Σε ενοχοποιούν
όχι τόσο οι πράξεις σου
σε ενοχοποιούν οι σκέψεις
οι σχέσεις σου
κάτι χαμόγελα που έσβησες
κάτι μαλακισμένες εικόνες που κουβαλάς
σχεδόν ηλιοβασίλεμα. Σε ενοχοποιεί η αθωότητά σου
και αυτά που της χρωστάς.
Κάτι λάθη
και κάτι πάθη. Και έτσι είσαι ζωγραφισμένος
σ’ ένα κόκκινο μπαλόνι που ανεβαίνει
δε μιλάει
ανεβαίνει πάνω απ’ την πόλη. Εσύ Τζιμάκο, πήγες
θα’ φαγες ραδίκια
αλλά τώρα κανείς σας δεν είναι…
Κόμπος πατέρα…
Κι εγώ βρούβες και βρούβες και βρούβες. Και πάλι μάσησα
πως έχω εσάς
να μην κλαίω – και ούτε ΑΝΑ-σφάλειες.Η Κατερίνα είμαι, μωρέ.Πού στην ευχή είσαστε; Πού, ρε;
Το βιβλίο έγραφε ”Ιδιώνυμο” , σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη του θείου, που πάντα σου άρεσε να ψαχουλεύεις.. Εσύ σχεδόν 16 όταν ξεδιπλώθηκε εμπρός σου ο κόσμος της Κατερίνας. Αυτό έκανε εκείνη, που τόσο φοβόταν μη γίνει ποιήτρια, μην κλειστεί στο δωμάτιο ν’ αγναντεύει τη θάλασσα κι απολησμονήσει.. ξεδίπλωνε τον κόσμο της ολάκερο στις γραμμές.
Έτσι πέρασε εκείνη η Κυριακή του χειμώνα, με σένα και την Κατερίνα να..μιλάτε..”Θα ‘ρθεί καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα..Να το θυμάσαι Μαρία..”. Το βιβλίο αγοράστηκε την επόμενη κιόλας μέρα, γιατί έπρεπε να γίνει δικό σου. Έπειτα όλα τα υπόλοιπα..
Αυτή η γυναίκα κάτι είχε συναρπαστικό, ζούσε κι έγραφε όπως έλεγε η ίδια, άφηνε με απλοχεριά στα πόδια σου όλη της την αλήθεια, όσο ζόρικη κι αν ήταν αυτή, την απελπισία και συνάμα την αγωνιστικότητα και την ελπίδα. Η παραδοχή της αδυναμίας των ανθρώπων είναι η μεγαλύτερη τους δύναμη. Τη σκοτεινιά τους αγαπάς, αυτή κρύβει όλο τους το φως. Όσο μεγαλώνεις η Γώγου σε συντροφεύει..σε αγώνες, έρωτες και δρόμους.
Γεννήθηκε το 1940, μωρό μέσα στο φασισμό που τόσο αποστρεφόταν. Από παιδί στα δύσκολα. Θα ανέβει στο σανίδι -παρά την αυστηρότητα του πατέρα της με τον οποίο μεγαλώνει- από πολύ νωρίς. Ένα μικρό αγρίμι στη σκηνή.” Δεν έχω ούτε μια παιδική φωτογραφία που να χαμογελάω”, έλεγε. Κι έπειτα υποδύθηκε “το χαρούμενο δουλικό”- όπως χαρακτήριζε η ίδια τους ρόλους της ή την αλλοπρόσαλη αδερφή, το οργισμένο νιάτο,δίπλα στις ”σταρς” της εποχής.
Καταφέρνει να ξεχωρίσει ακριβώς επειδή δεν την ενδιαφέρει να ξεχωρίσει. Ο Κάρλο Γκολντόνι θεωρούσε πως οι δευτερεύοντες ρόλοι δομούν ένα έργο και μέσα σε αυτούς κρύβεται όλη του η μαγεία. Τα μάτια της Κατερίνας είχαν αυτό, σπιρτάδα και μαγεία.
