«Μη γελάτε! Ο Τζακ Λόντον είναι νεκρός!»
Από τη μία ο συγγραφέας, ο εκφραστής μιας εποχής, από την άλλη ο σοσιαλιστής, που δεν κουράζεται να μιλάει σε συγκεντρώσεις, να συνεπαίρνει τα πλήθη, να καλεί σε επανάσταση…Μπορεί να ζει κανείς μόνος μέσα σ’ έναν ολόκληρο κόσμο τον οποίο ευεργετεί. Τόσο μόνος και τόσο χτυπημένος από τα πάντα, ώστε να σακατεύεται η ψυχή του και να πεθαίνει στα 41 του χρόνια μ’ ένα τραγικό τρόπο…
Σαν σήμερα, στις 22 του Νοέμβρη 1916, έφυγε από τη ζωή ο Αμερικανός σοσιαλιστής συγγραφέας Τζακ Λόντον, από τους πιο σπουδαίους εκπροσώπους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δημιουργός της συγκλονιστικής «Σιδερένιας φτέρνας».
Ο Τζακ Λόντον γεννήθηκε στο Όκλαντ του Σαν Φρανσίσκο, στις 12 του Γενάρη 1876. Από πολύ μικρός θα ριχτεί στη βιοπάλη ασκώντας πολλά επαγγέλματα και «αλητεύοντας», μέχρι να ανακαλύψει τη συγγραφική του φλέβα (τα έργα του – διηγήματα, μυθιστορήματα και πολιτικά δοκίμια – θ’ αποκτήσουν τεράστια εμπορική επιτυχία και θα τον κάνουν διάσημο και πλούσιο) και να στραφεί στο σοσιαλισμό, στρατεύοντας την τέχνη του στο πλευρό των προλετάριων της Αμερικής και του κόσμου ολόκληρου.
Το 1962 θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Γνώμη» το βιβλίο του Ίρβινγκ Στόουν «Ναύτης καβάλλα στ’ άλογο» (μετάφραση Περικλής Ροδάκης). Πρόκειται για τη βιογραφία του σπουδαίου και αγαπημένου και από το αναγνωστικό κοινό στη χώρα μας Τζακ Λόντον, που προλογίζει ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Στον πρόλογό του ο μεγάλος μας ποιητής σκιαγραφεί με γλαφυρές εικόνες την προσωπικότητα του Λόντον. Ας διαβάσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα (διατηρήσαμε την ορθογραφία κατά την αντιγραφή από το βιβλίο):
…Υπήρξε παιδί της Φλώρας Βέλμαν που ποτέ δεν τον κατανόησε και γυιός ενός αξιόλογου ανθρώπου, σκεπτόμενου, του καθηγητή Τσάνεϋ, που δεν τον παραδεχόταν για γυιό του. Ήταν ένας νόθος που ο πατέρας του δεν παραδεχόταν πως ήταν δικό του παιδί, ρίχνοντας την πατρότητά του σε άλλους εραστές της μητέρας του. Με την ψυχή του γιομάτη από έναν ανώτερο κόσμο και γιομάτη από δημιουργική δύναμη ξεκινάει σαν ένα έρημο σπουργίτι. Έλλειψη οικογενειακής ατμόσφαιρας, έλλειψη παντός ηθικού και οικονομικού στηρίγματος μ’ ένα είδος κληρονομημένης – από τη μάννα του – νευρασθένειας που θα χτυπηθεί αργότερα απ’ όλες τις μεριές, ξεκινάει μ’ ένα λόγο από την αθλιότητα. Είναι ένα άνθος, που προσπαθεί να στηρίξει τη ρίζα του και να ανορθώσει το μίσχο του μες απ’ τη λάσπη. Το παιδικό του μυαλό, θα αναρωτήθηκε ασφαλώς πολλές φορές. Θα το κατορθώσει; Είναι έντεκα χρονών και δουλεύει να ζήσει την υποτιθέμενη οικογένειά του. «Σηκωνόταν πριν