Ίβο Άντριτς – Σαν το παιδί που τραγουδάει στο σκοτάδι
Μερικοί από μας θεωρούν τους μεν δημιουργούς του παρόντος ως βωβούς και απόντες, τους δε του παρελθόντος ως φέροντες τον τίτλο του διάσημου συγγραφέα, και ρίχνουν το βάρος στο ίδιο το έργο τέχνης, πιστεύοντας ότι διαθέτει πιο καθαρή και ανόθευτη φωνή απ’ αυτήν του δημιουργού του.
Ο Ίβο Άντριτς θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Βαλκάνιους και Ευρωπαίους συγγραφείς. Συγγραφέας μεταξύ άλλων του αριστουργηματικού μυθιστορήματος «Το γεφύρι του Δρίνου», είναι ο πρώτος από τα Βαλκάνια που βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1961.
Γεννήθηκε στο Ντοτς της Βοσνίας, κοντά στο Τράβνικ, στις 10 του Oκτώβρη 1892. Από το 1912 σπουδάζει διαδοχικά στα Πανεπιστήμια του Ζάγκρεμπ, της Βιέννης, της Κρακοβίας και του Γκρατς.
Με το ξέσπασμα του Α´ Παγκόσμιου Πολέμου φυλακίζεται από τους Αυστριακούς στο Σπλιτ (1914-1917). Μετά τον πόλεμο διορίζεται στο διπλωματικό σώμα, όπου και υπηρετεί μέχρι το 1941.
Μεταπολεμικά εκλέγεται βουλευτής της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και πρόεδρος της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Λογοτεχνών. Το 1961 του απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας και γίνεται έτσι ο πρώτος Βαλκάνιος συγγραφέας που τιμήθηκε με το βραβείο αυτό.
Έφυγε από τη ζωή στο Βελιγράδι στις 13 του Μάρτη 1975.
Από το FAQ (FREQUENTLY ASKED QUESTIONS) BOOK, τεύχος 3/ 25 Μάρτη 2010, των εκδόσεων Καστανιώτη, μεταφέρουμε την ομιλία του Ίβο Άντριτς στην τελετή απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η επιτροπή Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας, εκπληρώνοντας τα υψηλά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί, απένειμε φέτος το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, εξαιρετική τιμητική διάκριση διεθνούς ακτινοβολίας, σ’ ένα συγγραφέα προερχόμενο από μια χώρα που θεωρείται μικρή. Αποδεχόμενος αυτή την τιμή, θα ήθελα να πως δυο λόγια για τη χώρα αυτή και να προσθέσω μερικές σκέψεις γενικότερου ενδιαφέροντος σχετικές με το έργο του μυθιστοριογράφου στον οποίο απονείματε το βραβείο.
Η πατρίδα μου είναι πράγματι «χώρα μικρή ανάμεσα σε δύο κόσμους» – όπως ορθά επισήμανε ένας συγγραφέας μας – χώρα που με ιλιγγιώδη ταχύτητα και με κόστος μεγάλες θυσίες και υπέρμετρες προσπάθειες αγωνίζεται να αναπληρώσει σ’ όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένου και του πολιτιστικού τομέα, όσα στερήθηκε εξ αιτίας ενός ταραχώδους και οδυνηρού παρελθόντος. Επιλέγοντας τον αποδέκτη αυτού του βραβείου, ρίξατε τους προβολείς στη λογοτεχνική δραστηριότητα αυτής της χώρας ακριβώς τη στιγμή που αρχίζει να κερδίζει την αναγνώριση, χάρη σ’ ένα σημαντικό αριθμό νέων ονομάτων και πρωτότυπων έργων, μέσα από την ειλικρινή προσπάθεια να συνεισφέρει το μερίδιό της στην παγκόσμια λογοτεχνία. Αναμφίβολα η διάκριση ενός συγγραφές προερχόμενου απ’ αυτήν τη χώρα είναι μια πράξη ενθάρρυνσης, και οφείλουμε ευγνωμοσύνη.
Χαίρομαι που μου δίνεται η ευκαιρία, αυτήν τη στιγμή, σ’ αυτό το μέρος, να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου σ’ εσάς, απλά και ειλικρινά.
Το να σας μιλήσω για το έργο του μυθιστοριογράφου που τιμήσατε είναι λεπτό και δύσκολο καθήκον. Πράγματι, πώς είναι δυνατόν να περιμένουμε από ένα συγγραφέα να μας μιλήσει για το έργο του, τη στιγμή που το δημιούργημα είναι κομμάτι του εαυτού του; Μερικοί από μας θεωρούν τους μεν δημιουργούς του παρόντος ως βωβούς και απόντες, τους δε του παρελθόντος ως φέροντες τον τίτλο του διάσημου συγγραφέα, και ρίχνουν το βάρος στο ίδιο το έργο τέχνης, πιστεύοντας ότι διαθέτει πιο καθαρή και ανόθευτη φωνή απ’ αυτήν του δημιουργού του. Η στάση αυτή δεν είναι ούτε ασυνήθιστη ούτε καινοφανής. Ήδη ο Μοντεσκιέ στην εποχή διατεινόταν ότι οι συγγραφείς ποτέ δεν είναι σωστοί κριτές των έργων τους. Μου έρχεται στο νου ο θεμελιώδης κανόνας του Γκαίτε, που είχα κάποτε διαβάσει με θαυμασμό, συμμεριζόμενος κι εγώ την άποψή του: «Καθήκον του καλλιτέχνη είναι να δημιουργεί, όχι να μιλάει». Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση όταν μετά από χρόνια ξαναβρήκα την ίδια σκέψη έξοχα εκφρασμένη από τον μεγαλειωδώς θρηνούντα Αλμπέρ Καμύ.
Στο σύντομο αυτό απολογισμό θα μιλήσω αποκλειστικά, όπως νομίζω ότι αρμόζει, για το μυθιστόρημα και το δημιουργό του. Σε χιλιάδες γλώσσες, απ’ άκρου εις άκρον της γης, εδώ και αιώνες, ξεκινώντας από τις πολύ παλιές ιστορίες που διηγούνταν κοντά στο τζάκι, στις καλύβες, οι μακρινοί μας πρόγονοι, μέχρι το έργο των σύγχρονων μυθιστοριογράφων, που εκδίδεται αυτήν την στιγμή από εκδοτικούς οίκους σε μεγάλες πόλεις σε όλο τον κόσμο, είναι οι ανθρώπινες καταστάσεις που περιγράφονται και που οι άνθρωποι ποτέ δεν κουράζονται να ιστορούν. Ο τρόπος της αφήγησης και η μορφή ποικίλλουν ανάλογα με τη χρονική περίοδο και τις συνθήκες, αλλά η διάθεση για εξιστόρηση παραμένει ίδια: υπάρχει μια συνεχής ροή που ποτέ δεν σταματά. Έτσι θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως, από τότε που η συνείδηση έκανε την εμφάνισή της, το ανθρώπινο είδος διηγείται αενάως την ίδια ιστορία με αμέτρητες παραλλαγές, ακολουθώντας το ρυθμό των παλμών και της ανάσας. Και θα ’λεγε κανείς πως μετά τη θρυλική κι αστείρευτη Σεχραζάντ, στόχος της διήγησης είναι να αποσοβήσει την εκτέλεση, να ανατρέψει την αναπόφευκτη καταδίκη του πεπρωμένου που μας απειλεί, να παρατείνει μια ψευδαίσθηση ζωής και χρόνου. Ή μήπως χρέος του συγγραφέα είναι να βοηθήσει με το έργο του τον αναγνώστη ν’ ανακαλύψει τον εαυτό του; Ίσως να έχει κληθεί να μιλήσει εξ ονόματος όσων δεν έχουν την ικανότητα ή τη δύναμη, τσακισμένοι απ’ τη ζωή, να εκφραστούν. Μήπως άραγε ο μυθιστοριογράφος αφηγείται στον εαυτό του την προσωπική του ιστορία, όπως το παιδί που τραγουδάει στο σκοτάδι για να διασκεδάσει το φόβο του; Ή μήπως τελικά στόχος αυτών των ιστοριών είναι να ρίξουν κάποιο φως στα σκοτεινά μονοπάτια που συχνά μας ρίχνει η ζωή και να μας αποκαλύψουν – γι’ αυτήν τη ζωή που ζούμε στα τυφλά χωρίς συνείδηση – κάτι περισσότερο απ’ αυτό που μέσα στην αδυναμία μας μπορούμε να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε; Έτσι συμβαίνει συχνά τα λόγια ενός συγγραφέα να ερμηνεύουν τις πράξεις μας ή τις παραλείψεις μας, όσα θα έπρεπε ή δεν θα έπρεπε να έχουν γίνει. Μετά απ’ αυτά αναρωτιέται κανείς μήπως η αληθινή ιστορία του ανθρώπου μπορεί ν’ αναζητηθεί σ’ αυτές τις εξιστορήσεις, προφορικές ή γραπτές, και μήπως θα’ πρεπε, έστω και συγκεχυμένα, να συλλάβουμε το νόημα αυτής της ιστορίας – και λίγο μετράει αν η διήγηση τοποθετείται στο παρόν ή στο παρελθόν.
Μερικοί θα ισχυριστούν πως μια ιστορία που αφορά το παρελθόν αγνοεί και εν μέρει περιφρονεί το παρόν. Όμως ένας συγγραφέας ιστορικών διηγημάτων και μυθιστορημάτων δεν θα δεχόταν, κατά τη γνώμη μου, αυτήν την αυθαίρετη άποψη· θα έτεινε να ομολογήσει πως ούτε και ο ίδιος δεν έχει απόλυτη συναίσθηση του πώς και πότε μεταφέρεται από το παρελθόν στο παρόν, πώς καταφέρνει και διασχίζει το κατώφλι των αιώνων με τόση ευκολία, σαν μέσα σε όνειρο. Όμως, στο τέλος, παρόν και παρελθόν στέκονται εμπρός μας με τα ίδια φαινόμενα, τα ίδια προβλήματα. Είμαστε ανθρώπινα όντα, γεννιόμαστε εν αγνοία μας, χωρίς να το έχουμε επιδιώξει. Πέφτουμε στον ωκεανό της ύπαρξης υποχρεωμένοι να κολυμπήσουμε, να υπάρξουμε, ν’ αποκτήσουμε ταυτότητα. Αντιστεκόμαστε στις πιέσεις και στους κραδασμούς που προέρχονται από απρόβλεπτα γεγονότα στη δική μας ζωή ή στη ζωή των άλλων και που συχνά υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας. Και επιπλέον οφείλουμε να αποδεχόμαστε αγόγγυστα τους συλλογισμούς μας για όλ’ αυτά, για το ότι, με μια λέξη, είμαστε άνθρωποι.
Αγνοώντας λοιπόν τη θεωρητική χάραξη ορίων μεταξύ του παρόντος και παρελθόντος, ο συγγραφέας βρίσκεται ενώπιος ενωπίω με την ανθρώπινη κατάσταση, υποχρεώνεται να την παρατηρήσει και να την κατανοήσει όσο καλύτερα μπορεί, οφείλει να ταυτιστεί μαζί της, να της μεταβιβάσει τη δύναμη της ανάσας του και τη θέρμη του αίματος του, να τη μετατρέψει σε ζωντανή πλοκή της ιστορίας που προτίθεται να μεταδώσει στους αναγνώστες του, με τρόπο που το αποτέλεσμα να είναι όμορφο, απλό και πειστικό κατά το δυνατόν.
