Ο άδικος χαμός του Γιώργου Σαραντάρη και το «κατηγορώ» του Ελύτη
“Και όμως, αυτός ο “λογικός”, αυτός ο ειρηνόφιλος, αυτός ο άγιος Σαραντάρης, έφυγε πρώτος για τα αλβανικά βουνά κι έπεσε πρώτος αυτός από τους ανθρώπους μας του πνεύματος ανθιστάμενος, όσο μπορούσε, στην εισβολή και στην επιδρομή της βίας και της φασιστικής αλαζονείας στα ελληνικά χώματα…”
Ο Γιώργος Σαραντάρης υπήρξε ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος ποιητής, κριτικός και φιλόσοφος, που η αξία του άργησε να αναγνωριστεί· σε αντίθεση με τη ζωή του, που έσβησε τόσο πρόωρα, μόλις στα 33 του χρόνια, τσακισμένη από την αρρώστια και τις κακουχίες του ελληνοϊταλικού πολέμου. Ο ποιητής βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του πολέμου, αν και θα μπορούσε να τον έχει αποφύγει, ως ομογενής που ζούσε στην Ιταλία. Δεν του το επέτρεψε όμως η συνείδησή του και τα βαθιά αισθήματα αγάπης για την Ελλάδα, στην οποία έμελλε ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή.
Γεννήθηκε στις 20 του Απρίλη 1908 στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμενε η οικογένεια της μητέρας του. Ήταν γιος πλούσιας οικογένειας (ασχολούνταν με το εμπόριο) με καταγωγή από την περιοχή του Λεωνιδίου Αρκαδίας, που έδρευε στην Ιταλία. Ο ίδιος μεγάλωσε στη γειτονική χώρα ως μετανάστης δεύτερης γενιάς. Σπούδασε Νομικά στη Μπολόνια. Εκεί έζησε από το 1910 έως το 1931. Όταν έρχεται στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, είναι ήδη διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ματσεράτα και γνωρίζει άριστα ιταλικά και γαλλικά. Στην Ελλάδα αφοσιώνεται στην ποίηση και στη φιλοσοφία. Μαθαίνει άριστα τη γλώσσα και γράφει ποιήματα στα ελληνικά. Το 1940 τον βρίσκει στρατιώτη στα βουνά της Πίνδου.
Ο Γιώργος Σαραντάρης μπορούσε να ζητήσει ευνοϊκή μεταχείριση και να περάσει τον πόλεμο στα μετόπισθεν ή στο γραφείο κάποιας υπηρεσίας του στρατού. Η εύθραυστη υγεία του, αλλά κυρίως οι σπουδές του, τα προσόντα και η καλλιέργειά του μπορούσαν να του εξασφαλίσουν μια θέση σε γραφείο, την οποία άλλωστε δικαιούταν, σε αντίθεση με τα «βύσματα» και τους σφουγκοκωλάριους, όπου θα ήταν πολύ πιο χρήσιμος και αποδοτικός. Δεν γνωρίζουμε αν δεν διέθετε, ο ίδιος ή η οικογένειά του, τις κατάλληλες γνωριμίες-διασυνδέσεις, αυτό όμως που επιβεβαιώνουν όσοι τον γνώρισαν ή μελέτησαν τη ζωή και το έργο του, είναι ότι ο ίδιος ο ποιητής λόγω χαρακτήρα δεν θα καταδεχόταν ποτέ να το ζητήσει.
«”Φοβούμαι τον πόλεμο, έλεγε, γιατί δεν έχω όσο ένστιχτο χρειάζεται για να τον αντιμετωπίσω. Ο πόλεμος θέλει ένστιχτο κι εγώ είμαι λογικός. Αν στρατευτώ φυσικά θα πάω αλλά…”. Εκεί σταματούσε. Ήθελε να πει: “Πώς να πολεμήσω εγώ με το τουφέκι;” Γιατί άλλον πόλεμο ο Σαραντάρης εξόν από τον πνευματικό πόλεμο, από τον πόλεμο του λόγου, δεν ήξερε. Και όμως, αυτός ο “λογικός”, αυτός ο ειρηνόφιλος, αυτός ο άγιος Σαραντάρης, έφυγε πρώτος για τα αλβανικά βουνά κι έπεσε πρώτος αυτός από τους ανθρώπους μας του πνεύματος ανθιστάμενος, όσο μπορούσε, στην εισβολή και στην επιδρομή της βίας και της φασιστικής αλαζονείας στα ελληνικά χώματα» γράφει ο λογοτέχνης Γιάννης Σφακιανάκης, φίλος του Σαραντάρη.
