Κοινωνικοί προβληματισμοί στα έργα του Αντόν Τσέχωφ
Παρότι ο Τσέχωφ δε θεωρούσε εαυτόν σοσιαλιστή και θεωρείται από πολλούς αναγνώστες τους ως απολίτικος συγγραφέας,είναι φανερό πως υπάρχουν πολλά πολιτικά θέματα στα έργα του. Ζώντας στη Ρωσία κατά την αυτοκρατορική εποχή, δε θα μπορούσε παρά να διαμορφθεί από την κουλτούρα της, που χαρακτηριζόταν από μια καταπιεστική κυβέρνηση και επαναστατικές σοσιαλιστικές ιδέες.
Σήμερα συμπληρώνονται 158 χρόνια από τη γέννηση του σπουδαίου διηγηματογράφου και θεατρικού συγγραφέα Αντόν Τσέχοφ, στο Τανγκαρόγκ της Ρωσίας. Τα έργα του ξεχωρίζουν μέχρι και σήμερα για την γλυκόπικρη ματιά τους στη ζωή, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων στρωμάτων, στην επαρχιακή Ρωσία στο β’μισό του αιώνα. Παρότι ο ίδιος ισχυριζόταν ότι “Ακόμα δεν έχω μια πολιτική, θρησκευτική και φιλοσοφική κοσμοθεωρία-την αλλάζω κάθε μήνα-κι έτσι πρέπει να περιοριστώ σε περιγραφές του πώς οι ήρωες μου ερωτεύονται, παντρεύονται, γεννούν, πεθαίνουν και πώς μιλούν”, το έργο του δεν έμεινε ανεπηρέαστο από τα ιδεολογικά ρεύματα που κυκλοφορούσαν στην εποχή τους, περιλαμβανομένων των ανερχόμενων σοσιαλιστικών ιδεών, ούτε ο ίδιος αδιάφορος μπροστά στην καταπίεση του τσαρικού καθεστώτος. Μια ιδέα για την επιρροή των κοινωνικών συνθηκών της Ρωσίας στα έργα του Τσέχοφ μας δίνει το παρακάτω άρθρο του Jamie Snytte, με τίτλο “Η επίδραση της Ρωσίας στα θέματα του Τσέχοφ”, εκτεταμένα αποσπάσματα του οποίου μεταφράζουμε σήμερα. Παρότι ο συγγραφέας δε διεκδικεί δάφνες μαρξιστικών και γενικότερα φιλοσοφικών γνώσεων, αφού μεταξύ άλλων παρουσιάζει ένα μέτρο αστικού εκσυγχρονισμού όπως την κατάργηση της δουλοπαροικίας ως…σοσιαλιστικό, θέτει κάποιους ενδιαφέροντες προβληματισμούς για την έμμεση επιρροή των σοσιαλιστικών ιδεών στο έργο του, ενώ περιγράφει και την βαθιά αντιπάθεια του Τσέχωφ προς τον τσαρισμό.
Για να ορίσουμε έναν άνθρωπο, πρέπει να λάβουμε υπόψη όλες τις επιρροές που επιδρούν πάνω του. Αυτό περιλαμβάνει τον προκαθορισμένο γενετικό του κώδικα και την ικανότητά του να δημιουργεί τις δικές του αξίες βασισμένος σε εξωτερικές επιδράσεις και το περιβάλλον του. Στην πιο βασική της μορφή, από εκεί πηγάζει η διαμάχη φύσης εναντίον ανατροφής. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που επηρεάζει έναν άνθρωπο είναι η κοινωνία στην οποία ζει και η πολιτική της δομή. Ως συγγραφέας, γιατρός και θεατρικός συγγραφέας, ο Άντον Τσέχωφ έζησε κατά τη διάρκεια της προεπαναστατικής φάσης της Ρωσίας κατά τον όψιμο 19ο αιώνα […]Για το λόγο αυτό είναι εξέχουσα η παρουσία πολιτικών και φιλοσοφικών θεμάτων, από πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την εποχή του Τσέχωφ στο έργο του. Η σοσιαλιστική ιδέα πως η πρόεδρος επιτυγχάνεται μέσω πάλης διερευνάται στη ζωή των καλλιτεχνών στο θεατρικό του “Ο Γλάρος”, ενώ το τελευταίο του έργο “Ο Βυσσινόκηπος” εξετάζει τις συνέπειες της χειραφέτησης των δουλοπάροικων το 1861. Ο Τσέχωφ εκφράζει ρητά τις πολιτικές του ιδέες περί ελευθερίας στη συλλογή μη μυθιστοριογραφικών επιστολών του “Επιστολές του Άντον Τσέχωφ”.