ακόμη φωτίσει, έπαιρνε τις εφημερίδες και τις μοίραζε στο δρόμο· μετά το σχολείο πήγαινε και μοίραζε σ’ έναν άλλο δρόμο εφημερίδες…Το Σάββατο δούλευε σ’ ένα βαγόνι, που πουλούσε πάγο και τις Κυριακές πουλούσε μικροπράγματα στους δρόμους…Υπόφερνε από μια διαβολεμένη πείνα…Έπιασε μόνιμη δουλειά, σ’ ένα εργαστήρι κοντά στο σταθμό του τραίνου και πληρωνόταν δέκα σέντσια την ώρα. Οι λιγότερες ώρες που δούλεψε ποτέ ήταν 10. Κάποτε δούλευε 18 και 20 ώρες… Έπεφτε στο κρεββάτι στις δωδεκάμισι η ώρα τη νύχτα και στις πεντέμισι η Φλώρα τον σκούνταγε και του τράβαγε τα ρούχα, στα οποία προσπαθούσε με πείσμα ο φουκαράς, να διπλωθεί για λίγο ακόμα. Και τότε η Φλώρα του αναποδογύριζε το κρεββάτι…»
Την τραγικότητά του, τους τραυματισμούς του εκφράζουν τα γράμματά του προς τον καθηγητή Τσάνεϋ – τον πατέρα του – που τον εκλιπαρεί να του γνωρίσει αν πραγματικά είναι αυτός ο πατέρας του. Η ψυχή του θα γλύκαινε αν τον πληροφορούσε κάτι τέτοιο, αλλά ο Τσάνεϋ αρνιόταν επίμονα. Ήταν 21 έτους και αυτό το πρόβλημα τον βασάνιζε, σαν να αισθανόταν μετέωρος, ξένος, ένας άνθρωπος χωρίς ρίζες σ’ αυτό τον κόσμο.
Και δεν θα είχε βρει τίποτα, θα είχε χαθεί ανάμεσα στους μαχαιροβγάλτες του Σαν Φρατζίσκο, αν δεν ανακάλυπτε τον μοναδικό δρόμο που τον περίμενε και που τον αναζητούσε η ψυχή του: το βιβλίο. Τα βιβλία έγιναν από τα πολύ παιδικά του χρόνια οι συγγενείς και οι φίλοι του. Ανακάλυψε τον κόσμο του, έναν σιωπηλό κόσμο, αλλά αρκετά ασφαλή για την λύτρωση και την επιβίωσή του.
Ρίχνεται με πρωτοφανή μανία στη συγγραφή πεζών έργων, έλκεται κυρίως από τον πρωτογονισμό των ανθρώπων, τον απασχολούν κυρίως καταστάσεις και χαρακτήρες λαών ξεκομμένων από τον πολιτισμό, η περιπετειώδης του ψυχή ανακαλύπτει κάποια συγγένεια με τον περιπετειώδη της βίο. Αγωνίζεται μόνος του. Το εξουθενωμένο εργατόπαιδο, ο «πειρατής των στρειδιών», βομβαρδίζει τα περιοδικά με διηγήματα, παλεύει όπως ένας πολεμιστής μπροστά σ’ ένα τρομαχτικό τείχος. Το τείχος θα πέσει, παρά τις καινούργιες ιδέες του που σοκάρουν παρά τα κοινωνικά προβλήματα που α ν α κ ι ν ε ί, παρά την ακάθεκτη σοσιαλιστική επαναστατικότητά του, που εννοεί να την προβάλλει έντονα μέσα σε πολλές από τις αφηγήσεις του. Αναπτύσσει μια διπλή δράση. Από τη μία ο συγγραφέας, ο εκφραστής μιας εποχής, από την άλλη ο σοσιαλιστής, που δεν κουράζεται να μιλάει σε συγκεντρώσεις, να συνεπαίρνει τα πλήθη, να καλεί σε επανάσταση και σε κοινωνική αναδιάρθρωση του κόσμου. Καταχτά τα μεγαλύτερα περιοδικά, τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους, γίνεται πασίγνωστος, τα γραφτά του κατακλύζαν κυριολεχτικά την αγορά. Το πνεύμα του έχει κάτι το αβυσσαλέο, που αναβρύζει αδιάκοπα.
