…ευρύτερα γνωστός ως Μποστ
Ο Μποστ υπήρξε αναμφίβολα ανάμεσα στους σημαντικότερους πολιτικούς γελοιογράφους του αιώνα που μας πέρασε. Τόσο η αισθητική αξία των σκίτσων και των πινάκων του, όσο και ο χιουμοριστικός, προοδευτικός και συνάμα αιχμηρός λόγος των γελοιογραφιών, χρονογραφημάτων και θεατρικών του έργων, τον κατέστησαν από τους δημοφιλέστερους και ευρύτερα αναγνωρίσιμους εκπροσώπους τους τέχνης του.
Ο Μποστ υπήρξε αναμφίβολα ανάμεσα στους σημαντικότερους πολιτικούς γελοιογράφους του αιώνα που μας πέρασε. Τόσο η αισθητική αξία των σκίτσων και των πινάκων του, όσο και ο χιουμοριστικός, προοδευτικός και συνάμα αιχμηρός λόγος των γελοιογραφιών, χρονογραφημάτων και θεατρικών του έργων, γραμμένος ως επί το πλείστον στο προσωπικό του ιδίωμα, κράμα δημοτικής και συνειδητά παραφθαρμένης καθαρεύουσας, τον κατέστησαν από τους δημοφιλέστερους και ευρύτερα αναγνωρίσιμους εκπροσώπους τους τέχνης του. Ως μικρό φόρο τιμής στη μνήμη του, καθώς έφυγε σαν σήμερα το 1995, επιλέξαμε να μεταγράψουμε το αφιερωμένο σε εκείνον κεφάλαιο από το λεύκωμα του Αρίσταρχου Παπαδανιήλ “Ελληνική Πολιτική γελοιογραφία. Η σοβαρή πλευράς μιας “αστείας” τέχνης”.
Ο Μέντης (Χρύσανθος) Μποσταντζόγλου, ευρύτερα γνωστός ως Μποστ, γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη. Ως γόνος μεγαλοαστών προορίζεται να συνεχίσει τη βιομηχανία του πατέρα του, εμπορευόμενος υφάσματα. Τα πολιτικά γεγονότα όμως και οι έκρυθμες καταστάσεις αναγκάζουν την οικογένειά του να εγκαταλείψει το 1920 την Πόλη και να εγκατασταθεί στο Γαλάτσι της Ρουμανίας. Εκεί μένει ως την πρώτη τάξη του Δημοτικού. Αρχές του 1926 η οικογένειά του κατηφορίζει στην Ελλάδα, όπου γράφεται στο αυστηρό Ελληνικό Σχολείο. Στα οκτώ του, όπως ο ίδιος αναφέρει, ήταν ήδη “ο πιο μορφωμένος, πολύγλωσσος πρόσφυγας”, γνωρίζοντας ρουμανικά, γαλλικά, τουρκικά κι ελληνικά. Αργότερα μαθαίνει αρχαία ελληνικά και αγγλικά και στη συνέχεια, παρακολούθησε ιταλικά και γερμανικά. Ο βομβαρδισμός γλωσσολογικών γνώσεων που δέχεται, δημιουργεί στον Μποστ ένα γλωσσολογικό χάος, το οποίο θα κωδικοποιήσει αργότερα με το ιδιότυπο και πηγαίο χιούμορ, που κληρονόμησε από τους γονείς του. Από μικρός δείχνει την αγάπη του για το σχέδιο. Στο γυμνάσιο κάνει σκίτσα για τη μαθητική εφημερίδα “Ο Μαθητής”, στην οποία συμμετείχε και ο -επίσης μαθητής τότε-Αλέκος Σακελλάριος.
Το 1939, κρυφά από τους δικούς του, δίνει σκίτσα του στα “Ελληνικά Γράμματα” του Φωτιάδη, εικονογραφώντας ένα κείμενο του φίλου του, Χατζηπατέρα. Παρά τη θέληση των δικών του περνά στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία εγκαταλείπει μετά το πρώτο εξάμηνο, θεωρώντας προτιμότερο να διαμορφώσει το προσωπικό του στυλ, παρά να αντιγράψει το ύφος των δασκάλων του.
Ο Μποστ υπήρξε άνθρωπος με πηγαίο ταλέντο, το οποίο διοχέτευσε σε πολλούς τομείς. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή βιβλίων και κυρίως θεατρικών έργων, γνωστότερο εκ των οποίων η “Φαύστα ή η απολεσθείς κόρη”. Επίσης, ασχολήθηκε κατά διαστήματα με τη διαφήμιση. Το αντισυμβατικό και αναρχικό ύφος του, που ανέτρεπε όλους τους κανόνες της διαφήμισης (ή απλά τους αγνοούσε) γίνεται παραδόξως ιδιαίτερα δημοφιλές. Ως διαφημιστής ο Μποστ φτάνει στο σημείο να εμπλέξει και την πολιτική επικαιρότητα. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η διαφήμιση που έκανε για την Pirelli, όπου παίρνει πολιτική θέση κατά της βασιλείας.
Εργάστηκε και ως εικονογράφος βιβλίων και δίσκων, όπως της περίφημς “Φαίδρας” του Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίο συνεργάστηκε με επιτυχία και συνδέθηκε με δεσμούς φιλίας. Ο Μποστ ασχολήθηκε και με τα κόμικς, εικονογραφώντας το 1953 για λογαριασμό των εκδόσεων “Ατλαντίς”, τον “Κωνσταντίνο Παλαιολόγο”. Σκίτσα και γελοιογραφίες του δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες, ξεκινώντας από την “Εκλογή”, “ένα τόσο δα μαγκαζινάκι του συγκροτήματος της “Καθημερινής”” όπως εξηγεί η Ελένη Βλάχου. Ακολουθούν οι “Εικόνες” το 1954, όπου δημοσιεύει βινιέτες, σκίτσα και εικονογραφήσεις του σε διηγήματα. Παράλληλα συνεργάζεται και με περιοδικά όπως “Κόσμος της Ελληνίδας”, “Οικογένεια” κλπ. Όμως θα μεταπηδήσει στο συγκρότημα Λαμπράκη και συγκερκιμένα στον “Ταχυδρόμο”, όπου θα του δοθεί από το διευθυντή ελευθερία κινήσεων.
Η πλατιά αναγνώριση έρχεται όταν καλείται να εικονογραφήσει για το περιοδικό, κείμενα του Νίκου Τσιφόρου, τα οποία εικονογραφούσε ο Κώστας Μητρόπουλος. Οι άνθρωποι της πιάτσας που σκιτσάρει, κερδίζουν αμέσως τις καρδιές του απλού λαού. Σταδιακά, αυτονομούνται από το κείμενο που εικονογραφούν αποκτώντας δικές τους λεζάντες, μέσα σε μπαλονάκια. Γίνονται γελοιογραφίες. Μάλιστα οι σειρά “Σταυροφορίες” όπου οι Άγγλοι παρουσιάζονται ως αντιπαθείς φιγούρες (δεδομένου του αντιβρετανικού κλίματος που επικρατεί στην Ελλάδα μετά τη σκληρή στάση των Άγγλων απέναντι στην ΕΟΚΑ κα τους Κυπρίους) με τροφαντά οπίσθια (με αφορμή σκάνδαλο ομοφυλοφιλίας στο κολλέγιο του Ήτον) εγκαινιάζει την ασχολία του Μποστ με την πολιτική γελοιογραφία.
Με το μαύρο χιούμορ που τον χαρακτηρίζει, ο Μποστ καυτηριάζει τις βίαιες αλλαγές στον τρόπο ζωής των πρωτευουσιάνων. Οι προστριβές των διαφόρων κοινωνικών διαστρωματώσεων είναι αναπόφευκτες και αντικατοπτρίζονται με το γελοιογραφικό πενάκι του Μποστ. Καυτηριάζοντας το μείζον τότε πρόβλημα της “διγλωσσίας”, ο Μποστ επινοεί την ανορθόγραφη ομιλία, με την οποία οπτικοποιεί την προσπάθεια του λαουτζίκου να μιλήσει τη δύστροπη καθαρεύουσα. Ισορροπώντας σε δύο γλώσσες τις οποίες κατείχε εξίσου, ο Μποστ δημιουργεί την επίσημη Μποσταντζόγλειο γλώσσα, στην οποία μεταφράζει τις πολιτικές γελοιογραφίες του. Οι χαρακτήρες που δημιουργεί, ευτραφείς εργολάβοι, ισχνοί δημοδιδάσκαλοι, απλοί οικογενειάρχες κλπ. έχουν άμεσες αναφορές με την πραγματικότητα του νεοέλληνα, η συμπεριφορά και ο λόγος τους όμως, θυμίζει πρωταγωνιστές από το θέατρο του παραλόγου. Αντιπροσωπευτικότεροι όλων, η θλιβερή μαμά Ελλάς, ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα.
Η νήσος των Αζορών
Στίχοι: Μέντης Μποσταντζόγλου – Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Το 1959 εξέδωσε με μεγάλη επιτυχία γελοιογραφικό λεύκωμα με τίτλο “Τα σκίτσα του Μποστ” και με την ίδια επιτυχία, τα δύο επόμενα χρόνια, εκδίδει “Το Λέφξκομα μου” (sic) και το “Σκίτσα και Κείμενα” αντίστοιχα. Συνεργαζόμενος με την εφημερίδα Αυγή αισθάνεται ότι μπορεί να κάνει γελοιογραφίες που εκθέτουν πιστότερα τα πολιτικά του πιστεύω. Πέραν των συνεργασιών του με διάφορα έντυπα, ζωγραφίζει, παρουσιάζοντας τα έργα του σε ομαδικές αλλά και προσωπικές εκθέσεις. Πέθανε το 1995 σε ηλικία 77 ετών.
(Στην κεντρική φωτογραφία «ο Μποστ στα χέρια των “ιών” του», και αυτή από το Λεύκωμα «Οδηγίαι προς τους ξελιγομένους»)