Πώς προσεγγίζει ο συγγραφέας το στόχο του, με τι τρόπους, με τι μέσα; Για μερικούς αυτό επιτυγχάνεται όταν αφεθεί ελεύθερη η φαντασία, για άλλους μετά από μακρόχρονη προσεχτική μελέτη των κανόνων που παρέχει η ιστορική και κοινωνική εξέλιξη. Μερικοί αφομοιώνουν την ουσία και τα νοήματα παλιότερων εποχών, άλλοι υιοθετούν την περιπαικτική απάθεια του πολυγραφότατου Γάλλου μυθιστοριογράφου που κάποτε είπε: «Το παρελθόν είναι μονάχα ένα σκοινί για να κρεμάσω τα μυθιστορήματά μου». Εν ολίγοις, υπάρχουν χιλιάδες τρόποι και μέσα για να προσεγγίσει ένας συγγραφέας το στόχο του, εκείνο όμως που μετράει αποφασιστικά είναι το ίδιο το έργο.
Ο συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως προμετωπίδα στο έργο του, επεξηγηματική των πάντων, το παλιό ρητό: «Cogitavi dies antiquos et annos aeternos in mente habui» (Συλλογίστηκα το παρελθόν μου και μου έμεινε η αίσθηση του αιώνιου). Αλλά ούτως ή άλλως η ίδια η εργασία του συγγραφέα, με το περιεχόμενό της, προβάλλει αυτήν την ιδέα. Εντούτοις όλ’ αυτά δεν είναι, σε τελική ανάλυση, παρά θέματα τεχνικής και μεθόδου, γοητευτικό πνευματικό παιχνίδι που ελάχιστη συνάφεια έχει με το έργο. Τελικά, μικρή σημασία έχει αν ο συγγραφέας ανατρέχει στο παρελθόν, περιγράφει το παρόν ή βυθίζεται με τόλμη στη θάλασσα του μέλλοντος. Σημαντικότερο όλων είναι το πνεύμα που χαρακτηρίζει το έργο του, το μήνυμα που μεταφέρει στο ανθρώπινο είδος. Και είναι προφανές ότι σ’ αυτό το σημείο δεν μπορούν να ωφελήσουν οι δογματισμοί και οι κανόνες. Ο καθένας οικοδομεί την ιστορία του σύμφωνα με τις εσωτερικές του ανάγκες, σύμφωνα με τις κλίσεις του, έμφυτες ή επίκτητες, ανάλογα με την αντίληψή του και τη δύναμη της έκφρασης που διαθέτει. Ο καθένας αναλαμβάνει την ηθική ευθύνη της ιστορίας του και πρέπει να του παρέχεται η ελευθερία να τη διηγηθεί. Εν κατακλείδι, θα ήθελα να εκφράσω την ελπίδα πως οι ιστορίες που οι σύγχρονοι συγγραφείς αφηγούνται στους σημερινούς αναγνώστες, ανεξάρτητα από τη μορφή και το περιεχόμενο, δεν αμαυρώνονται από το μίσος ή από τον ήχο φονικών όπλων, αλλά έχουν κίνητρο την αγάπη και αποτελούν έμπνευση ελεύθερης και καθαρής διάνοιας – γιατί σκοπός του συγγραφέα και του έργου του είναι να υπηρετήσει, με το δικό του τρόπο, τον άνθρωπο και τον ανθρωπισμό: αυτό είναι το επιστέγασμα όλων κι αυτό είναι το μήνυμα που προσπάθησα να μεταφέρω μέσα από συλλογισμούς που έκανα απ’ αφορμή τη σημερινή τελετή και θα ήθελα, με την άδεια σας, να τελειώσω όπως άρχισα, εκφράζοντας εκ νέου τη βαθιά και ειλικρινή ευγνωμοσύνη μου.
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του Το γεφύρι του Δρίνου (1997), Το χρονικό του Τράβνικ (1999), Η Δεσποινίδα (2001), οι συλλογές διηγημάτων Ταραγμένοι καιροί (2002), Το σπίτι στην άκρη της πόλης (2005), Δίψα (2009) και η νουβέλα Η Καταραμένη Αυλή (2013), όλα σε μετάφραση του Χρήστου Γκούβη. (Τα βιογραφικά στοιχεία από τον Καστανιώτη).