Ντοστογιέφσκι: «Είμαι παιδί του αιώνα…παιδί της άρνησης και της αμφιβολίας…»
Ο σοσιαλισμός ήταν ο πρώτος ιδεολογικός έρωτας και του Ντοστογιέφσκι. Μ’ αυτή την πρώτη αγάπη μπήκε στη λογοτεχνία, γι’ αυτήν πήγε στο κάτεργο. Αποκεί γύρισε σκεφτικός κι έπειτα από μερικά χρόνια (1864) τον κέρδιζε ο ιδεολογικός αγώνας κατά των σοσιαλιστών. Όλο το λογοτεχνικό έργο κι ο στοχασμός του ως το τέλος είναι αδύνατο να αποσπαστούν από το θέμα του σοσιαλισμού.
Ο Ντοστογιέφσκι εμφανίστηκε λίγα χρόνια πριν πεθάνει ο Μπελίνσκι. Πολλά πράγματα είχαν αλλάξει στις σκέψεις των ρώσων διανοουμένων. Επαλήθευε η πρόβλεψη του Πούσκιν ότι οι συγγραφείς που δεν ανήκαν στην τάξη των ευγενών, ασήμαντοι και ολιγάριθμοι ακόμα τότε, θα παίζαν σπουδαίο ρόλο αργότερα στα ρωσικά γράμματα. Παράδειγμα από τα σημαντικότερα ο Μπελίνσκι. Σ’ αυτόν οι ιστορικοί της κοινωνικής σκέψης στη Ρωσία βλέπουν τον πρώτο διανοούμενο των μεσαίων τάξεων που άρχισε να παραμερίζει τους ευγενείς από την πνευματική ηγεσία. Οι παλιοί φιλελεύθεροι εξακολουθούσαν να είναι πρωτοπόροι, ακόμα και το περιβάλλον του Μπελίνσκι απαρτίζεται από ευγενείς που θεωρούν ότι συνεχίζουν το έργο των δεκεμβριστών. Άλλες όμως είναι οι δικές τους επιδιώξεις, προσανατολίζονται σε ιδεώδη πλατύτερα και τα αντιμοναρχικά τους αισθήματα είναι τα πιο κατασταλαγμένα. Η ιδέα του σοσιαλισμού ηλέκτριζε την ευαισθησία τους. Ο σύγχρονος γαλλικός σοσιαλισμός, με την ηθική του κυρίως γοητεία, έκανε τις συγκρίσεις με τα βάρβαρα ήθη της πατρίδας τους (δουλοπαροικία και απολυταρχία) ακόμη πιο οδυνηρές κι έκανε και τα όνειρα τολμηρότερα.
Ο σοσιαλισμός ήταν ο πρώτος ιδεολογικός έρωτας και του Ντοστογιέφσκι. Μ’ αυτή την πρώτη αγάπη μπήκε στη λογοτεχνία, γι’ αυτήν πήγε στο κάτεργο. Αποκεί γύρισε σκεφτικός κι έπειτα από μερικά χρόνια (1864) τον κέρδιζε ο ιδεολογικός αγώνας κατά των σοσιαλιστών. Όλο το λογοτεχνικό έργο κι ο στοχασμός του ως το τέλος είναι αδύνατο να αποσπαστούν από το θέμα του σοσιαλισμού. Ο αντισοσιαλισμός του έχει όλα τα ισχυρά γνωρίσματα της έμμονης συναισθηματικής προσήλωσης στον παλιό άτυχον έρωτα, εκεί θα γυρίζει ο Ντοστογιέφσκι ολοένα και δριμύτερος προοιωνίζοντας από τα μέσα του περασμένου αιώνα φαινόμενα εντελώς σημερινά. Ακριβώς γιατί το σοσιαλισμό δεν τον είδε στη θεωρία. Προσπάθησε να τον ψηλαφήσει μες στον άνθρωπο, δηλαδή απάνω στην πράξη των πράξεων. Ο αντισοσιαλισμός του Ντοστογιέφσκι είναι άρνηση του «τρέχοντος» σοσιαλισμού εν ονόματι των ίδιων των τελικών σκοπών του, οι αντιρρήσεις του έρχονται λοιπόν από μπροστά και ακόμα δεν έχουν εξαντληθεί.
Μα έναν καλλιτέχνη σαν το Ντοστογιέφσκι δεν τον εξαντλούν ιδεολογικοί χαρακτηρισμοί. Το σωστότερο απόλα το είπε ο Τολστόη που δεν τον συνάντησε ποτέ: «Αυτός ο άνθρωπος ήταν όλος ένας αγώνας». Ο Ντοστογιέφσκι αγωνίστηκε για δικές του συνθέσεις, μα εκεί που ήθελε δεν έφτασε ούτε με τη λογοτεχνία, ούτε με τις ηθικές και τις πολιτικές του ιδέες. Αξία έχουν τα π ρ ο β λ ή μ α τ ά του. Τις λύσεις του δεν τις υιοθέτησε κανείς ως τώρα – όλοι όμως που διαβάζουν Ντοστογιέφσκι ψάχνουν να βρούνε λύσεις. Έτσι Ντοστογιέφσκι πιο συχνά θα πει: τα προβλήματα που έθεσε ο ίδιος συν οι λύσεις που δίνουμε εμείς. Και επειδή παραμένει ακόμα εξαιρετικά δύσκολο να δώσει κανείς οριστικές απαντήσεις, η επικαιρότητά του μένει αμείωτη και μάλλον οξύνεται από περίοδο σε περίοδο.