Ο Τσέχωφ έζησε στον καιρό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, επί Αλεξάνδου Β’, την περίοδο πριν την επανάσταση και την κομμουνιστική κυβέρνηση του Λένιν. Ωστόσο, οι σοσιαλιστικές ιδέες του Καρλ Μαρξ και του συγχρόνου του Φρίντριχ Ένγκελς είχεαν ήδη αναπτυχθεί ή βρίσκονταν εν εξελίξει. Οι ιδέες του Μαρξ είχαν συναντηθεί με πολλές του Γερμανού φιλοσόφου Γκέοργκ Βίλχελμ Χέγκελ και είχαν εξελιχθεί μετέπειτα στα θεμελιακά στοιχεία του μαρξισμού. Μια βασική σοσιαλιστική ιδέα που πιστώνεται στο Χέγκελ είναι η θέαση της ιστορίας “ως ιστορίας της ανθρώπινης εργασίας και πάλης”. Το χάσμα μεταξύ των δύο [φιλοσόφων] βρίσκεται στις λετπομέρειες αυτής της πάλης: εκεί που ο Χέγκελ την έβλεπε ως πνευματική πάλη, ο Μαρξ τη θεωρούσε πάλη ενάντια σε έναν εχθρικό κόσμο. Εκεί που ο Χέγκελε έβλεπε έναν προσωπικό αγώνα, που οδηγούσε σε ανάπτυξη, ο Μαρξ έβλεπε μια ταξική πάλη που οδηγούσε σε οικονομική ισότητα. Στο “Γλάρο”, ο Τσέχωφ ενσαρκώνει αυτή τη σοσιαλιστική ιδέα στην πρωταγωνίστρια του Νίνα, μια επίδοξη ηθοποιό από τη Ρωσική ύπαιθρο. Σε όλο το έργο, η Νίνα οποία εξελίσσεται από χωριατοπούλα του αγροκτήματος σε αφοσιωμένη περιοδεύουσα ηθοποιό. Η κατάσταση της Νίνας είναι αντιπροσωπευτική της καταπίεσης του ρωσικού λαού κάτω από τη ρωσική αυτοκρατορία και τους τσάρους της, καθώς “ο πατέρας και η μητριά της την παρακολουθούν τόσο στενά”, ώστε για τον αγαπημένο της Κωνσταντίν είναι σαν “να την κλέβει από μια φυλακή για να την πάρει μακριά απτο σπίτι”. Με βάση τη φιλοσοφία του Μαρξ και του Ένγκελς, που εφαρμόζει εδώ ο Τσέχωφ, για να κάνει αυτή τη μετάβαση κι έτσι να προοδεύσει, η Νίνα πρέπει πρώτα να περάσει μέσα από μια σύγκρουση. Στη δεύτερη πράξη του έργου, η Νίνα ερωτεύεται ένα διάσημο συγγραφέα, τον Μπόρις Τριγκόριν, τερματίζοντας τη σχέση της με τον Κωνσταντίν και προκαλώντας του έτσι βαθιά κατάθλιψη, από την οποία και η μεγαλύτερη επιτυχία δε μπορεί να τον λυτρώσει. Ανάμεσα στην τρίτη και τέταρτη πράξη η Νίνα στα αλήθεια δοκιμάζεται: Μετακομίζει στην πόλη για να κηνυγήσει την καριέρα της ως ηθοποιού, συνάπτει σχέση με τον Τριγκόριν μένει έγκυκος και μετά τη γέννα, το μωρό πεθαίνει. Όπως θα πρότειναν οι Μαρξ και Ένγκελς, η Νίνα προόδευσε μέσω των δυσκολιών της. Έχει εξελιχθεί στο βαθμό που, στην τελευταία πράξη, έρχεται για να διευθετήσει τις εκκρεμότητες με τον Κωνσταντίν, που παρά τον αγώνα του δεν έχει προοδεύσει (όπως δείχνει η αυτοκτονία του παρά την επιτυχία του), κάτι που καθιερώνει την εξέλιξη της Νίνας. Καθώς αποπειράται να λύσει τα ζητήματα με τον πρώην εραστή της, το γεγονός πως ξέρω ότι “θα νιώσει καλύτερα μετά από αυτό” επιβεβαιώνει μια για πάντα την πρόοδο της μετά τον αγώνα της.
