Ευγενία Μπογιάνου: «Ελπίδα μου δίνουν οι φωνές αντίστασης»
Η «Φανή» αποτελεί ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, μια δεξιοτεχνική χαρτογράφηση των ονείρων και των σπαραγμών της νέας γενιάς. «Το 2012 που διαδραματίζεται το βιβλίο, η Φανή είναι είκοσι χρονών, ανήκει δηλαδή στην γενιά του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Η δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Αλέξη από την αστυνομική αυθαιρεσία και τα όσα ακολούθησαν, θεωρώ ότι είναι το βασικό στοιχείο που καθόρισε την στάση και την τοποθέτηση της Φανής», αναφέρει η συγγραφέας.
Η Ευγενία Μπογιάνου, εκτός από γλυκύτατη, αποτελεί μία βιβλιοφάγο ολκής, έναν άνθρωπο που απολαμβάνει το ταξίδι της γραφής, μοιράζοντας τον χρόνο της ανάμεσα στις λέξεις και την οικογένειά της. Διαβάζοντας τις κριτικές βιβλίων που γράφει στην Αυγή, έχω φροντίσει αρκετές φορές να παραγγείλω τα βιβλία που αναλύει και προτείνει.
Το νέο της βιβλίο, η «Φανή» (Εκδόσεις Μεταίχμιο), αποτελεί ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, μια δεξιοτεχνική χαρτογράφηση των ονείρων και των σπαραγμών της νέας γενιάς, που ψάχνει να βρει τα πατήματά της και να αφήσει το δικό της στίγμα σε όσα διαδραματίζονται καθημερινά γύρω της. Η Ευγενία αναμειγνύει τις εμπειρίες της με την φαντασία και την κριτική της αντίληψη, ενώ δεν διστάζει να αναμετρηθεί με λογοτεχνικά στερεότυπα, με κόσμους και χαρακτήρες απαιτητικούς, τολμηρούς και ονειροπόλους.
Ας δούμε όσα μας είπε για το βιβλίο, τη γραφή, την πανδημική κρίση και τον τρόπο με τον οποίο συνυπάρχει με την οικογένειά της.
Η «Φανή» κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ας υποθέσουμε πως δεν ξέρω τίποτα για το βιβλίο σου. Πώς θα το χαρακτήριζες με μία φράση;
Ένα αστικό πολιτικό μυθιστόρημα δρόμου για την αμείλικτη νεότητα.
Η «Φανή» αποτελεί μια ιστορία με έντονα κοινωνικά στοιχεία. Υπάρχουν κάποια γεγονότα που θεωρείς κομβικά στην πορεία για τη ριζοσπαστικοποίηση αυτής της γυναίκας;
Το 2012 που διαδραματίζεται το βιβλίο, η Φανή είναι είκοσι χρονών, ανήκει δηλαδή στην γενιά του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Η δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Αλέξη από την αστυνομική αυθαιρεσία και τα όσα ακολούθησαν, θεωρώ ότι είναι το βασικό στοιχείο που καθόρισε την στάση και την τοποθέτηση της Φανής. Όπως επίσης και το γεγονός ότι την μεγάλωσε ο πατέρας της σ’ ένα περιβάλλον που ευνοούσε με τον τρόπο του, την μετέπειτα πορεία της.
Από το 2010 διανύουμε μία παρατεταμένη οικονομική κρίση, που μοιάζει να υπεισέρχεται σε ακόμη χειρότερη φάση τώρα με την πανδημική κρίση. «Η εποχή μας είναι ξανά μια εποχή φόβων», που θα έλεγε και ο Zygmunt Bauman. Τι σε φοβίζει περισσότερο και τι σε γεμίζει με ελπίδα για το μέλλον;
Πράγματι. Και μάλιστα η γενιά που αντιπροσωπεύει η Φανή ίσως να χτυπήθηκε λίγο περισσότερο, καθώς είναι αυτή που σε μια τρυφερή ηλικία βρέθηκε στο κέντρο της δίνης της οικονομικής κρίσης και, εκεί που πάλευε με αμφίβολα αποτελέσματα, ήρθε από πάνω και η υγειονομική λαίλαπα για να της δώσει άλλο ένα ισχυρό χτύπημα. Με φοβίζει η απόλυτη κυριαρχία του υπάρχοντος συστήματος – ενός συστήματος στηριγμένου πάνω στο ανελέητο κέρδος και στις κοινωνικές ανισότητες – το οποίο, αυτή τη στιγμή, φαντάζει αήττητο. Ελπίδα μου δίνουν οι φωνές αντίστασης. Εκείνοι οι λίγοι – άλλωστε λίγοι ήταν πάντα – που δεν παύουν να παλεύουν και να εξεγείρονται.
Συνεργάζεσαι εδώ και χρόνια με την εφημερίδα Αυγή, γράφοντας κριτικές για βιβλία. Ποια είναι η μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στο να γράφεις το δικό σου βιβλίο και το να γράφεις κριτικά σημειώματα για βιβλία άλλων;
Το να γράφεις το δικό σου βιβλίο, ενώ απαιτεί πειθαρχία, είναι και μια άσκηση ελευθερίας ταυτοχρόνως. Το να γράφεις για το βιβλίο τρίτου ζητάει την απόλυτη προσήλωση στο κείμενο, γιατί μόνο έτσι δείχνεις τον απαραίτητο σεβασμό – που είναι ο αντίποδας της προχειρότητας – για το όραμα κάποιου άλλου. Το επίπεδο ελευθερίας που έχεις συνιστά νομίζω την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στις δύο διαδικασίες.
Πιστεύεις πως χάνεις κάτι από την απόλαυση της ανάγνωσης όταν διαβάζεις ένα βιβλίο έχοντας στο μυαλό σου πως ύστερα πρέπει να γράψεις κάτι γι’ αυτό;
Όχι, ίσα ίσα η εγρήγορση που χρειάζεται, δεν μειώνει αλλά αυξάνει την αναγνωστική απόλαυση. Μάλιστα, φτάνω στο σημείο, ακόμη και στις διακοπές, να διαβάζω κρατώντας σημειώσεις, έστω κι αν ξέρω πως δεν θα μου χρησιμεύσουν κάπου. Και το κάνω παντού: πριν τον ύπνο, σε μια ακρογιαλιά, μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Διαστροφή θα μου πεις. Η αναγνωστική ηδονή πάντως παραμένει αλώβητη.
Έχεις κάποια συγκεκριμένη ρουτίνα με την οποία γράφεις ή ψάχνεις την έμπνευση;
Ρουτίνα υπάρχει, που όμως έρχεται με τον καιρό, δεν την κατασκευάζεις. Προσωπικά, γράφω πάντα ή σχεδόν πάντα νωρίς το πρωί και πάντα στο γραφείο μου σε απόλυτη σιγή. Και μάλιστα πίνοντας καφέ. Επίσης η ενασχόλησή μου είναι καθημερινή. Γεγονός που με βοηθάει, δίνοντάς μου ρυθμό και συντελώντας στο να μην χάνεται η ξεχωριστή ατμόσφαιρα η οποία χαρακτηρίζει κάθε κείμενο και είναι τόσο εύθραυστη κάποιες φορές. Άλλωστε είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν πως η δουλειά φέρνει την έμπνευση. Δουλειά μυρμηγκιού θα έλεγα. Σίγουρα πρέπει να έχεις μια κεντρική ιδέα κι ένα όραμα, αλλά δεν ξέρω αν αυτά έχουν να κάνουν μ’ αυτό που ονομάζουμε έμπνευση. Χωρίς δουλειά πάντως καμία ιδέα δεν μπορεί να σε σώσει.
Χρησιμοποιείς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Κι αν ναι, πιστεύεις πως βοηθούν ή δυσχεραίνουν τη διαδικασία της γραφής;
Τα χρησιμοποιώ. Κυρίως το facebook. Δεν νομίζω πως με επηρεάζουν κατά την διαδικασία της γραφής. Σε γενικές γραμμές, μάλλον βοηθάνε, καθώς έχουν κάνει την επικοινωνία πιο εύκολη και πιο άμεση. Μάλιστα προσωπικά, έχω «έρθει σε επαφή» με ανθρώπους που δεν θα ερχόμουν σε άλλη περίπτωση, μιας και δεν είμαι ο άνθρωπος που θα σηκώσει εύκολα το τηλέφωνο. Όλα τα πράγματα εξαρτώνται από την χρήση που κάνεις. Δεν είμαι τόσο εθισμένη πάντως, ώστε να επηρεάζεται ο τρόπος που γράφω ή το τι γράφω. Αυτά μάλλον αποτελούν κίνδυνο για τους νέους ανθρώπους οι οποίοι, έχω την αίσθηση, πως δυσκολεύονται, τουλάχιστον σήμερα, να διαχειριστούν την υπερπληροφόριση και το συνεχές βομβάρδισμα.
Ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, ο Γουίλιαμ Φώκνερ, έλεγε πως «για να γίνει κανείς συγγραφέας χρειάζεται 99% ταλέντο, 99% πειθαρχία και 99% δουλειά». Ποια είναι η άποψή σου;
Όπως είπα και προηγουμένως, το βασικότερο είναι η δουλειά. Νομίζω πως υπερτερεί κατά πολύ σε σχέση με τα άλλα δύο. Αλλά πώς να διαφωνήσω με έναν συγγραφέα τόσο τεράστιο και τόσο επιδραστικό; Και πολύ αγαπημένο από πάνω!
Είσαι ζευγάρι με τον ποιητή, Κώστα Καναβούρη. Πώς είναι η συνύπαρξη ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που διαβάζουν εξίσου πολύ;
Αυτό που δίνει τον τόνο και καθορίζει τη σχέση, νομίζω πως είναι το κοινό πάθος που έχουμε για τις λέξεις. Ξέρετε καμιά φορά αυτοσαρκαζόμαστε, όταν κάνουμε κουβέντα για μια τελεία ας πούμε ή για ένα επίθετο, για την προφορικότητα ενός κειμένου ή για τον ρυθμό του. Λέμε πως αυτά, τα αδιάφορα για τον περισσότερο κόσμο, είναι από τα βασικά πράγματα που μας ενώνουν. Αναρωτιέμαι καμιά φορά πως θα ήταν αν ο σύντροφός μου είχε άλλο επάγγελμα; Αν ήταν γιατρός ας πούμε ή μηχανικός; Δύσκολο νομίζω. Η ματιά του δε πάνω στα κείμενά μου είναι μια δικλείδα ασφαλείας για μένα. Θέλω να πιστεύω πως ισχύει και το αντίστροφο.
Έχεις τρία υπέροχα παιδιά. Τι συζητάτε συνήθως μεταξύ σας;
Μα, ό,τι συζητά ένας γονιός με ένα παιδί: τα πάντα δηλαδή. Τώρα επειδή η γκάμα των ηλικιών των παιδιών μου είναι ευρεία, μπορώ να πω πως με τα δύο ενήλικα, η σχέση μας έχει μετεξελιχθεί περισσότερο σε φιλική και λιγότερο σε γονιού – παιδιού. Μαθαίνω από αυτά, ζητάω τη γνώμη τους, κι εκείνα τη δική μου, ενίοτε βλέπουμε και καμιά ταινία μαζί. Α, και πάντα (αφού ερωτηθώ) τους προτείνω βιβλία. Ευτυχώς μου έχουν εμπιστοσύνη. Με την δωδεκάχρονη είναι αλλιώς. Βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα σε εφηβεία και παιδικότητα και η σχέση μας έχει περισσότερες αναταράξεις. Το να είσαι ανοιχτός και διαθέσιμος σε διάλογο πάντως νομίζω πως είναι το καθοριστικό σε μια – την οποιαδήποτε – σχέση.