Φώντας Λάδης: «Τα τραγούδια να τείνουν στο ανέβασμα της ταξικής συνείδησης και της επαγρύπνησης» (1)

Μα, ο Φώντας Λάδης δεν άλλαζε. «Ξεροκέφαλος», καθώς ήταν, έμενε ίδιος και απαράλλαχτος. Ο αντιδικτατορικός αγώνας και η αντιφασιστική πάλη επανέρχονται στα γραφτά του ως οι κορυφώσεις αντίστασης της αγωνιζόμενης ταξικής συνείδησης…

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ο Φώντας Λάδης, ο κύριος εκφραστής της αδιάπτωτης γοητείας του νεοελληνικού πολιτικού τραγουδιού, ποτέ δεν άλλαξε πολιτικό προσανατολισμό: Ανέκαθεν η διαπεραστική ματιά του είναι στραμμένη στους αδικημένους και στους εκμεταλλευόμενους εργαζόμενους, όπου Γης.

Από τα δεκαοκτώ χρόνια του – όταν οι παλαιότεροι φωτισμένοι πρωτοπόροι αγωνιστές συγγραφείς τού ανοίγουν τις θύρες του προοδευτικού μηνιαίου περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» – παραμένει, έως τη σημερινή κατακτημένη ωριμότητά του, ένα φωτεινό παράδειγμα μαχόμενου συγγραφέα.

Τις πρώτες ποιητικές καταθέσεις του τις ανασύρουμε από το κιτρινισμένο τεύχος 76 (Απρίλης 1961):

Σκηνή

Το λιμάνι απόψε, σα μια φτωχή λοταρία πανηγυριού./ Τα φώτα της αποβάθρας δείχνουν το μέγεθος της νύχτας./ Πάνω στο ξένο καράβι άλλα φώτα, άλλες φωνές./ Κάτι καλό θα είδαν και δεν μάς το λένε.

Οαση

Ηταν άνυδρη η γη. Και μεις διψασμένοι γι’ αγάπη./ Μάζεψα απ’ το πλατύ ποτάμι κύματα λογής σε χρυσό κοχύλι./ Κάθε κύμα κ’ ήλιος. Πιες να δροσιστείς.

Σε χτεσινό φίλο

Χτεσινέ μου φίλε./ Το θρανίο μάς ζέσταινε, όπως το χειμώνα/ ένα ψημένο κάστανο την καρδιά μας./ Δεν ξέρω, αν έπαψες να κοιτάς τον ουρανό,/ σκυμμένος ολημέρα στη φυτεία του καπνού. Σήμερα σε νοιώθω αδερφό μου.

Σ’ αυτές τις ολιγόστιχες δημιουργίες του, ήδη ανιχνεύεται ο ταξικά συνειδητοποιημένος δημιουργός. Κυρίως αποτυπώνει την επικρατούσα ερήμωση, σε πόλεις, χωριά και λιμάνια, καθώς βλέπει ότι η χώρα του, προσδεμένη σε ξενόδουλες αγκιστρώσεις, έχει μετατραπεί σ’ έναν απέραντο αξύπνητο ερημότοπο.

Από το ποίημα «Σκηνή»… στο τραγούδι «Καράβια αλήτες»

Το πρώτο ποίημα το διαβάζει ο Μάνος Λοΐζος, του αρέσει και ζητάει από τον Φώντα Λάδη να γράψει στίχους για ένα τραγούδι, πάνω στην έννοια του λιμανιού. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1965, είναι έτοιμο: Ακούγεται για πρώτη φορά, με τον τίτλο «Καράβια αλήτες», από τη φωνή της Κλειώς Δενάρδου, στην ταινία του Ορέστη Λάσκου «Μπετόβεν και μπουζούκι». Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί σε δίσκο 45 στροφών, με τον Γιάννη Πουλόπουλο.

Η πρώτη συγγραφική περίοδός του επωάζεται, ενώ ακόμη είναι φρέσκες οι μνήμες του από τα σχολικά θρανία, τα οποία μοιράζεται με τα παιδιά των αφανισμένων καπνεργατών της Δράμας, που στην πλειονότητά τους έχουν μεταναστεύσει στη Γερμανία για να εργαστούν ως βιομηχανικοί εργάτες. Η μουσική υπόκρουσή της, αν και δεν εγγράφεται, κρατάει από τα λαϊκά τραγούδια, σφραγισμένα με τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη.

Τα χρόνια περνούν και δεν αποχρωματίζουν, δεν ακυρώνουν το ανεπίληπτο και το ακέραιο του χαρακτήρα του. Τα ποιήματά του – ακόμη κι αυτά που δεν έγιναν τραγούδια – δεν έπαψαν ποτέ να μιλούν για την απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης, αυτό το ανεκπλήρωτο αίτημα της εργατικής τάξης, μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο.

Αυτήν τη φαντασιακή διαρκή ανεπούλωτη πληγή – με παρόν το σημάδι της – δεν την θάβει στο αστικό νεκροταφείο των ιδεών, με το πρόσχημα ότι έχει παλιώσει, ότι είναι «Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά», όπως λέει ένας στίχος του Νίκου Καββαδία. Από νωρίς έχει συνταχθεί με τη σωστή πλευρά της Ιστορίας, για την οποία παλεύουν οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες.

Στο μεταξύ, τα πάντα άλλαζαν, μεταμορφώνονταν, βυθίζονταν στο σκοτάδι, με τη βοήθεια και των νέων τεχνολογιών, που αντί να λειτουργούν υπέρ των λαϊκών αναγκών, βρίσκονται στα χέρια των κατασκευαστών ψευδούς συνείδησης.

Ο αντιδικτατορικός αγώνας, η αντιφασιστική πάλη

Μα, ο Φώντας Λάδης δεν άλλαζε. «Ξεροκέφαλος», καθώς ήταν, έμενε ίδιος και απαράλλαχτος. Ο αντιδικτατορικός αγώνας και η αντιφασιστική πάλη επανέρχονται στα γραφτά του ως οι κορυφώσεις αντίστασης της αγωνιζόμενης ταξικής συνείδησης.

Η προσωπικότητά του βαφτίζεται στα απελευθερωτικά συνειδησιακά νάματα της δεκαετίας του ’60, τα οποία πηγάζουν από τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ και μαιευτήρα – γυναικολόγου Γρηγόρη Λαμπράκη.

Λίγες μέρες μετά, τον Ιούνη του 1963, αυτή η ρωγμή στο πολιτικό σύστημα τίκτει, σε δύσκολη γέννα, τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη. Σ’ αυτήν εντάσσεται το εικοσάχρονο «παιδί» και από τότε δεν ξεπουλήθηκε, δεν εξαγοράστηκε, δεν ταλαντεύτηκε.

Την αλγεινή αυτή ατμόσφαιρα, μέσα σε εξήντα χρόνια συνεχών κι επίμονων παρεμβάσεων και σχολιασμών, με όχημα το πολιτικό τραγούδι του, περικλείει στο τελευταίο πόνημά του «Τα τραγούδια του νόμου και της τάξης» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).

Το πολιτικό τραγούδι στον «Ριζοσπάστη»

Σ’ αυτό το σημείο, μία στάση, για να διαπιστώσουμε μέσα από τον δικό του λόγο το στίγμα του αιτήματός του. Μέσα από την επιφυλλίδα του «Το πολιτικό τραγούδι», που δημοσιεύεται σε δύο συνέχειες στον «Ριζοσπάστη» (23 και 25 Γενάρη 1977).Εχει προηγηθεί, μόλις έναν χρόνο πριν, ο δίσκος «Τα τραγούδια μας», που τον υπογράφει και πάλι με τον Μάνο Λοΐζο και τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα. Ολα τα τραγούδια ένα κι ένα, βρίσκουν με τη μία τον αποδέκτη τους, τον πολλαπλώς ταλανιζόμενο εργάτη. Να θυμίσουμε ορισμένα απ’ αυτά: «Το δέντρο», «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Πάγωσε η τσιμινιέρα», «Στη δουλειά και στον αγώνα».

«Σήμερα που οι συνθήκες δεν είναι επαναστατικές, το πολιτικό τραγούδι δίνει το περιβάλλον της ποιητικής του συγκεκριμένου είδους, που απευθύνεται στους αγώνες των μαζών, πρέπει να παρακολουθεί και να βοηθάει άλλου είδους αγώνες. Νέα προβλήματα μπαίνουν στους δημιουργούς. Πρέπει ν’ ανοίξουν δρόμους, να δημιουργήσουν νέες μορφές. Το ηρωικό τραγούδι, το επικό είναι πάντα μια χρήσιμη μορφή. Αλλά και η σάτιρα διεκδικεί μια σημαντική θέση.

(…) Δεν μπορούμε να μιλάμε για πολιτικό τραγούδι χωρίς να μας ενδιαφέρει κι η λαϊκότητά του, η απήχησή του στο κοινό, επομένως κι η ελληνικότητά του. Ασφαλώς όχι με την κραυγαλέα μορφή, με τη στείρα απομίμηση του φολκλόρ, αλλά με κάποια δημιουργική, άμεση ή έμμεση αναφορά.

«Το αληθινό πρόσωπο της αισιοδοξίας»

(…) Από μια εννοιολογική σκοπιά, (…) δεν είναι σκόπιμο να τείνει πάντα σε μια απλοποίηση των πραγμάτων. Δεν φτάνει να υμνεί τους αγώνες των καταπιεζομένων. Η πίστη στον αγώνα και στην αισιοδοξία ασφαλώς και είναι στοιχεία απαραίτητα. Αλλο τόσο όμως είναι απαραίτητο, άλλα τραγούδια να αντικαθρεφτίζουν τις δυσκολίες και τους κινδύνους που διατρέχουν οι λαϊκοί αγώνες. Τραγούδια που ν’ απευθύνονται κυρίως στη λογική. Που να τείνουν στο ανέβασμα της ταξικής συνείδησης και της επαγρύπνησης. Το τραγούδι μας, αν θέλουμε να έχει αποτέλεσμα, πρέπει να γίνει σημαία, με απλούς τρόπους όλων των πολύπλοκων πραγμάτων, που η γνώση τους είναι το αληθινό πρόσωπο της αισιοδοξίας».

ΥΓ. Εκσκαφείς σπόρους θαμμένους παρασύρουν / Δεν είχε βρέξει να πεις ότι οι δρόμοι ήταν / Λασπωμένοι χώμα της ερήμου ηλιοκαμένο / Κατάξερο κάθε τόσο σαλαμάνδρα σηκωνόταν / Αποκεφαλισμένη αιμορραγούσα εξέπνεε / Φυσούσε μέσα της αέρα άπνου ακίνητο / Κι οι σπόροι αίμα νεκροστόλιζαν εν σπορά

(Συνεχίζεται)

Γράφει ο
Βασίλης ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός βιβλίου

 

Αναδημοσιεύεται από την εξαιρετική στήλη “Δαχτυλικά Αποτυπώματα”, του Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 30-31/12/2023

Δείτε όλα τα άρθρα της σειράς εδώ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: