«Κάναμε στο ίδιο κελί…» – Άγνωστες μαρτυρίες συγκρατουμένων του για τον Φώτη Αγγουλέ
Συνολικά σε 15 φυλακές έζησε με σμπαραλιασμένη υγεία για μια 10ετία ο προλετάριος ποιητής και αγωνιστής, ο αλύγιστος κομμουνιστής Φώτης Αγγουλές. Όρθιος και απροσκύνητος, παρά τα βασανιστήρια, τις στερήσεις και τις κακουχίες, δεν υπόγραψε δήλωση «μετανοίας» – αποκήρυξης της ιδεολογίας του και του ΚΚΕ.
Γιούρα, Μακρόνησος, φυλακές Αβέρωφ, Ναύπλιο, Βούρλα, Κόρινθος, Κεφαλονιά, φυλακές Αλικαρνασσού στην Κρήτη, Κέρκυρα… Συνολικά σε 15 φυλακές έζησε με σμπαραλιασμένη υγεία για μια 10ετία ο προλετάριος ποιητής και αγωνιστής, ο αλύγιστος κομμουνιστής Φώτης Αγγουλές (1911-27 Μάρτη 1964).
Όρθιος και απροσκύνητος, όπως βάδισε σε όλη του τη ζωή, βγήκε νικητής κι απ’ αυτή τη δοκιμασία. Παρά τα βασανιστήρια, τις στερήσεις και τις κακουχίες, δεν υπόγραψε δήλωση «μετανοίας» – αποκήρυξης της ιδεολογίας του και του ΚΚΕ.
Από το βιβλίο «Ο Φώτης Αγγουλές – Ποιήματα – Επιλογή» (Σημειώσεις βιογραφικές κ.ά. Έλλης Παπαδημητρίου – Εκδ. Κέδρος. Αθήνα 1981), αντιγράφουμε άγνωστες σήμερα μαρτυρίες συγκρατουμένων του:
Θυμάται ένας σύντροφος απ’ τα Βούρλα:
Είμαστε καθισμένοι στο προαύλιο στα Βούρλα, όταν άνοιξε η εσωτερική σιδερένια πόρτα της ακτίνας και φέραν τους Χιώτες κρατούμενους αντάρτες δεμένους. Προχωρήσανε και περιμένανε άλαλοι να τούς ταχτοποιήσουνε οι φύλακες. Όταν αυτοί απομακρυνθήκανε για να ετοιμάσουν την κατανομή στα κελιά τρέξαμε να βοηθήσουμε. Ξέρουμε τι τραβούνε οι κρατούμενοι στα τμήματα και στις μεταγωγές. Ζητήσανε μόνο νερό να πιούνε. Τότε άκουσα τ’ όνομα του Αγγουλέ, γύρισα και τον είδα σε μιαν άκρη που κάπνιζε συνέχεια — μαυριδερός και μικρόσωμος, εκεί ξαπλώθηκε ήσυχα – ήσυχα και κοιμήθηκε ως το πρωί. Το σημειώνω αυτό γιατί πολλοί τα χάνανε, μάλιστα στην αρχή και η σκέψη της δίκης που ο καθένας δεν τη συζητούσε τού τριβέλιζε το νου του.
Κάναμε 3 μήνες με το Φώτη στα Βούρλα και στη Μακρόνησο. Έμενε πιο πολύ κοντά στους πατριώτες του, τούς έλεγε ιστορίες, τον ακούγανε και περνούσαν ώρες κοντά του, τον συμπληρώνανε, τον διακόπτανε, θέλαν να μην τελειώσει ποτέ. Με τούς Χιώτες ήταν και πολλοί Σαμιώτες και Καριώτες. Μαζευόμαστε και μείς και ακούγαμε, μάς ήταν άγνωστο το κίνημα της Μέσης Ανατολής.
Ποτέ δε μιλούσε στο πρώτο πρόσωπο. Συχνά πάνω στην κουβέντα απάγγελνε στίχους του, δε ρώταγε αν μάς αρέσανε, τούς απάγγελνε σα να μην ήτανε δικοί του. Όλο το διάστημα δε θυμούμαι να γράψει τίποτα.
Θυμάται άλλος σύντροφος απ’ την Κέρκυρα:
Κάναμε στο ίδιο κελί ένα χρόνο, με κανέναν δεν έκανε ο Φώτης τόσον καιρό, ταιριάζαμε σέ πολλά συνήθεια. Καπνίζαμε πολύ, ο ύπνος μας λίγος. Και μου αρέσανε από μικρός τα ποιήματα, δεν τα βαρέθηκα ποτέ, μεγάλη συνεννόηση και με το ζωντανό ποιητή σ’ ένα κελί.
Αυτός σπάνια έπιανε μολύβι και χαρτί, έμενε κουβαριασμένος πολύ ώρα σε μιαν άκρη με τσιγάρο ή αποτσίγαρο στο χέρι, έπειτα έπιανε κι έγραφε βιαστικά όπου εύρισκε. Η γραφή του και πάνω στα κουρελόχαρτα καθαρή, τα γράμματα τυπογραφικά «…να διαβάζουνται με μια ματιά…» και τα ποιήματά του τα ’λεγε «βαρελίσια…» ρετσίνα βαρελίσια να πίνουν πολλοί.
Κι η διάθεσή του πάντα καλή, πρόθυμος σε κάθε αγγαρεία, δε ζητούσε τίποτα, ούτε καμιά διάκριση. Μια φορά εγώ ήμουν άρρωστος, λιγόστεψα το τσιγάρο, μάς μείνανε καμιά εικοσαριά πακέτα για να προσφέρομε. Μια μέρα βλέπω το Φώτη καθισμένο στο κρεββάτι αμίλητο. Είπα χωρίς να δώσω σημασία «…έχομε και κείνα τ’ άχρηστα τσιγάρα…».
—Ποιος τα ’βγάλε άχρηστα;
—Φουμάρεις τέτοια ποιότητα;
—Υπάρχει ποιότητα που να μην τη φουμάρω;
Δηλαδή τόσες μέρες έκανε πως δεν τα ’βλεπε από μεγάλη διάκριση, τέτοιος ήτανε.
Είχε ωστόσο αντίληψη μεγάλη, όλα τα ’πιανε το μάτι του, έβγαζε κι αμέσως κρίση σωστή. Συχνά σατίριζε και τους άλλους και τον εαυτό του: «Φαίνεται ηλίθιος και πιάνουνται οι έξυπνοι σα μύγες σε μυγοπαγίδα…».
Το ένα του μάτι κάπως αλληθώριζε, είχε γεννηθεί με προσωπίδα, του την τραβήξανε απότομα…
Θυμάται κι άλλος:
Ο Φώτης μού έρχεται στο νου μου σαν ένας μικροκαμωμένος άντρας πολύ μαυριδερός γελούσε όμορφα, ήτανε όλος ανθρωπιά.
Στην Αλικαρνασσό είμαστε σ’ ένα κελί με άλλους δυο συντρόφους, ο ένας ο Γιώργος Κ. απ’ τούς Μολάους ξεχώριζε απ’ τη δύναμή του την υπερφυσική σε αντίθεση με το Φώτη που ήταν ο πιο αδύναμος. Ο άλλος συγκάτοικός μας ο Νικόλαος Μ. από ένα ορεινό χωριό της Μυτιλήνης, γιδοβοσκός και αντάρτης δικασμένος σε θάνατο 4 φορές, ο μικρότερος τής φυλακής και μεγάλο πειραχτήρι, τούς τρέλαινε και τούς δυο. Μια φορά είχε φυτρώσει στην έξω αυλή ένα χόρτο από κείνα που τα λένε αγριοβλήτα, είχε γίνει ολόκληρο δέντρο, πάνε οι δυο τους και το ξεριζώσανε, το κουβαλήσανε, γέμισε το κελί πράσινες κλάρες κι ο Γιώργος άρχισε να κόβει βλαστούς. Κι ο Φώτης περνούσε από κελί σε κελί και ειδοποιούσε να βγει ο κόσμος να δει το δέντρο που κουβάλησε ο γίγαντας, «γελάσαμε όλοι» γέλια της φυλακής…
Μια φορά πάλι στο αναρρωτήριο της φυλακής στην Κέρκυρα τού είπα: Όλο το ποίημα σου «Το Στίγμα» και τραγούδια με σημασία πολιτική απαγγέλνουνε οι σύντροφοι… δε φτιάχνεις και κανένα τού σεβντά; «Καλά» και το πρωί μού έδωσε 3 χαρτάκια γραμμένα με μολύβι κοινό και μού λέει «είμαι και λυρικός…». Δεν ξέρω αν τα ’χε έτοιμα ή αν τα έφτιαξε πίτηδες, τα φύλαξα σαν το καλύτερό μου ενθύμιο τής φυλακής. Σε μια μεταγωγή μου όμως τα βρήκε ο αρχιφύλακας και τα πήρε, αντιστάθηκα εγώ, λοιπόν τα ’κανε κομμάτια και τα ποδοπάτησε.