Η θ έ σ η του δεν ήταν νέα ούτε στην εποχή του. Είπε ό,τι θάλεγε ο Χριστός, όχι ένας νέος Χριστός ( «ένας νέος Χριστός, του είπε ο Μπελίνσκι, αν κατέβαινε τώρα στη γη θα έμπαινε επικεφαλής της κοινωνικής πρωτοπορίας» – τα ίδια θα πει αργότερα κι ο Μπλοκ), αλλά ο Χριστός του Ευαγγελίου που ο Ντοστογιέφσκι το έμαθε απόξω στο κάτεργο και το πνεύμα του προσπάθησε ν’ αναζωογονήσει σ’ όλα κατόπιν τα έργα του για να το αντιτάξει στους νέους εθνικούς και ειδωλολάτρες. Αυτούς τους έβλεπε στο πρόσωπο των μηδενιστών και των σοσιαλιστών της εποχής. Η φιλοσοφία του ήταν παλιά, ο τρόπος όμως που είδε τον κόσμο προκειμένου να ξαναθεμελιώσει την ανάγκη της παλιάς φιλοσοφίας, οι οπτικές γωνιές απόπου λειτούργησε το αναλυτικό δαιμόνιό του άνοιξε νέες δυνατότητες στην ανθρώπινη όραση και σκέψη.
Ο Ντοστογιέφσκι ήταν καλλιτέχνης έντονα φιλοσοφικός. Αυτό το βλέπουμε στον τρόπο που χειρίζεται τα θέματά του. Στις βαθύτερες συναρτήσεις όπου καταλήγουν όλα όσα περνάνε από τα έργα του – τα πρόσωπα και τα περιστατικά. Αν βρεθούμε μπροστά σε μια σκέψη ή πράξη απροσδόκητη, είναι βέβαιο πως σε λίγο θ’ αντικρύσουμε ένα επίσης απροσδόκητο πρόσωπο. Εκείνο θα μας φέρει σε λίγο στον παράξενο κόσμο του, όπου βασιλεύουν αλλόκοτες ιδέες, με τις οποίες η πράξη που πρωταντικρύσαμε, το πρόσωπο που μας έφερε ως εδώ, συνδέονται αδιάρρηχτα, έχουν γεννηθεί από αυτές. Από την πράξη στο άτομο, από το άτομο στην ολέθρια ιδέα κι από εκείνη στην ολέθρια πηγή του κακού που είναι η έλλειψη της πίστης ή μάλλον η πίστη στην απιστία, ο αθεϊσμός. Αντίκρυ σ’ αυτήν κλιμακώνεται η άλλη ιεραρχία, ο θεός, η πίστη, η εκκλησία, η κοινωνία με τη δική της κλιμάκωση από τον τσάρο ως τον ταπεινό χριστιανό που υποφέρει καρτερικά τα πάθη του, ξέρει να συγχωρά, υποτάσσεται στη μοίρα του και μες τον πόνο βρίσκει τη λύτρωση.
Γύρω από τις δυό τούτες σκάλες με τ’ αμέτρητα σκαλιά παίζει το γαϊτανάκι της η ζωή. Κάθε έργο του Ντοστογιέφσκι είναι ένα καινούριο παιχνίδι. Από το ένα στο άλλο τα σκαλιά πληθαίνουν και προς τις δυό κατευθύνσεις, δεν πρόκειται όμως να συναντηθούν πουθενά. Είναι δυό παράλληλες γραμμές χωρίς σημεία επαφής. Η συνάντησή του, το σβήσιμο των αντινομιών μέσα σ’ έναν αναγεννημένον άνθρωπο ήταν η σύνθεση που δε μπόρεσε να πραγματοποιηθεί κι έμεινε σχέδιο στα χαρτιά. Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι έμεινε ως το τέλος μοιρασμένος. Διατήρησε μέχρι το θάνατό του την αξία της μια εξομολόγηση που είχε κάνει το 1854, αμέσως ύστερ’ από το κάτεργο, σ’ ένα γράμμα του σταλμένο στη γυναίκα του δεκεμβριστή Φονβίζιν:
«Είμαι παιδί του αιώνα, έμεινα ως τώρα και θα μείνω (το ξέρω) μέχρι που να καρφώσουν την κάσα μου, παιδί της άρνησης και της αμφιβολίας. Πολύ φρικτά βάσανα δοκίμασα και δοκιμάζω ακόμα από τη λαύρα της πίστης που τόσο φουντώνει στην ψυχή μου όσο πληθαίνουν στο νου οι φωνές της άρνησης».
Από το βιβλίο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου «Πέντε Ρώσοι Κλασικοί», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή (2η), Αθήνα 1978