Φώντας Λάδης: «Επανάσταση του Οχτώβρη, μ’ έχεις σημαδέψει» (2)
“Επανάσταση του Οχτώβρη, με πυρηνικό σπαθί/ έκοψες στη μέση τους αιώνες./ Μοναχή κουράστηκες κι έχεις πιά κρυφτεί/ στου φιδίσιου χρόνου τους λειμώνες.”
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Θα επιμείνουμε και πάλι στην ανάγνωση στίχων του, οι οποίοι ενώ είναι γραμμένοι για τη συμβίωσή τους με τη μουσική, διαβάζονται κι ως αυτόνομες πλήρεις αφηγήσεις για το σπάσιμο των αλυσίδων της ψευδούς συνείδησης.
Τραγουδοποιός, σηκώνει με το ένα χέρι το σφυρί, χτυπώντας το πάνω στο αμόνι της υπομονής, ενώ με το άλλο, την ίδια στιγμή, με το δρεπάνι κόβει μια χεριά στάχυα από τον σιτοβολώνα της ελπίδας.
Εχει γίνει κατανοητό από το αλάθητο λαϊκό αισθητήριο ότι η ποιητική και πολιτική φωνή του – συνοδοιπορούν ομού κι αξεχώριστα – δεν θάμπωσε, γιατί επίμονα προσπαθεί να επαναφέρει στους στίχους του, το θάμβος των κοινωνικών αγώνων: Να ανανεώσει τα θέματά του και να βρει νεοπαγείς τρόπους έκφρασής τους, ώστε να γίνει έστω μια ρωγμή στο κυρίαρχο σύστημα κάθε εποχής, με το κονδύλι – πελέκι της αμφισβήτησης.
Το αντιστασιακό πνεύμα σε καιρούς ειρήνης
Το πνεύμα αντίστασής του παραμένει ενεργό σε καιρούς ειρήνης, καθώς διαρκώς ενδυναμώνεται από την πανταχού παρούσα κοινωνική αδικία, είτε ανιχνεύεται στη βιωμένη δύστηνη καθημερινότητα, είτε στο μεγάλο κάδρο των αποφάσεων της αστικής εξουσίας.
Παρά το γεγονός ότι διαμορφώνεται ως καλλιτεχνική προσωπικότητα και ως υποκείμενο της Ιστορίας μέσα στη δεκαετία του ’60, κρατάει από αυτή το πρωτογενές καύσιμο του μάχιμου βίου. Και η μαχητικότητα δεν κατακτιέται αποκλειστικά με το φίλτρο της ιδιοσυγκρασίας.
Η διαμορφωτική – διδακτική τέχνη, την οποία υπηρετεί, διαμορφώνεται και αποκρυσταλλώνεται σ’ ένα παλλαϊκό κάλεσμα, με αποδέκτη το ευρύ μαζικό ακροατήριο.
Κι αυτό γνωρίζει, επειδή είναι ταξικά συνειδητοποιημένο, πότε ένα ποίημα, το οποίο γίνεται – και – τραγούδι, έχει τη ρίζα του στη μακραίωνη παράδοση του συνήθως ακατονόμαστου πλαστουργού.
Τα αδέσποτα δημοτικά ή λαϊκά άσματα ξεπερνούν τον χρόνο σύλληψής τους και γίνονται διαχρονικά, ενώ κρατούν το τραγουδιστικό λεξιλόγιό τους με την ευθύβολη σημασία τους και τον ανέξοδο χρωματισμό τους, πλασμένα μέσα στο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, από το οποίο αναδύονται.
Δείχνει την κατακόκκινη ανοιχτή πληγή της αδικίας
Ε, λοιπόν, ο Φώντας Λάδης παρατηρεί κι όλο παρατηρεί, και καθώς το διαπεραστικό μάτι του «τρυπάει» τα γεγονότα, δεν εντοπίζει μόνο τις κοινωνικές αντιθέσεις.