Στο μέτωπο ο μικρόσωμος, ασθενικός και ποιητής (…πόσο, λοιπόν, πιο διαφορετικός από τους πολλούς;) Σαραντάρης θα ζήσει τραγικές στιγμές, υπομένοντας σαν τον Ιώβ την άθλια συμπεριφορά και τα καψόνια πολλών συναδέλφων του, που θα επιβαρύνουν την ήδη κλονισμένη υγεία του. Το μεγαλύτερο χτύπημα θα το δεχτεί όταν χάσει τα γυαλιά του. Σε γράμμα του από τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας στον Γ. Σφακιανάκη μεταξύ άλλων γράφει: «Έχασα τα γυαλιά μου και βρίσκομαι στο σκοτάδι. Δεν μπορώ να κάνω βήμα χωρίς τα γυαλιά μου. Προς Θεού, στείλτε μου ένα ζευγάρι γυαλιά!(…) Δεν έχω να μιλώ. Οι συνάδελφοι γελούν που τους μιλάω για ποίηση. Τους δίνω το συσσίτιό μου και πάλι γελούν. Είμαι άρρωστος, δεν μπορώ να βαδίζω. Δε βλέπω χωρίς γυαλιά…».
Στην εξαιρετική εργασία-βιβλίο του δημοσιογράφου Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου «Γιώργος Σαραντάρης – Ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος» (εκδ. Έκπληξη, 2011), που ο ίδιος με σεμνότητα ονομάζει «δημοσιογραφική έρευνα», παρατίθεται μαρτυρία του λοχία του Σαραντάρη, Μιχάλη Χατζημήτρου, στην Ολυμπία Καράγιωργα: «Ήταν καχεκτικός και δύσκολα ακολουθούσε τους άλλους στρατιώτες στις πορείες. Έφτανε πάντα αργότερα πάνω στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου. Είπα τότε στο λοχαγό να τον στείλουν πίσω, στο Τάγμα, διότι και ιταλικά ήξερε και εκεί θα προσέφερε πολλά περισσότερα απ’ ό,τι στην πρώτη γραμμή. Και ο λοχαγός μου απάντησε “ψύλλους στ’ άχυρα θα ψάχνουμε;”…».
Στην ίδια έκδοση παρατίθεται απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο «Ανοιχτά χαρτιά» του Οδυσσέα Ελύτη, που καταγγέλλει ως δολοφονία την επιστράτευση του Σαραντάρη και την αποστολή του στην πρώτη γραμμή του πολέμου.
Ο Ελύτης το 1940 επιστρατεύτηκε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού, βρέθηκε στα αλβανικά βουνά και θα γράψει στη συνέχεια το «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για το Χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Γράφει με αφορμή τον θάνατο του Σαραντάρη: «Όμως θέλω τη στιγμή αυτή, απροκάλυπτα, να καταγγείλω το επιστρατευτικό σώμα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πώς, κατάφερε να κρατήσει στα Γραφεία και στις Επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν σχεδόν μια δολοφονία. Διπλωματούχος ιταλικού πανεπιστημίου – ο μόνος ίσως σε ολόκληρο το στράτευμα – θα μπορούσε να ’ναι περιζήτητος σε οποιαδήποτε από τις Υπηρεσίες που είχαν αναλάβει την αντικατασκοπεία, ή την ανάκριση των αιχμαλώτων. Αλλά όχι. Έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων για να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου.
Φαίνεται ότι πέρασε φρικτές ώρες. Τα χοντρά μυωπικά του γυαλιά, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τα ’χασε μέσα στην παραζάλη. Φώναζε “βοήθεια” στους άλλους φαντάρους, αυτός ο Χριστιανός φώναζε “αδέρφια” και τα “αδέρφια” τον κοροϊδεύανε, τα πιο αδίσταχτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί. Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκωμήσει. Χωρίς να ξεστομίσει έναν πικρό λόγο. Περήφανος, μ’ ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε όσο που να τραγουδήσει ακόμη λίγο:
Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής
– κι ύστερα ν’ ανεβεί “στους τόπους που αγγέλλουν τον ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο”.
Έτσι πέθανε ένας Έλληνας ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη Δύση βλαστημούσανε το Θεό κι εμπιστεύονταν τη μαριχουάνα. Έπρεπε να το διαφυλάξουμε αυτό, να το κάνουμε σύμβολό μας και κουράγιο μας, τώρα που άρχιζαν άλλα δεινά, η πείνα, η κλούβα, οι εκτελέσεις στον τοίχο».
Ο σεμνός, ανθρωπιστής και λυρικός Γιώργος Σαραντάρης έφυγε από τη ζωή στις 25 του Φλεβάρη 1941. Αν και δεν πρόλαβε να ζήσει πολλά χρόνια, άφησε έργο σημαντικό, που περιμένει στωικά, όπως ο ίδιος υπόμεινε τη σκληράδα της ζωής και την απονιά των ανθρώπων, να στραφεί πάνω του περισσότερο το φως.