Συμμετείχε σε πολλές ταινίες («Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο/1959», «Άπονη ζωή/1964», «Δεσποινίς Διευθυντής/1964», «Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα/1965», «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση/1971» κ.ά.). Πρωταγωνίστησε επίσης στις ταινίες «Το & βαρύ πεπόνι» (Π. Τάσιου, 1977) για την οποία κέρδισε το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, «Παραγγελιά» (Π. Τάσιου, 1980 μέρος της ταινίας βασίζεται σε ποιήματά της) και «Όστρια» (Α. Θωμόπουλου, 1984», ταινία για την οποία συνεργάστηκε στο σενάριο. Για την τελευταία έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ερμηνείας και μοιράστηκε το Βραβείο Σεναρίου με τον Α. Θωμόπουλο.
Στα γυρίσματα μια ταινίας θα γνωρίσει τον Παύλο Τάσιο, σύζυγο της και πατέρα της κόρης της Μυρτούς. ”Αγαπηθήκαμε..ε Τάσιε”; θα του γράψει λίγα χρόνια αργότερα.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που σύρθηκε στο τμήμα, ανακρίθηκε κι εξευτελίστηκε. Το 1991 γράφει το γνωστό γράμμα με τίτλο «Ξεχάσατε τον Πετρόπουλο», σαν πράξη αλληλεγγύης στον Κυριάκο Μαζοκόπο και τον ποιητή Γιάννη Πετρόπουλο που βρίσκονταν στη φυλακή.Το γράμμα δημοσιεύεται στην Ελευθεροτυπία.«Από τη στιγμή που δεν μας αφήνουν να φτιάξουμε τη ζωή, θα χαλάσουμε αυτό που υπάρχει και θα βγει το καινούργιο μετά» δήλωνε.
Οι φίλοι της ήταν ”μαύρα πουλιά”. Ο Νικόλας ο Άσιμος, ο Παύλος ο Σιδηρόπουλος κι εκείνη αποτελούσαν την “Καταραμένη Αγία Τριάδα“. Συχνάζει και ζει στα ΕΞάρχεια.
Η ποιητική της συλλογή “Τρία κλικ αριστερά”, που εκδόθηκε το 1978 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, (εκδόθηκε με τη βοήθεια του Νάνου Βαλαωρίτη και στην Αμερική,μεταφράστηκε στα Αγγλικά “Three clicks left” από τον Jack Hirschman και κυκλοφόρησε στην το 1983, από τις εκδόσεις “Night Horn Books” του San Francisco), θα της φέρει δόξα, αναγνωρισιμότητα και χρήματα. Εκείνη τότε είναι μόλις 38 ετών.
Δεν την ενδιαφέρουν στα αλήθεια όλα αυτά. Το άδικο του κόσμου της σκίζει τη σάρκα. Ανήσυχο και ασυμβίβαστο πνεύμα, τάσσεται στο πλευρό των αδικημένων και των περιθωριοποιημένων. Η πένα της έχει ακριβώς αυτό το σκοπό. Να καταγγείλει το σάπιο σύστημα.«Για τον εαυτό μου, από αγανάκτηση για το κακό και από αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή. Αισθανόμουνα μια μουγκαμάρα. Επικοινωνία από πουθενά, από τίποτα. Είχαν πονέσει οι μασέλες μου από το να μη μιλάω. Κι όταν άρχισα να γράφω, νόμισα ότι θα σπάσει το στιλό. Τόσο πάθος είχα γι’ αυτά που ήθελα να πω. Δεν ξέρω πώς γράφουν οι άλλοι. Εγώ ζούσα και έγραφα» όπως έλεγε η ίδια.
