Νίκος Καρβούνης: Η δημοσιογραφία δεν είναι «πρατήριο ειδήσεων»
Σαν σήμερα, έφυγε από τη ζωή ο στοχαστής, διακεκριμένος δημοσιογράφος και ποιητής Νίκος Καρβούνης, στιχουργός του θρυλικού αντάρτικου τραγουδιού «Στ’ άρματα, στ’ άρματα» (Βροντάει ο Όλυμπος…)
Σαν σήμερα, στις 17 του Φλεβάρη 1947, έφυγε από τη ζωή ο στοχαστής, διακεκριμένος δημοσιογράφος και ποιητής Νίκος Καρβούνης.
Ο Νίκος Καρβούνης γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1880. Ολοκληρώνει τη γυμνασιακή του μόρφωση στη Ρουμανία όπου είναι εγκατεστημένος ο επιχειρηματίας πατέρας του και επιστρέφει στην Ελλάδα το 1897. Την επόμενη χρονιά, πρωτοεμφανίζεται στο περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων» με το ποίημα «Βασιλόπιττα» και κερδίζει το πρώτο βραβείο. Το 1907 συμμετέχει στην ομαδική προσπάθεια για την έκδοση του περιοδικού «Ηγησώ», με τους Κ. Βάρναλη, Ν. Λαπαθιώτη κ.ά., το οποίο και διηύθυνε. Παράλληλα βιοποριζόταν σαν υπάλληλος σε εφοπλιστικό γραφείο. Σύντομα το περιοδικό κλείνει και ο Καρβούνης, φεύγει από το εφοπλιστικό γραφείο και μπαίνει πια στη δημοσιογραφία. Στη δημοσιογραφία που τον συναρπάζει.
Εκεί φανερώνεται ο διανοούμενος, ο στοχαστής, ο φιλόσοφος, ο λογογράφος, ο ποιητής και κριτικός, αλλά πρώτα απ’ όλα ο Μαχητής Δημοσιογράφος. Ξεχώριζε για τα πρότυπα κύρια άρθρα του, τις επιφυλλίδες του και τις απόψεις του, είτε αυτές ήταν πολεμικές εντυπώσεις από το Μέτωπο, είτε ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τις χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Το ήθος του, η αψεγάδιαστη ζωή του και το ηθικό του ανάστημα υπήρξαν τέτοια, που κανένας ποτέ δεν μπόρεσε να τον μεμφθεί στο παραμικρό, ακόμη κι ο πιο φανατικός του αντίπαλος.
Μέσα από τις στήλες του «Ριζοσπάστη» και στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», στέκεται δίπλα στους «ταπεινούς και καταφρονεμένους», στους «κολασμένους». Ο αντιφασίστας διανοούμενος, αρθρογραφώντας αποκαλύπτει τον εμπρησμό του γερμανικού Ράιχσταγκ και τα φονικά πογκρόμ των ταγμάτων εφόδου εναντίον των Γερμανών κομμουνιστών. Το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936, τον φυλακίζει και τον εξορίζει στη Γαύδο, για τις κομμουνιστικές και αντιφασιστικές του απόψεις (έγραφε στο «Ριζοσπάστη» με το ψευδώνυμο Κ. Μαυροθαλασσίτης).
Με τον Δημήτρη Γληνό, το δημοσιογράφο Κ. Στούρνα και καμιά εικοσαριά άλλους πατριώτες, ήταν στις πρώτες συλλήψεις που έκαναν οι Γερμανοί το καλοκαίρι του 1941. Μεταφέρεται στο στρατόπεδο της Λάρισας και μετά την αποφυλάκισή του, εντάσσεται στο ΕΑΜ και ανεβαίνει στο βουνό. Αναλαμβάνει το Γραφείο Τύπου στην ΠΕΕΑ και το πρώτο ελεύθερο πρακτορείο ειδήσεων στα ελεύθερα βουνά της Ελλάδας. Η προσφορά του στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ είναι σημαντική, συμμετέχοντας και στις λαϊκές αποστολές, για λογαριασμό του ΕΑΜ σε Αγγλία, Αμερική, Γαλλία και Σοβιετική Ένωση.
Ο μεγάλος στοχαστής προσχώρησε στις γραμμές του λαϊκού επαναστατικού κινήματος, έχοντας ασπαστεί κι αφομοιώσει την επαναστατική θεωρία και τη φιλοσοφία του διαλεκτικού υλισμού την οποία υπηρέτησε πιστά, με το πνευματικό έργο του και την προσωπική του δράση στην υπόθεση της κοινωνικής και πολιτικής απελευθέρωσης της Ελλάδας:
«Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα
που μας εβάραινε θανατερά.
Θέλουμε λεύτερη εμείς Πατρίδα
και Πανανθρώπινη τη λευτεριά».