Ανήσυχος, ανυπόμονος, ριψοκίνδυνος κάνει τα πιο παράτολμα όνειρα, σκαρώνει δικό του πλοίο, το «Σνάρκ», για να γυρίσει τον κόσμο, αγοράζει φάρμα, χτίζει ένα ιδεώδες σπίτι, δουλεύοντας σαν σκυλί, ενώ το χέρι της μοίρας δεν αδειάζει από τα βέλη των κεραυνών που σε κάθε του βήμα τα τινάζει απάνω του, διαπερνώντας του τα νεύρα και την ψυχή. Η θάλασσα, η φωτιά, οι άνθρωποι, οι αρρώστιες, τα πάντα τον κυνηγούν. Ζητά να φύγη, ζητά να φτιάξη ένα δικό του κόσμο, περιστοιχίζεται από έναν κόσμο ολόκληρο που ο ίδιος τον συντηρεί, και δεν έχει ούτε ένα φίλο, ούτε μια γυναίκα, ούτε ένα παιδί. Όπως εκλιπαρούσε τον πατέρα του να τον βεβαιώσει πως αυτός ήταν ο πατέρας του, το ίδιο έφτασε να εκλιπαρεί και την κόρη του – που έκανε το παν γι’ αυτή, να τον αναγνωρίσει και να τον αγαπήσει σαν πατέρα της, σαν ένα πατέρα που άξιζε, σαν ένα μεγάλο συγγραφέα, σαν έναν άνθρωπο τέλος γιομάτον καλοσύνη, απλοχεριά και αγάπη για όλο τον κόσμο. Είναι δύσκολο να βρεις ένα δεύτερο φαινόμενο τέτοιου ανθρώπου, που αρκεί να υπέθετε πως ένας γνωστός του δεν έχει λεφτά για να του στείλει ένα τσεκ, ένα τσεκ που ο άλλος θα το δέχονταν μειδιώντας, ειρωνευόμενος την τρέλλα του, την ακατανόητη γι’ αυτόν σπατάλη του. Είχε πονέσει και δεν ήθελε να πονούν οι άλλοι. Έδινε και δεν έπαιρνε. Γράφοντας, δίνοντας, ήθελε να μοιράσει την ψυχή του σ’ αυτόν τον κόσμο.
Το επιμύθιο και το κορύφωμα της τραγικότητάς του είναι ο διάλογος με την Ελίζα, τη μόνη που στάθηκε κοντά του από τα βρεφικά του χρόνια, ένας διάλογος που τον συναντάμε στο τέλος του βιβλίου αυτού. «Ξέρεις Τζακ; Νομίζω πως σε όλη σου τη ζωή ήσουν μόνος…» Κι εκείνος, έκπληκτος: «Πες μου, αλήθεια, πώς το κατάλαβες Ελίζα;» Το πράγμα δεν είναι παράδοξο. Μπορεί να ζη κανείς μόνος μέσα σ’ έναν ολόκληρο κόσμο τον οποίο ευεργετεί. Τόσο μόνος και τόσο χτυπημένος από τα πάντα, ώστε να σακατεύεται η ψυχή του και να πεθαίνει στα 41 του χρόνια μ’ ένα τραγικό τρόπο…
Στο βίντεο που ακολουθεί εμφανίζεται ο Τζακ Λόντον στο κτήμα του, στο Γκλεντ Έλεν. Χαμογελαστός, με τη σύζυγό του, ποζάρει μπροστά στο φακό της κινηματογραφικής μηχανής τρεις μέρες πριν το θάνατό του και τίποτα δεν προμηνύει τον τραγικό τρόπο με τον οποίο θα τερματιστεί η ζωή του.
Ο Ίρβινγκ Στόουν γράφει στο βιβλίο του «Ναύτης καβάλλα στ’ άλογο», για τις τελευταίες ώρες και τον θάνατο του Τζακ Λόντον:
…Την Τρίτη 21 του Νοέμβρη 1916 κανόνισε να φύγει την επόμενη για τη Νέα Υόρκη και γι’ αυτό κάθησε μέχρι τη μία και συζητούσε ήρεμα με την Ελίζα. Της είπε ότι θα σταματούσε στο Σικάγο, θα έπαιρνε μερικά είδη που χρειαζόντουσαν στο χτήμα και θα τα φόρτωνε για το Γκλεν Έλεν. Η Ελίζα συμφώνησε να πάει στην αγορά του Πέντλεσον του Όρεγκον για να κοιτάξει μπας και βρει κανένα κοντοκέρατο βόδι. Της είπε ακόμα ότι πρέπει να δώσει από ένα ακρ γης σε κάθε οικογένεια να το καλλιεργεί για δικό της λογαριασμό και πάνω του να χτίσουν και από ένα σπιτάκι. Της είπε να διαλέξει το μέρος όπου θα χτίζαν το κοινοτικό σχολείο και να ψάξει να βρει ένα δάσκαλο. Και τέλος της είπε να διαλέξει και το μέρος που θα χτίζαν την κοινοτική αποθήκη. Όλα αυτά δείχνουν τη φιλοδοξία του να πραγματοποιήσει όλα τα σχέδιά του για το χτήμα του, να το κάνει αυτάρκες και να μην αγοράζουν τίποτα άλλο έξω από αλεύρι και ζάχαρι.
Όταν αποφάσισε να παέι για ύπνο κατέβηκαν μαζί με την Ελίζα στο μεγάλο χωλ που οδηγούσε στο εργαστήρι του. Η Ελίζα τού είπε: «Όταν θα γυρίσεις θα έχω χτίσει όλες τις αποθήκες και το σχολείο και θα έχω βρει και το δάσκαλο. Θα κάνουμε αίτηση στην κυβέρνηση για την εγκατάσταση τμήματος ταχυδρομείου. Θα φτιάξουμε και μια σημαία και έτσι θα έχουμε μια μικρή πόλη που θα την ονομάσουμε «Ανεξαρτησία». Ο Τζακ ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της την κούνησε δυνατά και της είπε: «Πήγαινε για ύπνο γριούλα». Και πήγε στο δωμάτιό του. Η Ελίζα πήγε κι’ αυτή να κοιμηθεί.
Στις εφτά το πρωί την επομένη, ο Σεκίν, ο γιαπωνέζος υπηρέτης που είχε αντικαταστήσει το Νακάτα έτρεξε τρομαγμένος στο δωμάτιο της Ελίζας φωνάζοντας: «Κυρία τρέξε. Ο κύριος κάνεις τρέλλες, θαρρείς και είναι μεθυσμένος». Η Ελίζα έτρεξε στο δωμάτιό του και βρήκε το Τζακ να έχει χάσει τις αισθήσεις του. Τηλεφώνησε αμέσως στο γιατρό Άλλαν Τόμψον στο Σονόμα. Ο γιατρός βρήκε το Τζακ σε νάρκωση. Ήταν φανερό πως είχε χάσει τις αισθήσεις του από πολύ ώρα. Στο δάπεδο βρήκε δυό φιαλίδια με την ένδειξη μορφίνη και ατροπίνη. Στο τραπέζι βρήκε ένα χαρτί με κακογραμμένους τους λογαριασμούς της ληθαργικής δόσης του φαρμάκου. Τηλεφώνησε αμέσως στο φαρμακείο του Σονόμα για να προετοιμάσουν ένα αντίδοτο για δηλητηρίαση από μορφίνη και παρακάλεσε το δόκτορα Χαίης να του φέρει ο ίδιος για να τον βοηθήσει. Οι δυό γιατροί κάναν πλύσεις του στομάχου και διέταξαν μασάζ στα άκρα του. Μόνο μια στιγμή σ’ όλη τούτη την προσπάθεια άνοιξε τα μάτια του και μίλησε. Τα μάτια του άνοιξαν σιγά σιγά και τα χείλη του ψιθύρισαν κάτι σαν «Γεια σας». Και ύστερα ξαναβυθίστηκε στο νάρκωμα.