Ενώ οι ιδέες του μαρξισμού και του κομμουνισμού εκφράζονται στο “Γλάρο”, η εφαρμογή και οι συνέπειες τους διερευνώνται στο “Βυσσινόκηπο”. Το τελευταίο έργο που έγραψε ο Τσέχωφ πριν το θάνατό του το 1904, παρακολουθεί τη Λιούμπα Ρανέφσκυ στο ταξίδι πίσω στην πατρίδα της τη Ρωσία. Μόλις επιστρέφει σπίτι, ανακαλύπτει ότι έχει ένα μεγάλο χρέος να εξοφλήσει και η πώληση της περιουσίας της, του μεγαλύτερου βυσσινόκηπου της Ρωσίας, είναι ο μόνος τρόπος να το ξεπληρώσει. Ένας επιχειρηματίας και πρώην χωρικός, ο Γιερμόλαι Λοπάκχιν, προτίθεται να τη σώσει από την πώληση της ιδιοκτησίας της. Στο τέλος του έργου, ο Λοπάκχιν αγοράζει την περιουσία σε δημοπρασία, αναρριχώμενος από την αγροτιά στην αστική τάξη. Ο Πιοτρ Τροφίμωφ, ένας 30χρονος φοιτητής χρησιμοποιείται στο έργο ως εκφραστής των σοσιαλιστικών ιδεών. Ο Τροφίμωφ δε νοσταλγεί το παρελθόν της Ρωσίας, όπως κάνει ο Ρανέφσκυ με συντηρητικό τρόπο, αλλά αντίθεται βλέπει μπροστά προς την πρόοδο. Ο Τροφίμωφ συμπαθεί τους δουλοπάροικους που θεωρεί καταπιεσμένους ακόμα και μετά τη χειραφέτησή τους το 1861. Εκφράζει μια σοσιαλιστική άποψη καθώς καταδικάζει τη Ρωσική διανόηση καθώς είναι “αγενείς στους υπηρέτες και φέρονται στους χωρικούς σα ζώα”. Αυτή η επιθυμία για ισότητα και η αποστροφή για τον καπιταλισμό εκφράζει την άποψη του Μαρξ περί οικονομικής προόδου. Ο Μαρξ πίστευε πως όπως η φεουδαρχία εξελίχθηκε στον καπιταλισμό, έτσι κι ο καπιταλισμός θα εξελισσόταν σε σοσιαλισμό. Αυτή είναι μια βαθιά εξιδανικευτική πίστη και εμπεριέχει υπερβολική εμπιστοσύνη στο εγγενές αίσθημα ηθικής των ανθρώπων. Αυτό φαίνεται και στην ιδέα του Τροφίμωφ για τον Λοπάκχιν: βλέπει έναν άνδρα που έγινε πλούσιος χάρη στη χειραφέτηση των δουλοπάροικων, ένα παράγωγο του σοσιαλισμού, αλλά έγινε καπιταλιστής “ένα αρπακτικό, καταβροχθίζοντας τα πάντα στο πέρασμά του”. […]
Ενώ ο Τσέχωφ αναφέρεται υπαινικτικά στις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες που υπήρχαν στη Ρωσία, στο “Γλάρο” και πιο εκτενώς “Στο Βυσσινόκηπο”, οι πιο ξεκάθαρες αναφορές στην καταπίεση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στους πολίτες της και τη σοσιαλιστική αντίδραση στην τυρρανία της φαίνονται στη συλλογή επιστολών του “Επιστολές του Τσέχωφ σε οικογένεια και φίλους”. Ο Τσέχωφ μας δίνει μια ιδέα της Ρωσίας της εποχής, καθώς γράφει ένα γράμμα στο φίλο του Α.Σ. Σουβόριν, καθώς ταξιδεύει στα νησιά Σακχαλιν μέσω του ποταμού Αμούρ: “Ο πιο ταπεινός κατάδικος αναπνέει πιο ελεύθερα στον Αμούρ, παρά ο υψηλότερος στρατηγός στη Ρωσία”. Καθώς ο Τσέχωφ συγκρίνει το ρωσικό πολιτισμό με εκείνον του Αμούρ, είναι σαφές ότι αναγνωρίζει την αυτοκρατορική παρουσία της χώρας του και την έλλειψη ελευθερίας που αισθάνονται οι πολίτες. Ωστόσο, ο Τσέχωφ όχι απά αναγνωρίζει την κατάστηση στη Ρωσία, αλλά ποθεί και κάτι περισσότερο, βλέποντας πως “οι άνθρωποι του Αμούρ είναι αυθεντικοί, η ζωή τους είναι ενδιαφέρουσα, σε αντίθεση με τη δική μας”. Στη διάρκεια του ταξιδιού του παρατηρεί μια φιλελεύθερη κοινωνία και σχεδόν την αγκαλιάζει, ενάντια στις ρωσικές του ρίζες. Θέτει τα συμφραζόμενα και καταδεικνύει τη ανάγκη αλλαγής στη Ρωσία όταν σε άλλο γράμμα γράφει: “Οι άνθρωπο εδώ δε φοβούνται να μιλήσουν δυνατά. Δεν υπάρχει κανείς να τους συλλάβει και πουθενά να τους εξορίσει, έτσι μπορείς να είσαι όσο φιλελεύθερος θέλεις”. Ο Τσέχωφ δρα ως κοινωνιολόγος, καθώς εξετάζει τις χώρες του Αμούρ και βλέπει τους πληθυσμούς τους, ως “ανεξάρτητους, αυτόνομους και λογικούς” και γράφει με έναν τόνο νοσταλγίας. Ο Τσέχωφ επικρίνει τη ρωσική κυβέρνηση για τη “δυσπιστία της απέναντι στις φυσικές επιστήμες[…] και την επιθυμία της να κάνει την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ακόμα και τη δευτεροβάθμια, προνόμιο των εύπορων τάξεων”. Αυτό που συνάγεται είναι πως έχοντας δει άλλες φιλελεύθερες κοινωνίες στα ταξίδια του, η καταπιεστική κοινωνία στην οποία ζούσε ο Τσέχωφ του φαινόταν ακόμα πιο τυρρανική. Ήταν μόνο στα ταξίδια του που έβλεπε τόση ομορφιά και “τόση απόλαυση που ο θάνατος δεν έχει πια τόσους τρόμους”.
Παρότι ο Τσέχωφ δε θεωρούσε εαυτόν σοσιαλιστή και θεωρείται από πολλούς αναγνώστες τους ως απολίτικος συγγραφέας,είναι φανερό πως υπάρχουν πολλά πολιτικά θέματα στα έργα του. Ζώντας στη Ρωσία κατά την αυτοκρατορική εποχή, δε θα μπορούσε παρά να διαμορφθεί από την κουλτούρα της, που χαρακτηριζόταν από μια καταπιεστική κυβέρνηση και επαναστατικές σοσιαλιστικές ιδέες. Ο Τσέχωφ συμβάλλει σε αυτό το σχήμα, καθώς γράφει υπαινικτικά για σοσιαλιστικά θέματα, κάποτε σε ιστορικά συμφραζόμενα, άλλοτε ως κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, που δείχνουν την επίδραση της χώρας του στη φιλοσοφία του, καθώς επιδιώκει έναν πιο φιλελεύθερο τρόπο ζωής.