Γ. Χειμωνάς: «Η ουσία της ποίησης του ποιητή είναι στην ίδια του τη ζωή, όχι στην ποίησή του»
Δύσκολο να μιλήσει κανείς για έναν πολύπλευρο δημιουργό, για έναν εξερευνητή, φιλόσοφο και ποιητή των εσωτερικών τοπίων του ανθρώπου, και των συλλογικών οραμάτων για το «χτίσιμο» ενός άλλου κόσμου των ανθρώπων, όπως ο Γ. Χειμωνάς. Το έργο του έχει γίνει αντικείμενο μελέτης των ειδικών από την πρώτη, κιόλας, εμφάνισή του με τον βραβευμένο «Πεισίστρατο» (1960).
«Ως να πληρώσει τ’ άδικο / που ποιητήν εμάρανε / Τον ποιητή τον έμορφο / κανείς ξανά δεν θα ιδεί / να ισγιάζει τα φτερά του καθώς διαβαίνει ανάμεσα στον βράχο τον Αλίμονο και στο Λευκό Λιμάνι» (Γ. Χειμωνάς: «Ο εχθρός του ποιητή»)
Στις 27 του Φλεβάρη 2000 έφυγε από τη ζωή ο Γιώργος Χειμωνάς, από τους σπουδαίους πεζογράφους μας. Συγραφέας μεταξύ άλλων των έργων «Γιατρός Ινεότης» και «Χτίστες». Ολιγοσέλιδα αλλά πολύ δύσκολα. Η γραφή του είναι σαν παραλήρημα, υπερρεαλιστική, κάτι σαν κακό όνειρο. Νεωτερική στα χαρακτηριστικά της με επιρροές από το αντιμυθιστόρημα. Λένε ότι έχει επηρεαστεί από τις ιστορίες των ασθενών του – ήταν νευροψυχίατρος.
Αντί για κάποιο απόσπασμα από το έργο του, προτιμήσαμε να αναδημοσιεύσουμε ένα άρθρο της Αριστούλας Ελληνούδη. Γράφτηκε μόλις λίγες μέρες μετά το θάνατό του (δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη, στις 5 του Μάρτη 2000).
Ο γιατρός «Ινεότης» (η νεότης) δε μένει πια εδώ
«Σηκώθηκα πολύ πρωί και είπα με απελπισμένη ικεσία, τέλειωσαν πια για πάντα για μένα τα φυσικά πράγματα. Από σήμερα θα ζήσω περιμένοντας το υπερφυσικό».
Κυριακή πρωί, 27 του Φλεβάρη, ο «Γιατρός Ινεότης» (όπως τιτλοφορείται ένα έργο του), ο κατά κόσμον Γιώργος Χειμωνάς, θα αισθάνθηκε ότι τέλειωσαν πια για πάντα για εκείνον «τα φυσικά πράγματα». Θα είδε τον «άγνωστο πολεμιστή», που «ντυμένος με μυθική μαύρη σιδερένια στολή φαινόταν τεράστιος». Η εικόνα αυτή, εικόνα μιας «μεταμόρφωσης» του θανάτου, στον «Εχθρό του ποιητή» – το κορυφαίο έργο του Γιώργου Χειμωνά – δεν ήταν παραίσθηση της δημιουργικής λειτουργίας του «ανανεωτή» της μεταπολεμικής πεζογραφίας μας, όπως δικαίως τον έχουν χαρακτηρίσει οι μελετητές της. Ο Γιώργος Χειμωνάς έβλεπε πολλά χρόνια πριν το θάνατο, τον «άγνωστο και αθέατο μάρτυρα της ζωής» του ποιητή: «Αυστηρός κι ως το τέλος βουβός τον αισθάνομαι να με παρακολουθεί από παντού. Γνωρίζει όλα τα πράγματα της ζωής μου ορίζει την ποίησή μου. Θα φανερωθεί ξαφνικά την ώρα που θα κινδυνεύει η ζωή μου την ώρα. Που ένα χάλκινο ποίημα πάει να μπηχτεί κάτω από την καρδιά μου. Μονάχα αυτός έδινε αξία στη ζωή μου και ακοίμητος παραμόνευε το έργο μου. Περιφερόταν στα σύνορα της ζωής μου και εγγυόταν για τη δραματικότητά της την επεκύρωνε. Γιατί η ουσία της ποίησης του ποιητή είναι στην ίδια του τη ζωή όχι στην ποίησή του».