Ο γιατρός Τόμσον γράφει ότι η Ελίζα παρ’ όλο που είχε τσακιστεί από τη στενοχώρια τον βοήθησε σα νοσοκόμα. Και γράφει ακόμα ότι «σε μια συζήτηση που είχε με την Τσάρμιαν Λόντον (στην οποία ο Τζακ το 1911 είχε αφήσει με διαθήκη του όλη την περιουσία του), του είπε ότι δεν πρέπει να ανακοινωθεί πουθενά από τι πέθανε ο Τζακ, αλλά να πουν ότι έπαθε δηλητηρίαση από την ουραιμία. Της εξήγησα ότι είναι αδύνατο να πω αυτό γιατί έχω μιλήσει σε ένα από τα τηλεφωνήματά μου το πρωί και το φαρμακείο έχει ετοιμάσει αντίδοτο δηλητηρίασης από μορφίνη. Δεν είναι δυνατόν να μην πω από τι έπαθε».
Ο Τζακ πέθανε στις εφτά το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Την επομένη το σώμα του μετεφέρθη στο Όακλαντ όπου το φρόντισαν η Φλώρα, η Μπέσσι και οι δυό του κόρες. Όλος ο κόσμος έκλαψε το χαμό του. Στην Ευρώπη οι εφημερίδες δώσαν μεγαλύτερο χώρο στην αναγγελία του θανάτου του αυτοκράτορα της Αυστρίας Ιωσήφ, που είχε πεθάνει την προηγουμένη. Την λύπη της Αμερικής την εξέφρασε παραστατικά ο Λούθερ Μπάρμπανκ, ο οποίος αφού πήρε στα χέρια του μια εφημερίδα και είδε την είδηση φώναξε μια ομάδα φοιτητών που πήγαιναν για το Πανεπιστήμιο και χασκογελούσαν: «Μη γελάτε! Ο Τζακ Λόντον είναι νεκρός!» Ο Έντβιν Μάρκαμ τον αποκάλεσε τμήμα της νεότητος και του ηρωικού θάρρους του κόσμου. Ο θάνατός του στέρησε τον κόσμο από τη φλόγα του.
Την ίδια νύχτα το πτώμα του κάηκε και οι στάχτες του επεστράφησαν στο Ωραίο χτήμα. Μόνο δυό βδομάδες πριν σε κάποια στιγμή που ανέβαιναν με την Ελίζα στον υπέροχο λόφο ο Τζακ κοντοκράτησε το άλογό του και είπε: «Ελίζα όταν πεθάνω θέλω να θάψεις τις στάχτες σ’ αυτόν εδώ το λόφο». Και η Ελίζα έβαλε τις στάχτες του μέσα σε ένα κουτί, έσκαψε μια τρύπα στην κορυφή του λόφου, που τον σκιάζουν λογής λογής δέντρα, το έθαψε εκεί μέσα και πάνω έρριξε μια τσιμεντόπλακα. Και δίπλα τοποθέτησε τη μεγάλη κόκκινη πέτρα που αυτός την είχε ονομάσει «Πέτρα που δεν την καταδέχονται οι Χτίστες».
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback