Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Άλλαξε τον κόσμο, το έχει ανάγκη»
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ άφησε σπουδαία παρακαταθήκη πίσω του. Θα τον θυμόμαστε για πάντα ως έναν ακατάπαυστο αγωνιστή, που κατάφερε με την τέχνη του και το παραδειγμά του να διερευνήσει νέα πεδία κοινωνικής χειραφέτησης για τους «σεισμούς που μέλλονται να ’ρθούν». Γεννήθηκε σαν σήμερα στις 10 Φεβρουαρίου του 1898.
Υπήρξε ο άνθρωπος που άλλαξε ριζικά τους θεατρικούς κανόνες και διαμόρφωσε νέα μοτίβα, που έμελλε να μείνουν γνωστά με τον όρο «Επικό θέατρο». Μπόλιασε τους χαρακτήρες του με συνείδηση και αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας και ύστερα τους άφησε μόνους τους να διεκδικήσουν αυτά που τους αναλογούν. Μερικοί είδαν το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια τους, δείλιασαν και κοντοστάθηκαν, ενώ άλλοι κατάφεραν όχι μόνο να βγουν αλώβητοι αλλά και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για έναν καινούργιο κόσμο, με περισσότερη δικαιοσύνη και ελευθερία.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ γεννήθηκε σαν σήμερα στις 10 Φεβρουαρίου του 1898 και αποτέλεσε τον σπουδαιότερο θεατρικό συγγραφέα και δραματουργό του 20ου αιώνα.
Υπάρχουν άνθρωποι που αγωνίζονται μία μέρα και είναι καλοί. Κάποιοι αγωνίζονται για ένα χρόνο και είναι καλύτεροι. Υπάρχουν αυτοί που αγωνίζονται πολλά χρόνια και είναι πολύ καλοί. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που αγωνίζονται όλη τους τη ζωή. Αυτοί είναι οι απαραίτητοι.
Εμπνεύστηκε από τα μεγάλα πανανθρώπινα ζητήματα του καιρού του (και του καιρού μας), φαλκιδεύοντας την αστική υποκρισία, τον μιλιταρισμό και την καπιταλιστική αποχαύνωση. Θέλησε να χειραφετήσει τον θεατή, να τον κάνει να συναισθανθεί όλα εκείνα που διαδραματίζονται πολλές φορές ερήμην του, να κατανοήσει τους μηχανισμούς που κινούν τα νήματα πίσω από τις κουίντες, χωρίς όμως να ηθικολογεί ή να κουνάει το δάχτυλο.
«Δε θέλουμε μόνο το μπάλωμα. Θέλουμε ολόκληρο το ρούχο. Δε θέλουμε μόνο την μπουκιά. Θέλουμε όλο το καρβέλι. Δε θέλουμε μόνο τη δουλειά. Θέλουμε όλο το εργοστάσιο. Το κάρβουνο, το σίδερο, την εξουσία. Αυτά είναι που θέλουμε. Αλλά εσείς τι μας δίνετε;», θα αναρωτηθεί στο θεατρικό του η «Μάνα», αποδεικνύοντας τον ασυμβίβαστο και επαναστατικό χαρακτήρα των έργων του.
Επηρεασμένος φανερά από τον διαλεκτικό υλισμό, θα εγκιβωτίσει στα έργα του πλείστες όσες αντιθέσεις, που πάντοτε θα έχουν σαν σκοπό τη διερεύνηση της βέλτιστης λύσης, μιας ανώτερης εναλλακτικής επιλογής που θα καλύπτει με πληρότητα τις σύγχρονες ανάγκες και θα στοχεύει στην αρμονική ανάπτυξη του ανθρώπου. Το συναίσθημα θα βρίσκεται συχνά απέναντι στη λογική, με τον ίδιο να επιτρέπει μικρές νίκες εκατέρωθεν.
Το 1926 ήταν η χρονιά που ήρθε ακόμα πιο κοντά στις ιδέες του μαρξισμού, αφού πρώτα είχε προηγηθεί η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1920 και η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία.