Δύσκολο να μιλήσει κανείς για έναν πολύπλευρο δημιουργό, για έναν εξερευνητή, φιλόσοφο και ποιητή των εσωτερικών τοπίων του ανθρώπου, και των συλλογικών οραμάτων για το «χτίσιμο» ενός άλλου κόσμου των ανθρώπων, όπως ο Γ. Χειμωνάς. Το έργο του έχει γίνει αντικείμενο μελέτης των ειδικών από την πρώτη, κιόλας, εμφάνισή του με τον βραβευμένο «Πεισίστρατο» (1960). Και σίγουρα θα συνεχίσει να μελετάται ως ένας σπουδαίος «σταθμός», ως μια μοναδική, άκρως ριζοσπαστική περίπτωση της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας. Είναι άλλης ώρας θέμα η «ψυχρή» κριτική αποτίμηση του σπουδαίου και ιδιόμορφου ως γραφήέργου του (η γραφή του Χειμωνά, ρεαλιστική και υπερρεαλιστική ταυτόχρονα, εξαιρετικά πυκνή, συνεχώς υπαινικτική, γεμάτη ανθρωπολογικά – κοινωνικά – ιστορικά – φιλοσοφικά – πολιτισμικά νοήματα, παραπέμποντας σε μύθους και σε μεγάλα ποιητικά έργα του παρελθόντος, συνθέτει ποιητικά μεγέθη, διεγείρει το συναίσθημα και προκαλεί αλλεπάλληλους συνειρμούς, καθώς χρησιμοποιεί, δίπλα – δίπλα, αντίθετες νοηματικά λέξεις, ενώ, παράλληλα, αντιβαίνοντας τα «παραδεδομένα» σημεία στίξης και το «παραδεκτό» συντακτικό, «αναπνέει» με ολότελα δικούς της «μουσικούς» ρυθμούς και με τους «παλμούς» του νου και της καρδιάς, με τους οποίους έγραφε αλλά και μιλούσε ο αξέχαστος Γ. Χειμωνάς.
Τούτη την ώρα, λοιπόν, νιώθουμε την ανάγκη να μιλήσουμε για εκείνον μέσα από το ίδιο το έργο του. Αναγκαστικά, μέσα από «σπαράγματά» του.
Μελαγχολικός «ποιητής»
Ο Χειμωνάς πίστευε και, μέσω της μυθικής «Κυβέλης»- συμβόλου της μεγάλης ποίησης, έλεγε ότι ουσιαστικά ο «εχθρός» του αληθινού ποιητή «δεν μπορεί να είναι ο θάνατος. Ο ποιητής δε φοβάται το θάνατο». Ο ίδιος, χρόνια πριν, είχε οικειωθεί, είχε «προενδυθεί» το γεγονός του θανάτου:«Σε λίγα χρόνια θα πεθάνεις κι ο θάνατός σου θα έχει οικτρή αιτία. Θα αρρωστήσεις από μελαγχολία και θα αυτοκτονήσεις». Ο Χειμωνάς πίστευε ότι «ο θάνατος είναι φυσικός η ποίηση είναι υπερφυσική». Οτι «μοίρα του ποιητή είναι η τιμωρία», αφού η μεγάλη δημιουργική «κύηση» για δημιουργούς σαν εκείνον είναι βασανιστική. «Γιατί ο ποιητής δεν έχει δικιά του φωνή και με τη φωνή του μιλάν οι άνθρωποι κι ο κόσμος». Ο Χειμωνάς, που από σεμνότητα και μια αυτοκριτική αμφιβολία για την αξία του έργου του αρνιόταν τον έπαινο ότι «η πεζογραφία του ήταν ποίηση», θεωρούσε ότι «ποίημα είναι ό,τι διά της βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό εχθρό», τη ζωή.