Πράττει με το νυστέρι του στίχου, με το οποίο βρίσκει κατευθείαν τις ασθενούσες αιτίες τους, δείχνει την κατακόκκινη ανοιχτή πληγή και με το αίμα της σκορπίζει στους πέντε ανέμους τη μελανή αδικία.
Ομως, ας εντοπίσουμε αυτόν τον μηχανισμό βίαιης θεραπείας, με τα ίδια τα στιχουργικά εργαλεία του: Τα τριάντα ποιήματα, τα οποία στεγάζονται κάτω από τον καταφατικά ειρωνικό, γι’ αυτό ανατρεπτικό τίτλο «Τα τραγούδια του νόμου και της τάξης» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Ειρωνεία, όχι σαν κι αυτή που λογομαχεί ανάμεσα σε πολιτικάντηδες υπέρ της επικράτησης, μπροστά στους τηλεοπτικούς φακούς, της παραπειστικής ατάκας. Σ’ αυτά τα ανθολογημένα ποιήματα, χωρίς τη μουσική τους υποστήριξη, ακούγεται το καθάριο αντικαθεστωτικό ρήγμα τους.
Η συγκεντρωτική έκδοση ξεδιπλώνεται ως ένα λεύκωμα ασπρόμαυρων κι έγχρωμων φωτογραφιών, μέσα από τις οποίες αποτυπώνονται οι αναβαθμοί τελείωσης της ταξικής πάλης. Ξεκάθαρο το στίγμα, όλων μα όλων των ποιημάτων του, χωρίς μισά λόγια, χωρίς υπονοούμενα, χωρίς οπισθοχωρήσεις.
Απαγγέλλει επί σκηνής στις συναυλίες του Μίκη
Και πιάνει το νήμα από την αρχή, το άκοπο, το γενεσιουργό. Μας γυρίζει πίσω στον χρόνο, για να νιώσουμε πώς ένα εικοσάχρονο παιδί στοχάζεται πάνω στην έννοια άνθρωπος. Αυτός είναι ο θεμέλιος λίθος της ποιητικής του, που πάνω σ’ αυτόν χτίζεται το ανατρεπτικό τραγούδι του.
Το ποίημα «Ενας άνθρωπος», δημοσιευμένο, για πρώτη φορά, στη στήλη «Νέοι Ποιητές» του προοδευτικού περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» (τ. 97-98, 1-2/1963), δεν είναι μία εκ των υστέρων αναπαλαίωση του παρελθόντος, αλλά η έγκαιρα κρίσιμη ταξική συνειδητοποίηση, η οποία διαρκώς κοιτάζει προς το σοσιαλιστικό μέλλον.
Ποιο, αλήθεια, είναι αυτό το δίποδο, που περπατάει όρθιο και κοιτάει προς τον ουρανό; Ο οποιοσδήποτε, ο ένας από το πλήθος, ο άγνωστος, ο ανώνυμος. Κι όμως, δεν τον αντιμετωπίζει ως αφηρημένη έννοια, κλειδωμένη μέσα σε ευχετικές επικλήσεις για εγωιστική λύτρωση.
Είναι ο έκθετος, ο ανήμπορος, ο κατατρεγμένος, ο κυνηγημένος, ο εξόριστος, ο εκτοπισμένος, ο σύντροφος, ο αγωνιστής, ο μαχητής, ο κομμουνιστής.
Οι τελευταίοι στίχοι του εν λόγω ποιήματος τονίζουν την εγερτήρια προσωπικότητα του ανυποχώρητου ιδεολόγου, καθώς έχουν περάσει μόλις δεκατέσσερα χρόνια από την ηρωική ήττα του ΔΣΕ. Ακόμη όλα είναι ζωντανά, κινητικά, παροντικά, το όραμα είναι μπροστά μας, το βλέπουμε μ’ ανοιχτά μάτια:
Δυο μάτια./ Δυο χέρια./ Ενα κορμί./ Μην το ξεχνάτε./ Ενα κορμί./ Και πιο συγκεκριμένα/ -μην ξεχνάτε πως-/ ένας άνθρωπος/ είναι/ ένα χέρι κι ένα/ σφυρί.