Θυμάται μια συμπατριώτισσά του, αδελφή εκτελεσμένου:
…Όταν τούς φέραν στα Βούρλα εγώ ήμουν στην Αθήνα. Μόλις μάς ειδοποιήσανε πήγα, όμως δεν είχα κανονική ταυτότητα, με φόβο πήγα, με παρακάλια πέρασα στο επισκεπτήριο με τούς τελευταίους που δεν πολυεξετάζανε. Όταν έφτασα μπρος στο σύρμα τη σίτα, είδα πρώτον το Φώτη, η ματιά του ζωηρή μου φώναξε «είμαστε όλοι εδώ…». Φωνάξαν τον αδελφό μου, δε με περίμενε ήταν χλωμός πολύ, άρχισα να σιγοκλαίω, μου λέει «κλαις;» «και συ δεν έκλαιγες όταν ήρθες στο Νοσοκομείο και με είδες…» — πριν λίγο καιρό είχα κάνει εγχείρηση. Έπειτα πηγαίναμε ταχτικά, τούς φέρναμε τσιγάρα, κανένα φρούτο, πολλές φορές μάς διώξανε με κοντακιές και σπρωξιές όταν φέρνανε κι άλλους δεμένους κρατούμενους τα καμιόνια, πολύ άγρια φυλακή.
Ξαφνικά τους μεταφέρανε στη Μακρόνησο, πιστέψαμε πως θ αργήσει η δίκη. Στο διάστημα τούτο είχαν φέρει και τον Παπά Νικολή1 και το Γιώργο Τσ. τραυματίες στη μάχη στο βουνό, τούς νοσηλέψανε και τούς φέρανε για το Στρατοδικείο.
Από κει έλαβα 3-4 γράμματά τους, δικό μου δεν ελάβανε, μάς γράφανε να φροντίσουμε για δικηγόρο κατάλληλο «…ξέρεις εσύ… θα κάνομε μόνοι μας την απολογία μας, ξέρομε, φρόντισε τ’ άλλα ζητήματα…», δηλαδή να βρούμε κανέναν από κείνους που είχαν τα μέσα και με το αζημίωτο — 100 λίρες 200 λίρες και άνω, αναλόγως — γλυτώσανε μερικούς απ’ την καταδίκη σε θάνατο. Εμείς όμως δεν είχαμε δυνατότητες οικονομικές, είμαστε 2 κοπέλες για 3 κατηγορουμένους, καλά – καλά δεν είχαμε ούτε ναύλα, πήγαμε σ’ ένα γραφείο για δάνειο μήπως προλάβουμε να πουλήσουμε κάποιο χωράφι, άδικα πήγαμε.
Τούς φέρανε απ’ τη Μακρόνησο Ιούλιο, η δίκη άρχισε αμέσως, την επισπεύσανε, κράτησε 22 μέρες. Εγώ κάθε μέρα, στο αντικρινό πεζοδρόμιο έβλεπα τις κλούβες που τους φέρνανε και τούς παίρνανε. Βγήκε η απόφαση 13 σε θάνατο, 9 χρόνια ο Φώτης. Είχανε μεσολαβήσει αρκετοί, αν και αυτός δεν έκανε καμιά υποχώρηση.
Πήγα στου Αβέρωφ, τους είδα πάλι όλους, είχα πάει λίγα τσιγάρα «για τούς παμψηφεί» και γελάσαμε, θαρρείς δεν είχαμε ακόμη καλά – καλά καταλάβει… Ρωτώ μάλιστα «ποιοι σάς προδώσανε;». Πάλι ο αδελφός μου γέλασε «Τι θα τούς κάνεις;». Ο Φώτης είπε «…προδότες είναι πολλοί…». Κουβεντιάζαμε θαρρείς, δίπλα μας οι φρουροί βρίζανε και λέγανε λόγια προσβλητικά.
Τελευταία φορά που πήγαμε ο αδελφός μου μια στιγμή βιαστικά είπε το σύντομο ποιηματάκι για τ’ αγριολούλουδα, για μια στιγμή, πες πως είμαστε σε κανένα εξοχικό κέντρο η παρέα μας, ύστερα πάλι όλα θολώσανε, σκοτεινιάσανε τα μάτια μου. Εκείνος μου παράγγελνε πολύ επίμονα «θα ζητήσεις το σημειωματάριο με τα ποιήματα, δεν έχουνε δικαίωμα να μη στο δώσουνε, ακούς;»2. Έπειτα πρόσθεσε «η διαθήκη μου…» μισοεπίσημα μιλούσε, μισοαστεία «…και θα φέρεις αύριο ένα τετράδιο, ακούς, ας μην είναι αύριο επισκεπτήριο, θα πεις στην πύλη πως είναι για τούς μελλοθάνατους, θα το πάρουνε», ύστερα μ’ έδιωξε «φύγε, φύγε…», φύγαμε…
Ξαναείδα το Φώτη την επόμενη Πρωτοχρονιά, πήγα με το έκτακτο επισκεπτήριο στου Αβέρωφ. Βάζανε μέσα τον κόσμο μπουλούκια χωρίς ψάξιμο και χωρίς ταυτότητα, ο αρχιφύλακας με προειδοποίησε «ο Αγγουλές δε δέχεται κανέναν έπισκεπτήριο…», εγώ του λέω «φωνάξτε τον ωστόσο…» μα πού να πω όνομα. Ήρθε αμέσως αγέλαστος αλλά και με φυσικότητα «…περίμενα πως θα κάνεις σήμερα την κουτουράδα…». Λίγα λεπτά μιλήσαμε, στο τέλος μου είπε «…είμαστε πάντα όλοι μαζί…». Μ’ άρεσε ο λόγος του αυτός, έφυγα σαν ξαλαφρωμένη, εξάλλου είχανε όλοι ξαλαφρώσει όταν γλύτωσε αυτός.
1. Και στο τέλος ο παπάς δεν εκτελέστηκε με τούς άλλους, μάλιστα τον υποψιαστήκαμε, τον είχανε πάρει για εξομολόγηση στον παπά της φυλακής την τελευταία νύχτα. Τον ρωτούσανε για κρυμμένα όπλα, για ονόματα, τον πήγανε και τον στήσανε δυο φορές δήθεν για εκτέλεση — όμως δεν άνοιξε το στόμα του. Του βγάλανε τα ράσα, τον ξουρίσανε — ύστερα τα μάθαμε, μετά ένα μήνα τουφεκίστηκε κι ο παπα-Νικολής — λεβεντόπαπας.
2. Το παρακάτω ποίημά του «αγριολούλουδα» που μάς απάγγειλε ο αδελφός μου στο τελευταίο επισκεπτήριο και τ’ άλλο, ήταν στη μέσα τσέπη του σακακιού του που μάς το παραδώσανε μετά — τετράδιο δε μού παραδώσανε.
Ι
Είναι γλυκιά μουσική
το σφύριγμα ενός τραίνου
οι τρίλιες των χελιδονιών
φωνές παιδιών
απ’ το στενό παράθυρο τής φυλακής!
το μακρινό αντίλαλο μας φέρνουν
όπως αργοκυλά η ζωή — μα το δικό μας τραίνο
στο τέρμα βιάζεται να φτάσει
τρεις μέρες απ’ το θάνατό μας απομένουν
ΙΙ
Του τόπου μου αγριολούλουδα
δε θα σας ξαναδώ
μα τ’ απαλό σας άρωμα
θέλει χαιρετισμό…