Το θρυλικό τραγούδι του, συντροφεύει πάντα την εργατική τάξη. Στην Κατοχή όταν ρωτήθηκε από τον δημοσιογράφο Β. Γεωργίου αν γράφει ποιήματα, αποκρίθηκε:
«Κάποτε – κάποτε. Κι αν χρειαστεί, γράφω και θούρια. Το «Βροντάει ο Όλυμπος» ήταν δημιούργημα ενός ξενυχτιού, προϊόν έξαρσης και οργής μαζί. Ήταν τότε, που οι αρχηγοί και αρχηγίσκοι των παλιών κομμάτων, ενώ δεν κουνούσαν ούτε το μικρό δαχτυλάκι τους και συστήνανε σα γραμμή συμπεριφοράς απέναντι στους φασίστες κατακτητές την αναμονή, θέλησαν να εκμεταλλευτούν τη δύσκολη κατάστασή μου. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, με κάλεσε να μιλήσουμε. Όταν, αντί να τα βάλει με τους κατακτητές έστρεψε τα πυρά του στο οργανωμένο επαναστατικό και απελευθερωτικό κίνημα και μου έκανε ανεπίτρεπτους υπαινιγμούς γύρω από τη θέση μου, του έδωσα την απάντηση που του χρειαζόταν. Γυρίζοντας σπίτι μου, ήμουν σε τέτοιο βαθμό οργισμένος κι αηδιασμένος από τη στάση του και γενικά από τη διαγωγή των αστών πολιτικών, που μου ήρθε άμεσα η ανάγκη να αντιδράσω. Δεν έκλεισα μάτι εκείνο το βράδυ. Κάθισα κι έγραψα τους στίχους και την ίδια νύχτα, κατά τα ξημερώματα, σύνθεσα και τη μουσική του. Το πρωί το έδωσα σ’ ένα γνωστό μου νέο να το κυκλοφορήσει ανώνυμα».
Το φθινόπωρο του 1946, στο θέατρο «Κεντρικό» γίνεται το πολιτικό μνημόσυνο του δολοφονημένου δημοσιογράφου του Ριζοσπάστη, Κώστα Βιδάλη. Ένας από τους βασικούς ομιλητές, ήταν ο Νίκος Καρβούνης. Στην ομιλία του, φώτισε πλούσια και μοναδικά το χρέος, την ευθύνη και την αποστολή, που πρέπει να έχει η δημοσιογραφία:
«Ήταν ο Κ. Βιδάλης, ένας δημοσιογράφος αγωνιστής. Πόσες φορές δεν κατηγορήθηκε αυτό το επάγγελμα και ας το πούμε αμέσως και ειλικρινά, όχι πάντοτε άδικα. Είναι πολλοί που θεωρούν τη δημοσιογραφία – δηλαδή την εφημερίδα – σαν ένα απλό “πρατήριο ειδήσεων”. Πολύ φτηνή, όσο και λαθεμένη αντίληψη. Τέτοια δεν ήταν ούτε η πρώτη εφημερίδα, που παρουσιάστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα στο Παρίσι, η “Γκαζέτ” του Θεόφραστου Ρενοντό. Την έβγαλε στην αρχή, για να δίνει, μια φορά το μήνα, γενικές πληροφορίες στο κοινό. Χειρόγραφη για λίγους μήνες, τυπωμένη έπειτα…
Αλλά οι ειδήσεις, γεννάνε τα σχόλια και τα σχόλια είναι σκέψη και είναι η συμβολή του ανθρώπινου μυαλού στη μετουσίωση της είδησης, σε δημιουργία ιστορίας. Έτσι, η “Γκαζέτ” του Ρενοντό, που ήταν ένας φιλάνθρωπος Παρισινός γιατρός και τίμιος άνθρωπος, γίνηκε, με τον καιρό, ένα δημόσιο βήμα, εξαιρετικά αντιπαθητικό στους ισχυρούς της εποχής του.
Η δημοσιογραφία, από τα χρόνια του Ρενοντό, εξελίχτηκε -κι έχει γίνει, παγκόσμια δύναμη- και για το καλό, αλλά και για το κακό. Για το κακό, όταν μπαίνει στην υπηρεσία των μεγάλων συμφερόντων μιας εκμεταλλευτικής ολιγαρχίας. Για το καλό, όταν υπηρετεί το συμφέρον των λαών και της ανθρωπότητας. Και για το ένα και για το άλλο, η δύναμή της είναι τεράστια…»
Στις 17 Φλεβάρη του 1947, έφυγε από τη ζωή ο «δάσκαλος», όπως τον αποκαλούσαν οι συνάδελφοί του στην εφημερίδα, αλλά και οι φίλοι του που τακτικά τον ακολουθούσαν για ορειβασία στην Πάρνηθα. (Με πληροφορίες από τον Ριζοσπάστη)