Την αποκάλεσαν “Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων”. Μα όπως θα ‘λεγε κι ο αγαπημένος της πρίγκηπας, ο Παύλος ”Τι να τις κάνει τις τιμές τους, τα λόγια τα θεατρικά..”. Οι δικοί της ήρωες είναι αλκοολικοί, επαναστάτες, ασύμβατοι, είναι τα παιδιά που μεγάλωναν στο δρόμο, τα παιδιά που ‘σέρναν οι μπάτσοι για εξακρίβωση, οι πόρνες, οι αντάρτες. Για αυτούς και για την ίδια έγραφε. Κι όταν γεννήθηκε η Μυρτώ, έγραφε και για τη Μυρτώ. Δεν ήθελε να της κάνει κακό.. Ω η Μυρτώ της δεν έπρεπε να μελαγχολήσει όπως η Κατερίνα.
Με το κεφάλι θρύψαλα
από τη μέγγενη των παζαριών σας
την ώρα της αιχμής
και κόντρα στο ρεύμα
θ’ ανάψω μια μεγάλη φωτιά. Κι εκεί θα ρίξω
όλα τα Μαρξιστικά βιβλία
έτσι που να μη μάθει ποτέ η Μυρτώ
τα αίτια του θανάτου μου. Μπορείτε να της πείτε
πως δεν άντεξα την άνοιξη
ή πως πέρασα με κόκκινο
ναι.. αυτό είναι πιο πιστευτό. Με κόκκινο αυτό να πείτε
με κόκκινο..με κόκκινο
αυτό να πείτε… Αυτό είναι πιο πιστευτό
με κόκκινο.. αυτό να πείτε
με κόκκινο, με κόκκινο
αυτό να πείτε.Με κόκκινο, με κόκκινο,
με κόκκινο.
Έγραφε σαν να διαισθανόταν το τέλος. Να το είχε επιχειρήσει ξανά; Να το ήθελε καιρό; Ποιος ξέρει; Δεν άντεχε ίσως άλλο. Ένιωθε σαν αγρίμι παγιδευμένο σε ένα τόσο δα μικρό κλουβί, σε τούτο τον κόσμο. Έπρεπε να δραπετεύσει.Φοβήθηκε φαίνεται μην ‘‘κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες της κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ μαυρίζει χαρτιά και πλασάρει απόψεις. Μην την αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε για να τη χρησιμοποιήσει. Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά της μουρμούρισμα για να κοιμίζει τους δικούς της. Μη μάθει μέτρο και τεχνική και κλειστεί μέσα σε αυτά για να την τραγουδήσουν”.
Κι έφυγε η Κατερίνα εκείνη τη Δευτέρα, 3 του Οκτώβρη σαν σήμερα, μην μπορώντας να αντέξει ούτε μια Κυριακή ακόμη. Κι έφυγε και τραγουδήθηκαν τα ποιήματά της.. Ακόμη κι όταν έφευγε οι φίλοι της τραγουδούσαν, έτσι για το γαμώτο που δεν έζησε..έτσι για να φύγει χαρούμενη. Πάνε 25 χρόνια από τότε..
A ρε Σύντροφε πόσο μας λείπεις…
Ο καιρός σκουλήκιασε
πυρηνικές δοκιμές, λαϊκά μέτωπα,
μπορντέλα και πολυεθνικές,
δεν μας αφήνουνε ν’ αγαπήσουμε.
A ρε Σύντροφε πόσο μας λείπεις…
Τα ξέρεις, τι να σου πω.
Και μετά συνεργαστήκανε.
Στην Κίνα, Γενάρης του `77, σφάζουν εργάτες
A, ρε Σύντροφε γιατί δεν πρόσεχες
γιατί δεν πρόσεχες πιο πολύ;
Εδώ, τα ίδια. Κρύβονται στο καβούκι τους οι άνθρωποι.
Αχ και να `ξερες ρε Σύντροφε τι βαρύ φορτίο κουβαλάμε…
Έτσι καί λίγο φανείς μπόσικος πέρασες απέναντι.
A, ρε Σύντροφε γιατί δεν πρόσεχες
γιατί δεν πρόσεχες πιο πολύ;
A ρε Σύντροφε που δεν πρόδωσες
ζούμε την βαρβαρότητα.