Η ποίηση του έργου του Γ. Χειμωνά πήγαζε από τη μοναχικότητα, την αυτογνωσία, την περηφάνια, την τρυφερότητα, τη φυσική αρχοντιά, τη έμφυτη ευγένεια, τον πόνο των πληγωμένων οραμάτων. Αυτά ήταν «τα άναρθρα», «τα άγνωστα ονόματα» της εύθραυστης ψυχής του. Αυτά «αποφάσισαν» και για τη ζωή του. Μόνη «τιμωρός» παρηγοριά του η τέχνη του. Γιατί «η τέχνη είναι ό,τι απόμεινε από τον θεό. Ας αφήσουμε λοιπόν τους ανθρώπους να έλθουν μόνοι τους προς αυτήν», όπως λέει η « Κυβέλη» στο «δίδυμο αδελφό» της, τον ποιητή «Κωνσταντίνο Λάιο» (διάβαζε Χειμωνάς), στο έργο «Ο εχθρός του ποιητή».
Οραματιστής «χτίστης»
Ο Χειμωνάς γράφοντας τον «Εχθρό του ποιητή» ήλπιζε ακόμα ότι «ο αιώνας θα αγιασθεί από την τέχνη κι ο κόσμος όλος θα αισθανθεί το μεγαλείο της». Γι’ αυτό και νιώθοντας οδύνη με το ευρω-ΝΑΤΟικό μακέλεμα της Γιουγκοσλαβίας, έλεγε: «Χάρη στη “ροδομάγουλη Ελα”, η κλασική βαρβαρότητα βρίσκεται σήμερα στο απόγειό της. Βλέποντας τα ρόδινα μάγουλα του Κλίντον, θυμάμαι τη ροδομάγουλη Ελα στο έργο του Ο’ Νηλ “Ολα τα παιδιά του θεού έχουν φτερά”. Ο θεός για τους Αμερικανούς είναι σαν κάτι ανάμεσα στον Τσάρλτον Ηστον στην ταινία “Μωυσής” και στον Κλιντ Ιστγουντ στην ταινία “Για μια χούφτα δολάρια”. Αυτή είναι η περιβόητη πρόοδος της αμερικάνικης τεχνολογίας: τα φτερά των αγγελικών αμερικανικών παιδιών έχουν γίνει φτερά βομβαρδιστικών. Κανένας δε θα περίμενε- ούτε καν ο Νοστράδαμος- πως αυτός ο αιώνας θα τελείωνε με έναν τρόπο που γελοιοποιεί τόσο γκροτέσκα το ανθρώπινο είδος. Γελοιοποιεί, γιατί το γελοίο είναι η άλλη όψη του τραγικού. Η πιο οδυνηρή και αβάσταχτη. Οι πομπώδεις δηλώσεις, τα παιδαριώδη ψέματα, η καπηλεία της ελευθερίας, της πατρίδας και του έθνους, αποδείχτηκε ότι ήταν ο λεγόμενοςευρωπαϊκός πολιτισμός…».
