Νατάσα Αβραμίδου – Ο πολιτικός Καρυωτάκης

Οι κεραίες του Κώστα Καρυωτάκη είναι ευαίσθητες. Παρακολουθεί τις εξελίξεις και παρεμβαίνει με το έργο του. Είναι ένα κοινωνικοποιημένο άτομο. Ένας ενεργός άνθρωπος. Σαφές παράδειγμα αποτελεί η συνδικαλιστική του δράση, την οποία πλήρωσε και με παρακρατήσεις μισθών και με τις δύο δυσμενείς μεταθέσεις. Στην Πάτρα και στην Πρέβεζα.

Το Σάββατο 2 του Μάρτη 2024, η ΤΕ Πρέβεζας του ΚΚΕ διοργάνωσε στο Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Πρέβεζας «Όαση» μια σημαντική εκδήλωση προς τιμήν του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, με τίτλο «Από χαρτί πλασμένος και από δισταγμό». Αναλυτικά για την εκδήλωση δείτε εδώ:

«Το ΚΚΕ θέλει να φωτίσει αυτό που πραγματικά ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης και όχι αυτό που επικρατεί πως υπήρξε»

Μεταξύ των ομιλητών η Νατάσα Αβραμίδου, φιλόλογος – γενική γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων (ΠΕΦ), η οποία αναφέρθηκε στη σχέση του Κώστα Καρυωτάκη με το συνδικαλιστικό κίνημα, επισημαίνοντας ότι το έργο του ποιητή έχει έκδηλα κοινωνικό και ειδικότερα πολιτικό χαρακτήρα. «Είναι ένα κοινωνικοποιημένο άτομο. Ένας ενεργός άνθρωπος. Σαφές παράδειγμα αποτελεί η συνδικαλιστική του δράση, την οποία πλήρωσε και με παρακρατήσεις μισθών και με τις δύο δυσμενείς μεταθέσεις. Στην Πάτρα και στην Πρέβεζα» επισήμανε στην ομιλία της, που μπορείτε να δείτε-ακούσετε στο ακόλουθο βίντεο:

Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της ομιλία της Νατάσας Αβραμίδου στην εκδήλωση:

Ήταν μια παρέα νέων και, ως επί το πλείστον, νεαρών ποιητών. Τους αποκάλεσαν «καταραμένους», «ντεκαντάνς», «ελάσσονες», «περιθωριακούς» κλπ. Η λογοτεχνική κριτική, με λίγες φωτεινές και καθυστερημένες χρονικά εξαιρέσεις, είτε τους αποσιώπησε, είτε τους υποβάθμισε, είτε τους πολέμησε αδυσώπητα. Για να τους δούμε από πιο κοντά: Ο Κώστας Καρυωτάκης, που θα μας απασχολήσει παρακάτω. Ο Γιαννιώτης ποιητής Γιωσέφ Ελιγιά, μαρξιστής και Εβραίος, που πεθαίνει καταδιωγμένος για τις ιδέες του  στα 29 του χρόνια από τύφο. Ο άλλος κομμουνιστής και νεορομαντικός ποιητής, ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος, που, αφού οργάνωσε το 1921 μία από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις των φυματικών του «Σωτηρία», πεθαίνει λίγους μήνες μετά. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, που στρέφει την πλάτη του στην κοινωνική του καταγωγή, προσφέρεται για  συστράτευση με τον «Ριζοσπάστη», ζητά τον αφορισμό του από την Εκκλησία με επιστολή του στον Αρχιεπίσκοπο, συναναστρέφεται με τον απλό λαό και αυτοκτονεί στην κατοχή εξ αιτίας της πείνας. Λίγο πριν την αυτοκτονία του, χαρίζει στον ΕΛΑΣ Εξαρχείων τα όπλα του πατέρα του. Ο Τεύκρος Ανθίας, άλλος κομμουνιστής ποιητής, κοιμάται στα παγκάκια της Αθήνας. Η φτώχεια τον αναγκάζει από μικρό να βγει στη βιοπάλη και να πουλάει τα ποιητάρικα τραγούδια του στις πόλεις και στα χωριά της Κύπρου.  Η ποιητική συλλογή του  Τα σφυρίγματα του αλήτη  βασίζεται στις προσωπικές του εμπειρίες. Η Μαρία Πολυδούρη και ο Μίνως Ζώτος που πεθαίνουν νεότατοι και φυματικοί. Ο Ρώμος Φιλύρας, ο οποίος  προσβάλλεται από σύφιλη και πεθαίνει στο Δαφνί μετά από 15ετή εγκλεισμό. Κοινό των αναφερόμενων λογοτεχνών είναι η ταύτιση της ζωής τους με την τέχνη και η συσπείρωσή τους γύρω από τις σοσιαλιστικές ιδέες και τα αντιπολεμικά κηρύγματα των περισσότερων από αυτούς(1) με εξαίρεση ίσως την Πολυδούρη και τον Ζώτο.

Μιας και η σημερινή εκδήλωση διοργανώνεται από εσάς, ανθρώπους αγωνιστές, αξίζει να γίνει μια ειδικότερη αναφορά στον Ιωσήφ Ραφτόπουλο, στενό φίλο του Καρυωτάκη, που, όπως ήδη ειπώθηκε, οργάνωσε και πρωτοστάτησε στη μεγαλύτερη διαδήλωση των φυματικών του νοσοκομείου «Σωτηρία», τον Αύγουστο του 1921. Οι ασθενείς καταλαμβάνουν το νοσοκομείο. Την επόμενη μέρα κατεβαίνουν στο κέντρο της Αθήνας κρατώντας μαύρες σημαίες. Κύριο σύνθημα: «Θέλουμε να ζήσουμε». Ο Ραφτόπουλος στην πρώτη γραμμή. Οι διαδηλωτές σπάνε το μπλόκο της Αστυνομίας. Ο Υπουργός υπόσχεται αλλαγή της διεύθυνσης του νοσοκομείου. Οι ασθενείς επιστρέφουν στο σανατόριο.  Προσπαθούν να οργανωθούν σε πανελλαδικό επίπεδο. Ο Ραφτόπουλος, στοχοποιημένος πλέον, δέχεται την επίθεση δυο μπράβων του ιδρύματος. Τον αφήνουν με σπασμένα πόδια να κάνει αιμόπτυση. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τον ποιητή, γιατί πεθαίνει μετά από δυο μήνες, αλλά και η αρχή της οργάνωσης των ασθενών.

Με αυτούς τους ανθρώπους και ομότεχνους επέλεξε να συναναστρέφεται ο Καρυωτάκης. Είναι θαμώνες του υπογείου του «Μπάγκειου», που  συγκέντρωνε όλον τον λαϊκό κόσμο της πλατείας Ομονοίας. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 20. Αυτή η πλατεία είχε πλέον χάσει τον αρχικό κοσμικό χαρακτήρα της και από τη δεκαετία αυτή γίνεται στέκι  ανθρώπων από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και όσων η κοινωνία ξερνά στο περιθώριο. Οι ποιητές αυτοί γνωρίζουν αυτόν τον κόσμο, έχουν την ευαισθησία να τον αφουγκράζονται και προσαρμόζουν τον  ποιητικό λόγο τους στην πραγματικότητα: αποφεύγουν τους πλατειασμούς, τη μεγαλοστομία, τη ρηχότητα του συναισθήματος  και του ρητορισμού της προηγούμενης ποιητικής γενιάς. Ζουν σ’  έναν κόσμο που έχει τελματώσει, έχει απογυμνωθεί από αξίες και ιδανικά. Περιβάλλονται από έναν κόσμο θλιβερό και πένθιμο. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι το 1921 η παιδική θνησιμότητα βρίσκεται στο 24%.(2) Δηλαδή, ένα στα τέσσερα παιδιά παθαίνει από τις συνέπειες της φτώχειας. Η ασχήμια της κοινωνίας  και η παρακμή δεν μπορούν να φτιασιδωθούν. Έτσι, η έκφραση τώρα γίνεται μέσω μιας ποίησης χαμηλότερων τόνων,  μιας ποίησης αντιρητορικής, Υπόστρωμά της είναι το βίωμα που μετουσιώνεται σε τέχνη. Αυτό το βίωμα υποδηλώνεται μέσα από ένα ξεχείλισμα λυρισμού.  Ο ποιητής μέσω της μουσικότητας του στίχου του υποβάλλει ή υπαινίσσεται την ψυχική του κατάσταση, η οποία σχετίζεται με το φθαρτό κόσμο των πραγμάτων. Αυτά τα φθαρτά πράγματα συμβολίζουν/ αφορούν τη (διε)φθαρμένη κοινωνία που  τους περιβάλλει. Αυτή η επίμονη καταγραφή της νοσηρής και αδιέξοδης πραγματικότητας γίνεται με διάθεση να δηλωθεί η αποστροφή του ποιητή γι’ αυτήν.

Η τέχνη, και άρα και η Λογοτεχνία, είναι πολιτική πράξη. Γιατί, πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί η τέχνη που παίρνει θέση σε μία κοινωνική, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα ή που την αγνοεί; Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η τέχνη των νεορομαντικών ποιητών που αναφέρθηκαν. Ωστόσο, σύντομα ο Καρυωτάκης αρνείται την παρηγοριά της παράδοσης και γράφει Τα Ελεγεία και σάτιρες. Η δε σάτιρα,  όπως λέει κι ο πιο αξιόλογος κριτικός του έργου του, ο Τέλλος Άγρας, είναι η σφαίρα, όπου ολιγώτερον από κάθε άλλην, η ποίησις μένει αδιάφορη από τον έξω κόσμο. Κι ο κόσμος είναι ο ρεαλισμός, η κοινωνία, η πολιτική. «Το Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον Κόσμο», ο «Μιχαλιός», η «Ωδή εις Ανδρέαν Κάλβον», «Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον» – ιδού τέσσερα ποιήματα του Κ. εμπνευσμένα από την πολιτική, χωρίς όμως να ξεφεύγουν καθόλου από τα σύνορα της τέχνης. Η σάτιρα δέχεται εντυπώσεις από την Κοινωνία. Έπειτα, χτυπά την κοινωνία.(3) Άρα, μιλάμε πλέον για πολιτική που έχει ως ερέθισμα και ως αποδέκτη την κοινωνία μέσα στην οποία ζει και παρεμβαίνει με την πένα του ο λογοτέχνης. Αν θέλαμε να το διατυπώσουμε κι αλλιώς, με τη σάτιρα υπάρχει κλιμάκωση στην δραστικότητα του πολιτικού ρόλου της τέχνης.

Από τις συναναστροφές του Καρυωτάκη με την παρέα του Μπάγκειου ξεχωρίζει η στενή φιλία του με τον κομμουνιστή ποιητή Ιωσήφ Ραφτόπουλο. Σύμφωνα με την Χριστίνα Ντουνιά, ομότιμη καθηγήτρια του ΕΚΠΑ, υπάρχουν ενδιαφέρουσες αναλογίες στα έργα των δύο φίλων ποιητών καθώς και στην ψυχική τους συγγένεια. Για αυτόν ο Κ. θα γράφει το μοναδικό κριτικό του κείμενο και θα του αφιερώσει το ποίημα «Πολύμνια». Όσον αφορά το κριτικό κείμενο, γράφεται για τα σοσιαλιστικά και αντιμιλιταριστικά ποιήματα του Ραφτόπουλου, σε μια εποχή που ως δημόσιος υπάλληλος κινδυνεύεις να απολυθείς. Για να εκτιμηθεί αυτή η στάση του Κ., να σημειώσουμε πως δημοσιεύεται σε μια εποχή που ο Κ. Βάρναλης τιμωρείται με εξάμηνη αργία για το περιεχόμενο του έργου του. Άρα, δεν πρέπει να υποτιμούμε και αυτή την παράμετρο, όταν θέλουμε να εκτιμήσουμε τη στάση του ποιητή στα κοινωνικά ζητήματα.(4) Παραθέτω από το βιβλίο της κ. Ντουνιά σχετικά: … μοιράζεται με τους μαρξιστές της μακρινής εκείνης εποχής την ένταση της κριτικής και τη διάθεση της εξέγερσης, μέσα σε έναν κόσμο όπου κυβερνά η ηθική υποκρισία, η έκπτωση των αξιών και η κοινωνική αδικία […] Συγκροτημένο σε σύστημα, με νεανική ζωηράδα, για πρώτη φορά έμπαινε στην κονίστρα το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί του ένα κοσμογονικό νεφέλωμα. Ο Καρυωτάκης δεν το αγνοούσε, μάλιστα για κάποια περίοδο δέχτηκε την επίδρασή του. […] Ο ποιητής Ιωσήφ Ραφτόπουλος, που ήταν η καθημερινή παρέα του, λάβαινε μέρος σ’ αυτήν την κίνηση και μίλαε γι’ αυτήν συχνά και με πάθος […] Η συναναστροφή αυτή μπορεί να μην οδήγησε τον Καρυωτάκη στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος. Ίσως όμως τον βοήθησε να βρει ευκολότερα το δρόμο προς την ποίηση της κοινωνική αμφισβήτησης, μια ποίηση που, έτσι κι αλλιώς, την είχε μέσα του.(5)

Αυτή η αφυπνισμένη συνείδηση συμβάλλει, ώστε να γίνει ο πρώτος Έλληνας ποιητής, του οποίου το έργο έχει έκδηλα κοινωνικό και ειδικότερα πολιτικό χαρακτήρα.(6) Ενδεικτικά να αναφέρουμε τον «Μιχαλιό», που πρωτοδημοσιεύεται στο περιοδικό «Γάμπα», το οποίο εκδίδει για σύντομο διάστημα ο ίδιος, ήδη το 1918, το «Εις Ανδρέαν Κάλβον» και το πεζό  «Κάθαρσις», λίγους μήνες πριν πεθάνει, όπου καταδικάζει τη διοικητική αυθαιρεσία. Και, βέβαια, το «Στο άγαλμα της ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο», όπου στηλιτεύει την μετατροπή του ιδανικού της ελευθερίας σε αντικείμενο αγοραπωλησίας και κέρδους σε χέρια μεταπρατών και οικονομικών συνεταιρισμών. Πέρα από την ευνόητη διαχρονικότητα του ποιήματος να σημειώσουμε πως ο Κ. δεν ξύπνησε ένα πρωί και είπε: τώρα θα γράψω κάτι για τη μις Ελευθερία και την αμερικανική διπλωματία του δολαρίου. Γνώριζε για τη στάση των αμερικανικών πληρωμάτων στη διάρκεια της σφαγής στη Σμύρνη, όπως άλλωστε πολύς κόσμος. Ήταν ενημερωμένος για αυτή την ανάλγητη αλλά ιδιοτελή στάση και των Αμερικανών, όπως και για το γεγονός, πως μόλις τέσσερις μήνες μετά τη σφαγή, τον Δεκέμβριο του 1922, οι Αμερικανοί από κοινού με την Turkish petroleum ανέλαβαν την εκμετάλλευση των πετρελαίων της Μοσούλης, ενώ λίγο αργότερα όλη η εκμετάλλευση πέρασε στους Αμερικανούς.

Οι κεραίες, λοιπόν, του Κ. είναι ευαίσθητες. Παρακολουθεί τις εξελίξεις και παρεμβαίνει με το έργο του. Είναι ένα κοινωνικοποιημένο άτομο. Ένας ενεργός άνθρωπος. Σαφές παράδειγμα αποτελεί η συνδικαλιστική του δράση, την οποία πλήρωσε και με παρακρατήσεις μισθών και με τις δύο δυσμενείς μεταθέσεις. Στην Πάτρα και στην Πρέβεζα.

Η εικόνα, που δυστυχώς ακόμη διδάσκεται και διαχέεται ή, τέλος πάντων,  κυριαρχεί, πως δηλαδή ο Κ. ήταν μισάνθρωπος, θανατόφιλος, εγωπαθής, παραιτημένος ή βαθιά απαισιόδοξος, οφείλεται στον φίλο του Χαρίλαο Σακελλαριάδη, ο οποίος μετά από επιθυμία της οικογένειας του νεκρού ποιητή ανέλαβε να εκδώσει, στα 1938, τα «Άπαντά» του. Στην έκδοση εκείνη, ο Σακελλαριάδης δεν έκανε καμία κριτική παρουσίαση του έργου, αλλά, αντίθετα, για λόγους είτε ιδεολογικούς είτε ιδιοτελείς,  τροφοδοτεί τους επικριτές του Κ. με πλήθος βιογραφικών στοιχείων που συνθέτουν μία εικόνα μιας «κλασικής ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας».(7) Να πούμε εδώ πως έντονα αρνητική κριτική ασκήθηκε στον Κ. από το περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα», για  Τα Ελεγεία και Σάτιρες, όταν ο Κ. βρίσκονταν ήδη με δυσμενή μετάθεση στην Πάτρα, ενώ τον άχαρο ρόλο μιας ειλικρινά άδικης και αβάσιμης επίθεσης, από τις σελίδες του εν λόγω περιοδικού, ανέλαβε ο Βασ. Ρώτας. Ως και για εγωπάθεια κατηγορήθηκε ο Κ. Ο Ρώτας αργότερα θα ενταχθεί στις γραμμές των μαρξιστών.

Σε αυτή μου την ομιλία θα ήθελα οπωσδήποτε να κάνω μία αναφορά σε ένα στοιχείο της προσωπικότητας του Κ. που αφορά την ανθρωπιά του και την αίσθηση της αλληλεγγύης που εκδήλωσε για έναν ομότεχνό του, τον Ρώμο Φιλύρα. Αυτός, εξ αιτίας της σύφιλης, οδηγήθηκε σταδιακά στην τρέλα. Γράφει σχετικά ο Κ. Βάρναλης:  Όταν αρρώστησε, παρουσιάστηκε στην οδό Σταδίου και στο Σύνταγμα σα Ρωμανός Β΄ κι αρραβωνιαστικός της πριγκιπέσσας Ιολάνδης.  Οι ανηλεείς έξυπνοι του καφενείου Ζαχαράτου τόνε βάζανε στη μέση, τον κερνούσανε μια πάστα και του φορούσανε παράσημα και κορώνες από καρτόνι. Διασκεδάζανε εις βάρος της μεγαλύτερης ποιητικής συνείδησης – όπως πιστεύει ο Μαλακάσης.(8)

Σε ένα ποίημα γεμάτο με απόγνωση, από τα τελευταία που έγραψε ο Φιλύρας, πριν νοσηλευτεί στο Δρομοκαΐτειο, όπου θα παραμείνει περίπου 15 χρόνια, με τίτλο «Μοίρα άγει», στέλνει κραυγή απελπισίας:

Ά, στο λαό πώς μ’ έριξεν η μοίρα/Πώς μ’ έκρουσεν στην θείαν ανατροφή

Και μ’ άφησεν ο δύσμοιρος και πήρα/Τη χλεύη, τη βρισιά και τη ντροπή!

Όχλε, λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο,/Πού τη βρίσκεις την κρίση και χτυπάς

Στη ρίζα τον ακόρεστό μου πόθο;/Ά, μαστροπέ, στην άβυσσο με πας!

Σ’ αυτή την ποιητική κραυγή αγωνίας απαντάει με εξίσου παθιασμένη ποιητική φωνή ο Καρυωτάκης στο ποίημα «Υποθήκαι»:

Άσε τα γύναια και το μαστροπό/ Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα./Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,/Κράτησε σκήπτρο και λύρα.

Ο «μαστροπός λαός» των δύο ποιητών δεν ήταν άλλος από την αστική κοινωνία του αδιεξόδου και της παρακμής.  Σε αυτόν τον λαό, τον υποταγμένο, τον δουλοπρεπή ή τον απλώς άβουλο ή παθητικό, αναφέρεται ο Κ. και σε ένα άλλο του ποίημα: Ακούστε πώς «χτυπά» αυτή την ασυνείδητη  μάζα ανθρώπων που όχι μόνο δεν στέκεται κριτικά, αλλά αντίθετα είναι δουλοπρεπής απέναντι σ’ ένα αδίστακτο σύστημα:

Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχὴν ἔχουν αἱ μᾶζαι,
ἰδιοτελῆ καρδίαν,
καὶ παρειὰν ἀναίσθητον
εἰς τοὺς κολάφους…

Θα ήθελα να ολοκληρώσω την ομιλία μου με ένα μη λογοτεχνικό κείμενο του Κ. με τίτλο: «Ανάγκη χρηστότητας». Δημοσιεύτηκε στον Τύπο τον Φεβρουάριο του 1928, με τον επίτιτλο ¨Το δημοσιοϋπαλληλικόν ζήτημα» και την υπογραφή: «Κ.Γ. Καρυωτάκης, Γεν. Γραμ. Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων». Από την αρχή του 1928 γίνονται έντονες ζυμώσεις για έναν πανελλαδικό συντονισμό των δημοσίων υπαλλήλων και την προετοιμασία μιας μεγάλης απεργίας, γιατί οι οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα είναι άθλιες. Να σημειώσουμε εδώ πως γενικότερα, μετά και την άφιξη των προσφύγων η κατάσταση είναι τραγική. Ενδεικτικά μόνο, με στοιχεία του ΕΚΑ από τους 35.000 εργάτες στην Αθήνα οι 20.000 είναι άνεργοι.

Σ’ αυτή την απεργιακή προετοιμασία ο Κ. παίζει έναν ενεργό και δραστήριο ρόλο ήδη από τα τέλη του 1927.  Εκλέγεται  Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών, γιατί  εκτιμήθηκαν από τους συναδέλφους του η εντιμότητα και το θάρρος του.(9) Στα πλαίσια αυτά, πέρα από την καθαρά συνδικαλιστική του δράση, δημοσιεύει το προαναφερθέν άρθρο. Έχει σημασία να επισημάνουμε ότι σε προηγούμενα χρόνια απασχολήθηκε, στα πλαίσια των δημοσιοϋπαλληλικών του καθηκόντων, στην Επιτροπή Αποκατάστασης, Προσφύγων, όπου ιδίοις όμμασι διαπίστωσε ατασθαλίες, κατασπατάληση δημοσίου χρήματος ή κατάληξη χρημάτων που προορίζονταν για τους πρόσφυγες σε τσέπες επιτήδειων. Ήρθε σε σύγκρουση με τη διοίκηση και μετακινήθηκε σε άλλη υπηρεσία. Επίσης, την εποχή που προετοιμάζονταν η απεργία, η κυβέρνηση προσπαθεί να χειραγωγήσει και να τρομοκρατήσει τους δημοσίους υπαλλήλους και γι’ αυτό επικαλείται έναν νόμο του 1922, τον «Περί απεργίας», σύμφωνα με τον οποίο   «οι απεργούντες ή οι παροτρύνοντες εις απεργίαν υπάλληλοι απολύονται δι’ αποφάσεως του Υπουργού επί τρίμηνον προσωρινώς, δύναται δε ο Υπουργός να αναπληρώση τούτους δι’ άλλων, διοριζομένων ανεξαρτήτως προσόντων. «…».(10) Ωστόσο, η Εκτελεστική επιτροπή της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδας, η ΣΔΥΕ, συγκροτεί μία Οικονομική Επιτροπή, προκειμένου αυτή να υποδείξει στην κυβέρνηση τρόπους εξεύρεσης χρημάτων για την ικανοποίηση των οικονομικών αναγκών των υπαλλήλων. Ο Κ. αποτελεί ένα από τα μέλη αυτής της επιτροπής.

Και για να επιστρέψουμε στο άρθρο «Ανάγκη χρηστότητας», το οποίο συντάσσει αμέσως μετά τη συμμετοχή του στην οικονομική επιτροπή. Στο άρθρο αυτό, ο Κ. θεωρεί την δημοσιοϋπαλληλική τάξη αλληλέγγυα προς τα ευρύτερα λαϊκά συμφέροντα. Παρατάσσει μια  σειρά ζευγματικές αντιθέσεις, φανερώνοντας σαφώς με ποιον πόλο της αντίθεσης τάσσεται:

Στους «εκατομμυριούχους» καπνεμπόρους αντιπαραθέτει τους «καπνεργάτας» και τους «μικροτέρους» εμπόρους

Στους «προνομιούχους υπαλλήλους», τους «λιμοκτονούντας»

Στην «φοροαπαλλαγή» την «άγρια φορολογία»

Στους «άμεσους φόρους» τους «έμμεσους φόρους».

Θέτει ζητήματα διοικητικής εξουσίας και υπαλλήλων, προσδίδοντας ηθική διάσταση στο θέμα. Ας θυμηθούμε την «Κάθαρσι», μάλλον το τελευταίο πεζό του, όπου ο υπάλληλος έπρεπε να σκύψει και να διαφθαρεί ηθικά για να μπορέσει να σταθεί στον εργασιακό του χώρο.

Προβάλλει απόψεις για κοινωνικοποίηση, για ισομερή κατανομή του εθνικού εισοδήματος, συγχώνευση αστυνομικών τμημάτων (τι ειρωνεία σήμερα εν έτει 2024 συγχωνεύονται νοσοκομεία, πανεπιστημιακά τμήματα και σχολεία). Γενικά, πρόκειται για ένα δυναμικό και διεκδικητικό κείμενο, που φανερώνει την τόλμη του συντάκτη του. Είναι εμφανές πως είναι γνώστης της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης, προβάλλει και ελέγχει τα κακώς κείμενα του κράτους, όπως η φοροδιαφυγή, η εκμετάλλευση των πολλών μέσω των έμμεσων φόρων, τολμάει να ζητήσει την κοινωνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων, το σταμάτημα του ρουσφετιού, της κομματικής συναλλαγής και της διαφθοράς.(11)

Όταν παίρνει και τη δεύτερη δυσμενή μετάθεση ήδη έχει συντελεστεί και στο έργο του η ποιοτική διαφορά. Από την καταγραφή της ζοφερής πραγματικότητας πέρασε στη σάτιρα, από τη σάτιρα στην αισιοδοξία και τώρα από την αισιοδοξία στη διεκδίκηση. Το πιο πιθανό είναι ότι στην Πρέβεζα γράφει το τελευταίο του πεζό κείμενο, το «Κάθαρσις», που αναφέρθηκε μόλις παραπάνω. Πολύ κοντά στην ημερομηνία της αυτοκτονίας του. Σ’ αυτό βλέπει διέξοδο, αισιοδοξεί για την ανατροπή της κατάστασης:

[…]Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.

Κανάγιες!

Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.

Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημιά. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα…

Συνοψίζω με τα λόγια του Γιάννη Παπακώστα:

Παρακολουθώντας από κοντά την πορεία του Καρυωτάκη, βλέπουμε ότι ενώ στην αρχή της λογοτεχνικής του δημιουργίας περιορίζεται στην επισήμανση κάποιων καταστάσεων, κατόπιν προχωρεί στην καταγγελία, για να καταλήξει στο τέλος σε σύγκρουση με την αστική τάξη του καιρού του. Σύγκρουση που δεν περιορίζεται μόνο σε ακαδημαϊκό επίπεδο, αλλά προχωρεί και σε έμπρακτη δραστηριότητα, όπως είναι η αρθρογραφία και η αδιαμφισβήτητη συνδικαλιστική του δράση. Είναι ρεαλιστής στα πλαίσια του κριτικού ρεαλισμού, που χαρακτηρίζει κι άλλους αξιόλογους συγγραφείς, οι οποίοι, χωρίς να διαρρήξουν τις σχέσεις με την κοινωνία της εποχής τους, όπως συνέβη με τον Βάρναλη, όμως δεν συμβιβάστηκαν μαζί της.(12)

Παραπομπές

1.Χριστίνα Ντουνιά, «Η δεκαετία του 1920. Από την ποίηση της παρακμής στην κοινωνική αμφισβήτηση». Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου. Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, επιμ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2012, 79

2.Γιάννης Παπακώστας, Ο πολιτικός Καρυωτάκης, Αθήνα 1992, εκδόσεις Εστία, σελ. 31.

3.Στο: Χριστίνα Ντουνιά, Κ.Γ. Καρυωτάκης, Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης,  εκδόσεις Δοκίμιο- Καστανιώτης, Αθήνα 2000, σελ. 268  και Τέλλος Άγρας, Κριτικά, τόμος Β’, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1983, σελ. 219.

4.Ό.π., σελ. 277.

5.Ό.π., σ.σ 279-280.

6.Γιάννης Παπακώστας, ό.π., σελ. 43.

7.Χριστίνα Ντουνιά, ό.π., σσ. 97-98.

8.Κώστας Βάρναλης, «Ρώμος Φιλύρας», Αισθητικά – Κριτικά Β΄ , Ο Κέδρος, Αθήνα 1981, σ. 223

9.Γιάννης Παπακώστας, ό.π., σελ. 88.

10.Ό.π., σελ. 94.

11.Ό.π., σελ. 86.

12.Ό.π., σελ. 83

Η Κατιούσα ευχαριστεί θερμά την Νατάσα Αβραμίδου για την παραχώρηση του κειμένου

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: