«Κι εφέτος η πρωτοχρονιά στη φυλακή με βρίσκει…»
Ο Φώτης Αγγουλές βρέθηκε στη φυλακή όπως βρέθηκαν οι χιλιάδες αγωνιστές της Εθνικής μας Αντίστασης. Η κατηγορία σε βάρος του ήταν γελοία και φτιαχτή, όπως ήταν κι όλες oι κατηγορίες των συγκρατουμένων του. Η σύλληψή του προκάλεσε τη διεθνή αγανάκτηση. Την ίδια αγανάκτηση προκάλεσε και στον τόπο του, που γνώριζαν τα αισθήματά του και την αξία του.
«Ο Αγγουλές βρέθηκε στη φυλακή όπως βρέθηκαν οι χιλιάδες αγωνιστές της Εθνικής μας Αντίστασης. Η κατηγορία σε βάρος του ήταν γελοία και φτιαχτή, όπως ήταν κι όλες oι κατηγορίες των συγκρατουμένων του. Η σύλληψή του προκάλεσε τη διεθνή αγανάκτηση. Την ίδια αγανάκτηση προκάλεσε και στον τόπο του, που γνώριζαν τα αισθήματά του και την αξία του. Μα που δυνατότητες κείνο τον καιρό, για να εμποδίσουνε μια ντροπή, όταν στην πατρίδα μας η δικαιοσύνη κυκλοφορούσε σαν μέγαιρα στους δρόμους κρατώντας το σχοινί της κρεμάλας κι όταν κι ο τελευταίος χωροφύλακας, ο πιο άσημος συνεργάτης των κατακτητών, μπορούσε σε μια κόλλα χαρτί να τυλίξει την ανθρωπιά σου, τη ζωή σου, την ελευθερία σου.»
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1956
Κι εφέτος η πρωτοχρονιά, στη φυλακή με βρίσκει,
κι άδειο κανίσκι ειν’ η καρδιά και μαύροι γύρω μου ίσκιοι.
Κι έτσι καθώς σε σκέφτομαι Χαρά που μούχεις λείψει,
μου σιγοτραγουδά η βροχή του σύννεφου τη θλίψη.
Προλετάριος ποιητής και αγωνιστής, κομμουνιστής που υπηρέτησε το λαό και την τέχνη του μένοντας πιστός στα ιδανικά του μέχρι τέλους, ο Φώτης Αγγουλές γεννήθηκε το 1911 στον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Χονδρουδάκης. To 1914, κατά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου με την οικογένειά του εγκαταστάθηκαν στη Χίο ως πρόσφυγες. Έβγαλε μόλις την τρίτη δημοτικού αφού αναγκάστηκε να βγει στο μεροκάματο από μικρός. Δούλεψε ψαράς και τυπογράφος. Στην Κατοχή, με κλονισμένη από τις στερήσεις και κακουχίες υγεία, διέφυγε στην Τουρκία και από κει έφτασε στη Μέση Ανατολή όπου κατατάχθηκε εθελοντικά στα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα.
«Όπου πέρναγε, όπου στεκόταν να πει ένα λόγο, γινόταν αγαπητός, καλοδεχούμενος. Είχε πάντα στα χείλη του τον καλό λόγο, το κατάλληλο για τη στιγμή πάντα έξυπνο ανέκδοτο, και λες πως μοίραζε την ψυχή του, για να λαφρώσει τον γύρω πόνο, που ξεχείλιζε από το κάθε κελί, το κάθε φινιστρίνι, από κάθε πόρτα και ψυχή. Γι’ αυτούς που πήγαιναν να πεθάνουν είχε ένα βαθύ κι απέραντο σεβασμό. Τον θάμπωνε το μεγαλείο τους. Πολλές μέρες μετά από μια εκτέλεση, τον Αγγουλέ τον έβλεπες συνεπαρμένο, σκεφτικό κι αμίλητο. Έπιανε μια γωνιά ή κάνα πεζούλι και προσπαθούσε να μείνει με την εικόνα εκείνου που έφυγε κλεισμένη στην ψυχή, σαν φυλαχτό, σαν αστέρι.»
ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ
Τα κυπαρίσσια της φυλακής μάς στοιχειώνουν.
Φυλαχτείτε από τον ίσκιο τους.
Τ’ ακούμε τις νύχτες ν’ ανεμοδέρνουνται και να κλαίνε:
Δέντρα δεν είμαστε πια. Στα κλαδιά μας
σταυρώσανε την Αλήθεια.
Στον ίσκιο μας βασανίσανε την Αγάπη
και κόψαν της Καλοσύνης τα χέρια.
Μια θλίψη πικραίνει τις ρίζες μας.
Σε τούτο τον ουρανό δεν υπάρχουνε άστρα.
Κάτι κίτρινες φλόγες σαν από θειάφι μονάχα,
κάτι ύποπτα βλέμματα σαν πυρωμένα καρφιά,
κι οι ατέλειωτες νύχτες…
Εδώ η ζωή κι η ποινή είναι ένα.
Κάθε μερόνυχτο που ξοφλάς απ’ την καταδίκη σου
το αφαιράς από τη ζωή σου.
Ε κυπαρίσσια, μην κλαίτε.
Όλοι έχουνε από δυο διπλωμένα φτερά
και κανείς δεν γυαλίζει τις χειροπέδες του.
Τα λιμάνια τους είναι σίγουρα.
Κοιτάξετε τους κυματοθραύστες
που τραγουδάνε απάνω τους οι φουρτούνες.
Κυπαρίσσια, μην κλαίτε.
Για την αντιφασιστική δράση του, ο Φώτης Αγγουλές φυλακίστηκε από τον αγγλικό στρατό και την Ελληνική αστική κυβέρνηση του Καΐρου σε φυλακές της Παλαιστίνης και στη συνέχεια κλείστηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην αφρικανική έρημο, μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες αντιφασίστες αγωνιστές της Μέσης Ανατολής. Το 1945 επέστρεψε στη Χίο.
Στην περίοδο του εμφυλίου κρυμμένος μαζί με τον Μιχάλη Βατάκη (εκτελέστηκε τον Αύγουστο του 1948) σε μια στέρνα στο χωριό Βροντάδο τύπωναν τον παράνομο Τύπο του ΔΣΕ. Πιάστηκε το 1948 και γλίτωσε την εκτέλεση γιατί ξεσηκώθηκε σε υπεράσπιση του σύσσωμος ο λαός της Χίου. Καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλακή.
«Ο Αγγουλές μέσα από τ’ αδιαπέραστα ντουβάρια της φυλακής, χτισμένα με χιλιάδες τόνους ογκολίθια και σίδερο, αφουγκράζεται το μεγάλο δράμα του κόσμου, το μεγάλο άγχος μπροστά στο φάσμα ενός καινούργιου πολέμου, αδυσώπητου, καταστροφικού. Ξέρει καλά τι περιμένει την ανθρωπότητα, αν δεν παλαίψουν oι λαοί για τη σωτηρία τους, αν μόνοι τους δεν βάλουν φραγμό τα στήθια τους, να μποδίσουν τη μεγάλη μπόρα, τη συμφορά που φτάνει και που τα μαύρα σύννεφά της βάρυναν κιόλας σαν κρεμαστά μολύβια, στον ορίζοντα του κόσμου και της ζωής. Κι έτσι τον καινούργιο χρόνο (1957) — κι αυτόν στη φυλακή — τον υποδέχεται με μια ιαχή Ειρήνης, που αντηχεί σαν φωνή χαράς κι ελπίδας για τον μεγάλο πόθο του κόσμου.»
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1957
Χρόνε καινούργιε, φέρε μας μαζί σου την Ειρήνη.
Φέρε στην Κόλαση ένα φως, στην έρημο μια κρήνη.
Φέρε της γονιμότητας το σπόρο μέσ’ στη μήτρα
της γης, που οι σπόροι καίγουνται χωρίς να βγάλουν φύτρα.
Κοίτα, στον πόλεμο η ζωή κάψαλο μαύρο εγίνη,
κι άλλο από σένα δεν ζητά, παρά μονάχα Ειρήνη.
Ειρήνη σ’ ό,τι ζει κι ανθεί, σ’ ό,τι πονεί και φθίνει,
στο χωρισμό, στον έρωτα, στα πάθη. Ερήνη. Ειρήνη.
Στη μάνα πάνω απ’ τ’ άρρωστο παιδί της που αγρυπνά,
στη μοναξιά του εξόριστου, στου σκλάβου το βραχνά,
στ’ αγνά στηθάκια του παιδιού που νηστικό έχει μείνει,
στα μαύρα τα γεράματα, στ’ άχαρα νιάτα. Ειρήνη.
Στου στρατοκόπου το ραβδί, στου ανήμπορου την κλίνη,
στις νύχτες του κατάδικου, Ειρήνη, Ειρήνη, Ειρήνη,
για να βρει, χρόνε, κι η χαρά, σαν θα θελήσει να ’ρτει,
να ’ναι ανοιχτό το σπίτι μας κι ο κήπος δίχως φράχτη.
Με κατεστραμμένη υγεία και μετά τη φυλακή ο Φώτης Αγγουλές παρέμεινε ακλόνητα πιστός στα ιδανικά του. Ξεψύχησε πάμφτωχος, στο πλοίο της γραμμής Χίος-Πειραιάς στις 28 Μάρτη του 1964. Κυκλοφόρησαν οι συλλογές του: «Ο λαός της πατρίδας μου» (λαογραφικά για τον Τσεσμέ – 1931), «Φωνές», «Οπτασίες στην έρημο», Φλόγες του δάσους», «Εντελβάις», «Πορεία μέσα στη νύχτα» (1958), «Φουτσιγιάμα» (1963). Ποιήματα του μεταφράστηκαν σε διάφορες χώρες, όπως στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Σοβιετική Ένωση, την Πολωνία, τη Βουλγαρία και αλλού.
ΜΗΝ ΚΑΡΤΕΡΑΤΕ
Μην καρτεράτε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή,
μήδ’ όσο στην κακοκαιριά
λυγά το κυπαρίσσι.
Έχουμε τη ζωή πολύ
πάρα πολύ αγαπήσει.
-Το ένθετο κείμενο από το βιβλίο του Γιώργη Σιδέρη «Φώτης Αγγουλές», εκδόσεις Κέδρος (1981).
-Τα ποιήματα του Φώτη Αγγουλέ από την έκδοση της Σύγχρονης Εποχής (2011), που βασίστηκε στην αντίστοιχη του εκδοτικού Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, του 1964, στην πολιτική προσφυγιά.
-Η φωτογραφία με τον Αγγουλέ πίσω από τα κάγκελα της φυλακής από το Αρχείο Τρ. Μυλωνά.
-Η φωτογραφία με τον ποιητή να χαμογελά είναι τραβηγμένη από τον φωτογράφο-φωτορεπόρτερ Στέλιο Κασιμάτη.