«Μπορεί να μη νιώθει ακόμα όλος ο κόσμος τον κομμουνισμό σαν δική του υπόθεση – ωστόσο, υπόθεση του κομμουνισμού είναι ο κόσμος ολόκληρος», θα επισημάνει, μια φράση που εμπερικλείει τόσο όμορφα πόσο δομημένα είχε στο μυαλό την υπόθεση για την οποία πάλευε
Θα στρατευθεί με όλες του τις δυνάμεις στη συγγραφή κειμένων που θα αποκαλύπτουν τη δυσμενή κατάσταση της εργατικής τάξης, προκειμένου να την κινητοποιήσει να δραστηριοποιηθεί για να καλυτερεύσει τις συνθήκες ζωής της με τρόπο μόνιμο και τελεσίδικο. «Σκοπός του θεάτρου μου είναι να ξυπνήσει στον θεατή την επιθυμία να καταλάβει την κοινωνία στην οποία ζει και να μεθοδέψει σε αυτόν το μεράκι να πάρει μέρος στην αλλαγή της», έγραφε.
Αυτοί που είναι εναντίον της πολιτικής είναι υπέρ της πολιτικής που τους επιβάλλεται.
Ο πατέρας του ήταν διευθυντής σε βιοτεχνία χάρτου, κάτι που θα τον κάνει μετέπειτα να δηλώσει: «Σαν πλουσιόπαιδο μεγάλωσα. Οι γονείς μου κολάρο μου φόρεσαν, μ’ έμαθαν υπηρέτες να ’χω και μου δίδαξαν την τέχνη να δίνω διαταγές».
Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου από το 1917 έως το 1921 και στη συνέχεια υπηρέτησε ως νοσοκόμος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε ήταν που ξεκίνησε να γράφει. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του ήταν το «Εγκόλπιο ευσέβειας» και το «Βάαλ» το πρώτο του θεατρικό έργο.
«Γιατί, ρώτησε ο κ. Κ., έγινα εθνικιστής εκείνη τη στιγμή; Γιατί συνάντησα έναν εθνικιστή. Μα γι αυτό ακριβώς πρέπει να εξαλείψουμε τη βλακεία, γιατί κάνει βλάκες κι αυτούς που τη συναντούν»
Από τις ιστορίες του κυρίου Κόυνερ
Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, αυτοεξορίζεται πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και ύστερα στις ΗΠΑ, όπου θα δεχθεί έντονες διώξεις από το μακαρθικό καθεστώς. Μετά το τέλος του πολέμου, θα εγκατασταθεί στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του, Χελένε Βάιγκελ, θα ιδρύσουν το 1949 το Μπερλίνερ Ανσάμπλ.
Ανάμεσα στα σπουδαιότερα έργα του, που έγραψε από το 1937 έως το 1945, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων: «Η Ζωή του Γαλιλαίου» (1937), «Μάνα Κουράγιο» (1939), «Ο Κύριος Πούντιλα και ο δούλος του Μάττι» (1940), «Ο Καλός άνθρωπος του Σετσουάν» (1935-41), «Ο Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία» (1944).
«Όποιος θέλει σήμερα να πολεμήσει το ψέμα και την αμάθεια και να γράψει την αλήθεια, πρέπει να ξεπεράσει τουλάχιστον πέντε δυσκολίες. Πρέπει να έχει το θάρρος να γράφει την αλήθεια, παρόλο, που αυτή παντού καταπνίγεται. Την εξυπνάδα να την ξεχωρίζει, παρόλο, που παντού συγκαλύπτεται. Την τέχνη να την κάνει να λειτουργεί σαν όπλο. Την κρίση να διαλέγει εκείνους, που στα χέρια τους γίνεται αποτελεσματική. Την πονηριά να τη διαδώσει ανάμεσα σ’ αυτούς τους τελευταίους. Αυτές οι δυσκολίες είναι μεγάλες για όσους γράφουν κάτω από ένα φασιστικό καθεστώς, αλλά υπάρχουν και για όσους διώχτηκαν ή κατέφυγαν σαν πρόσφυγες αλλού, ακόμα όμως και για κείνους, που γράφουν στις χώρες της αστικής ελευθερίας», είχε γράψει στο εμβληματικό του κείμενο «Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια».
Έφυγε από τη ζωή στις 14 Αυγούστου του 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο. Έναν χρόνο πριν είχε λάβει το βραβείο ειρήνης του Στάλιν.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ άφησε σπουδαία παρακαταθήκη πίσω του. Θα τον θυμόμαστε για πάντα ως έναν ακατάπαυστο αγωνιστή, που κατάφερε με την τέχνη του και το παραδειγμά του να διερευνήσει νέα πεδία κοινωνικής χειραφέτησης για τους «σεισμούς που μέλλονται να ’ρθούν».
*Ο τίτλος προέρχεται από το θεατρικό έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «H απόφαση» (Die Massnahme, 1930).