματα του Νικολαΐδη, της συλλογής «Δυό άσπρα γυμνά χέρια κι άλλα διηγήματα» που είχε κυκλοφορήσει την ίδια χρονιά. Την περίοδο 1952-1954 ο ίδιος δημοσιεύει κριτικές (Κ. Καρθαίος, Γ. Δενδρινός), ποιήματα, διηγήματα και μεταφράσεις του στο περιοδικό «Πνευματική Ζωή» που εκδίδει ο Νικολαΐδης. Οι επαφές τους διατηρούνται ως το θάνατο του Γιώργου Κοτζιούλα, στον οποίο θα αναφερθεί ο Μελής Νικλαΐδης με κείμενό του που δημοσιεύεται περίπου δυο βδομάδες αργότερα, στις 13 του Σεπτέμβρη 1956, στην εφημερίδα της Κύπρου «Ελευθερία», της οποίας είναι ανταποκριτής εκείνη την περίοδο.
Το άγνωστο αυτό κείμενο μας παραχώρησε ο Κώστας Κοτζιούλας, γιος του ποιητή και υπεύθυνος του Αρχείου Γιώργου Κοτζιούλα, και παρουσιάζουμε σήμερα από τις σελίδες του περιοδικού. Πρόκειται για μαρτυρία που επιβεβαιώνει με τρόπο κατηγορηματικό και αναμφισβήτητο το μέγεθος της προσωπικότητας και το σπάνιο μέταλλο του χαρακτήρα του Κοτζιούλα και ως ντοκουμέντο προστίθεται στις πολύτιμες μαρτυρίες που από γενιά σε γενιά, κρατούν ζωντανή τη μνήμη του, πλάι στο σπουδαίο, αθάνατο έργο του.
Ο Νικολαΐδης συναντά τον Κοτζιούλα τρεις μέρες πριν πεθάνει. Τον βρίσκει σε πολλή άσχημη κατάσταση. Ο Κοτζιούλας προσπαθεί να τον καθησυχάσει και αρνείται κατηγορηματικά να δεχτεί να μεσολαβήσει για παροχή βοήθειας στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, που όπως μαθαίνουμε από τον Νικολαΐδη, στο παρελθόν του είχε γυρίσει την πλάτη. Ο Νικολαΐδης επανέρχεται με νέα πρόταση. Η άρνηση του Κοτζιούλα να δεχτεί να νοσηλευτεί σε σανατόριο με τη μεσολάβηση κάποιου διακεκριμένου γιατρού, κλονίζεται από τα επιχειρήματα του Νικολαΐδη, όμως επέρχεται ο θάνατός του τρεις μέρες αργότερα.
Ο Νικολαΐδης στο κείμενό του πλέκει το εγκώμιο του Κοτζιούλα και τον θρηνεί απολογούμενος για λογαριασμό εκείνων που του γύρισαν την πλάτη (κι ήταν πολλοί…) όσο ζούσε κι είχε ανάγκη τη βοήθειά τους, για να τον «θυμηθούν» στις επικήδειες αναφορές τους. Η αξιοπρέπεια και η περηφάνια του Κοτζιούλα δεν θα τον άφηναν ποτέ να ζητιανέψει βοήθεια από όλους αυτούς. Ο Γιώργος Κοτζιούλας, τόσο με το έργο του, όσο και με τον τρόπο που έζησε και πέθανε έμεινε απαρέγκλιτα πιστός στις αρχές, τις αξίες και τα πιστεύω του και σε μια θεώρηση για τη ζωή και τους ανθρώπους που σήμερα, ίσως περισσότερο από τότε, μοιάζει σε πολλούς εκτός εποχής.
Ευχαριστούμε από καρδιάς τον Κώστα Κοτζιούλα για την εμπιστοσύνη του και την παραχώρηση του άγνωστου ντοκουμέντου.
Κατά τη μεταγραφή διατηρήθηκε η ορθογραφία της εφημερίδας.
Μια μεγάλη πνευματική απώλεια. Γιώργος Κοτζιούλας
του Μελή Νικολαΐδη
(εφημερίδα «Ελευθερία, 13-9-1956, σελ. 2)Λεπταίσθητος λυρικός ποιητής, βαθύς και ευσυνείδητος κριτικός, αναδημιουργικός μεταφραστής, γνήσιος και πολύπλευρος πνευματικός άνθρωπος.
Ένας άνθρωπος ήταν στηριγμένος στον τοίχο, για να μπορέση να κρατηθή και να μην πέση. Είχε ακουμπήσει διπλωμένα τα μπράτσα του εκεί, και είχε γείρει πάνω σ’ αυτά το κεφάλι του, αγκομαχώντας βαριά. Και το λεπτό κορμί του είχε σχηματίσει στο πεζοδρόμιο μιαν καμπύλη, όπως το δέντρο που το δέρνει ο άνεμος.
Περνώντας απ’ εκεί κοντοστάθηκα κι έκαμα να του μιλήσω. Μα εκείνος, που, και με το κεφάλι γερμένο, με είχε αντιληφθή και με είχε αναγνωρίσει, μου μίλησε πρώτος. «Με βρίσκεις σε άσχημα χάλια, φίλε μου. Δεν είμαι καλά». Κι η ανάσα του ήταν δύσκολη και τραχειά.
Του πρότεινα να πεταχτούμε μ’ ένα ταξί στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, για να τον περιποιηθούν και να τον βοηθήσουν να συνέλθη. Μου αποκρίθηκε πως δεν ήταν ανάγκη και πως άρχισε κιόλας να συνέρχεται. Του είπα να πάμε στο σπίτι μου, που ήταν εκεί κοντά, για να ξεκουραστή λιγάκι. Μ’ ευχαρίστησε, αλλά προτιμούσε ν’ ανέβη στην Πεντέλη, για να ξεκουραστή καλύτερα στο δικό του σπιτάκι.
Προχωρώντας μαζί προς την αφετηρία των λεωφορείων της Πεντέλης, τον ρώτησα για την υγεία του, που ήξερα πως από καιρό δεν ήταν καλή. Μου είπε πως αισθανόταν κάπου-κάπου μια γενική κατάπτωση του οργανισμού του, όπως η σημερινή, αλλά περνούσε γρήγορα. Και με καθησύχασε πως η κατάστασή του δεν ήταν σοβαρή και ούτε βέβαια επικίνδυνη.
– Μα πρέπει να ξεκουραστής λίγον καιρό, Γιώργο. Έχεις ανάγκη από ανάπαυση και δίαιτα.
Δεν μου αποκρίθηκε. Μόνο με κοίταξε λίγες στιγμές χαμογελώντας. Και η σεμνή σιωπή του και το πικρό χαμόγελό του μου είπαν: «Ναι, έχω ανάγκη, αλλά πώς; Με ποια μέσα;»
Τότε, με προσοχή, για να μη θίξω την λεπτή του ευαισθησία, του ζήτησα την άδεια να φροντίσω για κάποιαν οικονομικήν ενίσχυση από το σωματείο μας. Μου αρνήθηκε έντονα και κατηγορηματικά. Για κάποιαν ευκολώτερην υπόθεση – μου εξήγησε – είχαν αποφύγει άλλοτε να ενεργήσουν, και θα έπαιρνε τώρα απ’ αυτούς χρήματα;
Σκέφτηκα τότε έναν διακεκριμένο γιατρό και φίλο μου, που θα μπορούσε όχι μόνο να του προσφέρη δωρεάν τις επιστημονικές του υπηρεσίες, αλλά και να τον βοηθήση να εισαχθή, επίσης δωρεάν, σε κάποιο σανατόριο. Το αρνήθηκε και αυτό.
– Είναι μεγάλος γιατρός, μου είπε, και δε μπορεί ν’ απασχοληθή με τέτοια πράγματα. Κι έπειτα, τα ξέρω αυτά, έχω πικρήν πείρα. Θα σε βοηθήσουν κάπως, και θα σε θεωρούν ύστερα υποχρεωμένο, σκλαβωμένο, για όλη σου τη ζωή.
Του εξήγησα ότι δεν είναι μόνο ένας μεγάλος γιατρός, αλλά και ένας μεγάλος άνθρωπος, και ότι όχι μόνο δεν θα τον θεωρή υποχρεωμένο για ό,τι θα φροντίση γι’ αυτόν, αλλά θα νοιώθη τον ίδιο τον εαυτό του υποχρεωμένο, που θα έχη την ευκαιρία να συμπαρασταθή σ’ έναν συνάνθρωπό του.
Έμεινε να με κοιτάζη με περιέργεια και προσοχή. Και η αυστηρή αρνητική του έκφραση μαλάκωσε λιγάκι.
– Θα το σκεφτώ, μου είπε στο τέλος, και θα σου τηλεφωνήσω.