Ο «λαός» των «χτιστών»
Ο Γ. Χειμωνάς, όμως, βαθιά μέσα του, διαλεκτικά εξετάζοντας το παρελθόν, παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας και την ιστορία του τόπου μας, ποθούσε έναν άλλο «αιώνα», μιαν άλλη κοινωνία. Μιαν «αναγέννηση», μιαν επανάσταση, ξέροντας ότι «κάθε νέα γέννηση έχει κι έναν εχθρό», που δεν είναι εύκολο αλλά πρέπει να αντιπαλέψει. Αυτό ήταν το βαθύτερο μήνυμα του έργου του «Οι χτίστες». Παραθέτουμε ένα απόσπασμα (σ.σ. Ας το διαβάσει προσεκτικά ο αναγνώστης, λαμβάνοντας υπόψη το βάρος της υπάρχουσας στίξης αλλά και την «αόρατη» στίξη στις φράσεις που δεν υπάρχει στίξη):
«Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ. Αρχίζει μία Αναγέννηση. Μια απροσδόκητη Αναγέννηση φύσηξε απότομα πάνω από σφαγές λαών κι αδιάφορη για τις σφαγές. Σαν εξουσία δόξας θα παρουσιαστεί. θα παρουσιαστεί με τη βία όπως η καταστροφή. Εκεί όπου όλα τελειώναν των ανθρώπων. Προτού το τέλος ο κόσμος ετελείωνε αρχινώντας. (…)Η μοίρα των ανθρώπων αντιστέκεται. Η φύση τους συντρίβεται και έτσι ρημαγμένη υψώνεται. Από τη σύμφυση τέλους κι αρχής. Από την εναντίωση των ανθρώπων γεννιέται ο εξής αιώνας οι άνθρωποι όρθιοι. (…)Κρύπτες αθέατου λαού έβγαινε μια βοή (…) Από το βάθος αυτών των ανθρώπων επρόβαλλαν οι οραματισμένοι. Πιο θαρραλέοι πλησίαζαν την άκρη του νερού το ψηλαφάν ευλαβικά με τις παλάμες. Το μελετούν με εκείνα τα αρχαία μάτια των τρελών κι απάγγελναν ορισμούς για το νερό».
Μια γυναίκα από το πλήθος, τις δύσκολες ώρες της «Αναγέννησης» αγωνιώντας ότι «οι άνθρωποι δε θα ενωθούν με τον κόσμο» πεθαίνει. Μια άλλη, όμως, σπαραγμένη, ήξερε ότι «το αληθινό τέλος του πολέμου είναι η δικαιοσύνη». Και μια άλλη, σαν μάντισσα πρόβλεψε:
«Θα έρθει που τα σώματα των ανθρώπων θα συνενωθούν. Το ένα θα κολλά στο άλλο κι ό,τι είναι ανθρώπινο θα στερεωθεί. Θα δημιουργηθεί ένα πελώριο σώμα κοινό. Θα εμφανιστεί ένα καινούριο δέρμα κι ένα καινούριο πουκάμισο δέρματος. Ωκεανός από δέρμα θα σκεπάσει τα ενωμένα σώματα των ανθρώπων. ΟΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΙΣ. Αλλά πριν συντελεστεί η μείξη των σωμάτων ένας μακρύς καιρός θα προηγηθεί. Θα προηγηθούν οι συγκεντρώσεις των ανθρώπων των ανθρώπων. Κατανυκτικές συγκεντρώσεις σε απέραντα τοπία (…) Θα έλεγες πως δεν είναι τοπίο. Είναι μια απέραντη ημέρα. Βαθιά ημέρα μέσα στην αίγλη του ήλιου. (…) Οταν τελειώσει η εποχή των συγκεντρώσεων που θα ονομαστεί. Τότε θα γίνει το ένωμα των ανθρώπων. Διαλύθηκαν οι κατηγορίες των ανθρώπων. Ορύχθηκε ο κόσμος».
Τότε πια, θα φανεί κι «ένας λαός», το «τελευταίο έθνος των ανθρώπων», οι «Χτίστες», για να «ξαναχτίσουν» τη «χώρα που ρημάχτηκε».
Ο Γιώργος Χειμωνάς έγειρε κι εκοιμήθη, αλλά οι μελλούμενοι «χτίστες», σίγουρα, θα του πουν πότε ήρθε η νέα «Αναγέννηση». Θα απαντήσουν στο αγωνιώδες ερώτημά του: « Πόσος καιρός επέρασε από το νερό;»
Αρ. ΕΛ.