Αυτό το δημιούργημα είναι σημαδιακό για τη μετέπειτα συμπόρευση του Φώντα Λάδη με το πλατύ κύμα ακύρωσης της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας.
Ιδιαίτερα αρέσει στον Μίκη Θεοδωράκη, γι’ αυτό ανεβάζει επί σκηνής τον ποιητή, τον οποίο, διακόπτοντας στη μέση τη ροή του μουσικού προγράμματος, τον καλεί να απαγγείλει τους, όλο φλόγα, στίχους του.
«Ρώσικη επανάσταση, μ’ έχεις σημαδέψει»
Τα συγκεκριμένα επιλεγμένα ποιήματα ταυτίζονται με όλες τις δύστηνες φάσεις της νεότατης ελληνικής Ιστορίας, πάντα υπό την φωτοδότρα Οκτωβριανή Επανάσταση. Αυτή είναι, η οποία καθοδηγεί ως ορατό κι αόρατο ηλεκτρομαγνητικό κύμα την ποιητική συνθήκη του Φώντα Λάδη.
Ομολογία πίστης μπροστά στις παντοτινές εικόνες της προλεταριακής επανάστασης, όπως εκφράζεται στην μπαλάντα «Ρώσικη Επανάσταση»:
Ρώσικη επανάσταση, μ’ έχεις σημαδέψει,/ μού άλλαξες για πάντα την ψυχή./ Της Ανάγκης τ’ άλογο σ’ άροτρο έχεις ζέψει, που αυλακώνει ολόγυρα τη Γη.
***
Πράξη ανεπανάληπτη, άφατη εικόνα/ μιας απαντοχής συλλογικής./ Σ’ άνυδρο ορίζοντα πρώιμη σταγόνα/ πλημμυρίδας σοβιετικής.
***
Επανάσταση του Οχτώβρη, με πυρηνικό σπαθί/ έκοψες στη μέση τους αιώνες./ Μοναχή κουράστηκες κι έχεις πιά κρυφτεί/ στου φιδίσιου χρόνου τους λειμώνες.
Κανένας συμβιβασμός, το διατρανώνει, με στεντόρεια κραυγή άκρατου λυρισμού, στο έως τώρα ανέκδοτο ποίημά του «Οι κομμουνιστές», το οποίο, μάλλον από σεμνότητα, το φυλάσσει στα «Σκόρπια»:
Πάνω απ’ τα κεφάλια τους τ’ αγέρι/ πήγαινε κι ερχόταν σα λεπίδι./ Από μύρια ξεκινούσαν μέρη/ για το πιο πολύχρονο ταξίδι.
***
Βάδιζαν σκυφτοί κι αγκαλιασμένοι/ δίχως μια στιγμή να ξαποστάσουν./ Χείμαρροι ανθρώπινοι ταγμένοι/ στην καινούργια κοίτη τους να φτάσουν.
***
Καθ’ ανατολή και κάθε γέρμα/ προς τα πίσω στρέφαν το κεφάλι/ κι όπως κείνοι χάνονταν στο τέρμα/ απ’ το βάθος ξεπροβάλλαν άλλοι.
ΥΓ. Σπορείς με τις χούφτες ανοιχτές προς τα / Επάνω παίρνουν φως σπόροι πέφτουν / Κι όπως ο ήλιος το μεσημέρι αναγγέλλει / Ρίπτονται αγγελιαφόροι επί του εδάφους / Διαμελισμένοι εκρήγνυνται αστέρες βροχηδόν / Οι ζώντες την κόμη τους αλείφουν με πετρέλαια / Πηγές άνυδρες μ’ αίμα πληγές κρουνηδόν καίουσες
(Συνεχίζεται)
Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου
Αναδημοσιεύεται από την εξαιρετική στήλη “Δαχτυλικά Αποτυπώματα” του Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 5-7/1/2024
Δείτε όλα τα άρθρα της σειράς εδώ