Δεν μου τηλεφώνησε. Άραγε δεν το θέλησε ή δεν πρόλαβε να μου τηλεφωνήση; Μετά τρεις μέρες πέθανε!
Και ο άνθρωπος αυτός, που αβοήθητος κι εγκαταλειμμένος απ’ όλους, πικραμένος και πληγωμένος βαθύτατα, έσβησε μόνος κι έρημος σε μια καλύβα της Πεντέλης, ήταν ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο λεπταίσθητος λυρικός ποιητής, ο βαθύς κι ευσυνείδητος κριτικός, ο εξαιρετικά καλλιεργημένος στοχαστής, ο αναδημιουργικός μεταφραστής, ο γνήσιος και πολύπλευρος πνευματικός άνθρωπος, μια από τις σημαντικώτερες αξίες και δυνάμεις της πνευματικής ζωής του τόπου μας.
Αλλά ο Κοτζιούλας ήταν συγχρόνως και κάτι σπανιώτερο, κάτι βαθύτερο, ουσιαστικώτερο και ωραιότερο από μίαν απλή πνευματικήν αξία, ήταν ά ν θ ρ ω π ο ς. Ένας άνθρωπος απλός, σεμνός και ταπεινός, αλλά και αγνός, αγαθός και τίμιος, μ’ ευγενικήν ευαισθησία και βαθειάν αξιοπρέπεια, με πεντακάθαρη ψυχή και με ολόθερμη καρδιά, που τις ενέπνεαν και τις δονούσαν τα πιο ευγενικά ιδανικά και τα πιο λεπτά αισθήματα, ένας αληθινός, ανώτερος άνθρωπος.
Τέτοιος ακριβώς είχε δειχτή και την δραματικήν εκείνην ώρα, που τον είχα συναντήσει ν’ ακουμπά στον τοίχο με τα διπλωμένα μπράτσα του, για να μη σωριαστή χάμω: με την πικρή πείρα της ζωής στην αγνή κι ευγενική του ψυχή, αλλά και με το πνεύμα πάντα ανέγγιχτο και άτρωτο, καθαρό κι ελεύθερο, παλλόμενο ως την τελευταία στιγμή από την υψηλή συναίσθηση της ανώτερης ουσίας του και της υψηλής αποστολής του.
Έτσι θα τον βλέπω και πάντα, και δεν θα ξέρω και δεν θα μπορώ τι να πω, για να στηρίξω την πικραμένη ψυχή μου, όπως ο τοίχος το ασθενικό του κορμί, και να του δώσω κάποιο μήνυμα ελπίδας και θάρρους. Θα στέκωμαι μόνο ντροπιασμένος μπροστά του και θα του ψιθυρίζω ταπεινά: Συγγνώμην, αγαπητέ μου φίλε, που σε αφήκα αβοήθητον εκείνη τη δύσκολη στιγμή. Συγγνώμην εκ μέρους όλων των συναδέλφων σου, που σε αφήκαμε αβοήθητο σ’ όλη την τραχειά και δραματική ζωή σου. Συγγνώμην εκ μέρους της Εταιρείας Λογοτεχνών, που αδιαφόρησε για σένα αδικαιολόγητα, εγκληματικά μπορώ να πω. Συγγνώμην εκ μέρους του Κράτους, που δεν αισθάνθηκε ακόμη την υποχρέωση και το καθήκον – αλήθεια, τι φοβερή παράλειψη! – να προσφέρη στους εργάτες του λόγου και της τέχνης μιαν στοιχειώδη περίθαλψη, μιαν έστω και συμβολική σύνταξη, μιαν κάποια προστασία.
Κι αν κλαίω αυτή τη στιγμή, ακριβέ και αξέχαστε φίλε, δεν κλαίω για σένα, που και στον θάνατό σου ακόμα στάθηκες σεμνός και αξιοπρεπής, όπως πάντα, κι υψώθηκες πάνω από τον τάφο σου σαν σύμβολο αληθινού λογοτέχνη και ανθρώπου, αλλά κλαίω για όλους εμάς, που, έστω και άθελά μας, δεν φροντίσαμε να σε κρατήσουμε περισσότερο, όσο μπορούσαμε περισσότερο, κοντά μας, να σε κρατήσουμε στη ζωή και στην τέχνη, που τόσο τις υπηρέτησες και τόσο θα μπορούσες ακόμη να τις υπηρετήσης.